εκδόσεις κέδρος
ΕΥΘΕΙΑΣ,
ΟΡΙΣΜΟΣ
ΙΙΙ.
Υπόσχεση
στην
υπόσχεση, όρμος μεταβατικού σταδίου οι
γραμμές ευνοούνται.
Επιλεκτική
μνήμη της μηχανής.
Ριγμένα
τα μόρια εξελίσσονται παραθέτοντας
στοιχείο
και υπομένουν τα μαρτύρια του χρέους.
Ως
απεσταλμένα κρυμμένου ονείρου οπλίζονται
από ολέθριους αγώ-
νες
σαν
άνοιξη αιώνων κομμένων από
λέξεις
γυμνές, επιτήδειες αρμωδίες.
Έκρηξης
σιωπηλής τρεχάμενης σκέψης και ταφής
ωριαίας όπου ο
θαμμένος
οπλίτης
ανασυντάσσει
το σωρό του χυμού των δυνάμεων.
Ως
απέραντη ηδονή θα γκρεμίσει τις πλάτες
του θηρίου
που
κατοικεί στις επάλξεις και οδύρεται
στην απαρχή της ημέρας –
απλό
και αέναο διαπερνώντας την ορμή και τη
σύνθεση της
οντότητας
που διακρίνεται ολόκληρη και αμερής.
Και
να που
βλέπουμε
πάλι με μάτια πολέμου
και
αντηχούν οι φωτιές στα μέρη της αρτηρίας.
//
Και
αν αποκρίνεται Ναι είναι
γιατί
δεν εφαρμόζει πάνω του καμία
μορφή
οδηγίας και καμία πλεύση. Υποθέτει πάντα
πως άγνωστοι αρ-
μοί
ανοίγουν
προς την πλευρά που βασιλεύουν ακακίες
τη νύχτα προς
δυσμάς.
Και
οι οντότητες πλευρίζουν την ηρεμία
προτού ακόμα γνωρίσουν το
λόγο
για να σημάνει μια ύπαρξη.
Και
όσο πνίγουν την αντίληψη ιδωμένη από
χρόνους ανάκατους,
σχίζονται
τρένα παρωχημένα σε ατελή ιόντα από το
άλας
της
διατεταγμένης διατήρησης. Σε πελώρια
κουτιά που ένα τμήμα
του
τμήματος αρκεί να χωρέσει λοιπά και
ολόκληρα.
Και
όπως υποκλινόμαστε στην πρόοδο, με
κάποιες εικόνες που ορί-
ζουν
τη διαδρομή,
άγνωστο
πόσο θα περιέλθουν οι στροφές κοντά
μας.
Και
για μια στιγμή αναρωτιέται γιατί οι
αδένες πάλλονται και
κορυφώνονται
οι στιγμές. Και δίνονται ακέραια σε
λάμψεις τυχαίου
διακεκριμένου
πόνου,
αφημένου
στην υπόνοια της μεγάλης συνήθειας που
λέγεται αγάπη.
Και
είναι τότε που φαίνεται μια ριπή απόρου
και μια σημαία.
Αφού
όταν μας βρίσκουν τα φώτα έχουμε ήδη
συνθέσει
και
άξαφνα κλειστοί ερημίτες ξεχύνονται
στους δρόμους της μέρας,
ερειπωμένοι
απ’ τα εδάφια τα ριγμένα σε είδωλα και
ολότητες.
//
Κάποτε
θα γυρίσουν τα μέτρα να ηχούν στην
επανάληψη.
Αποχωριζόμενα
τους ήχους και στραμμένα ως έχουν κατά
την τελεία
της
αριθμητικής ενέδρας.
Και
είναι ο χρόνος, θα έλεγε κανείς, καλώς
ξοδεμένος.
Σε
περιοχές κινούνται άγνωστοι με παλαιά
δελτία σημαδεμένα.
Στην
άγνοια και στη συμφορά της πικρής στιγμής
που
συλλαμβάνει τους δρόμους κλειστούς και
τις δοκούς γερμένες.
Ποιο
μέρος λοιπόν παραμένει και συνωστίζεται
παραμετρικά
ως
την οξείδωση της ύλης.
Αναμμένα
ιστία
της
εντολής εκείνης που κρυμμένα τα φώτα
ζητούν όταν
διατηρούν
ζωντανή την καίρια παρένθεση.
//
Όσο
αναμμένα προοδεύουν εις
την
εχθρική αφή των πολύσημων υπάρξεων.
Κατακαίουν
τις τελευταίες γέφυρες των οστών
που
συντάσσονται ολόγυρα στην παράξενη βία
των απολέμων.
Της
προτάσεως μεγαλωμένης σθεναρής γυρεύοντας
παραδρόμια
και ενέδρες σε μυστικές κατατάξεις
αριθμών και όπλων.
Ακρωτήριο
σελήνης φραγμένο στην οδηγία
με
παράταση μοναδική που ανοίγεται ηρωικά
στην παραφροσύνη
του
τοκετού.
Σε
αριθμούς και οβίδες υπογραμμών πάλι
εκτελείται,
κι
από τις πόρτες που πίσω κλείνουν
ακολουθούν άλλες –
βαρύτερες
συμπαγείς και δύσκολες στην αφή.
//
Είναι
μια περιοχή ασύμμετρη και μια διαδοχή
μοιραία.
Όταν
συγκλίνουν οι εποχές ανέρχονται κομμένα
τα κοινά σημεία
ως
η θηλιά
που
αγοράζεται κι εκτοπίζει κρουνούς και
καταραμένους πολίτες από
τη
βοή των βαγονιών.
Και
τώρα υπολείπεται μια περασμένη ιστορία
σε
μάτια κλειστά και συρμούς δίχως φρένα
–
κόβοντας
ακριβώς τη σκόνη μέσα από τα αρχεία και
τη βαρύτητα
από
τις δηλώσεις που δικάζουν γενεές.
Οδηγώντας
τους γόνους υπάρξεων από το σκότος της
μήτρας στο
σκότος
του τέλους.
Όπως
μας έχουν φυλαγμένο να διαπερνά τη σωστή
παραίσθηση,
ν’
αρπάζεται το μυαλό, να διαφεύγει τον
κίνδυνο της ερήμωσης.
Αδιάφορο
το τοπίο ζητά κορμούς συνείδησης
ξαφνικής.
Έλλειψης
μέτρων και της φονικής ησυχίας.
//
Μοιάζει
ως είναι γνωστό με αρχή της ημέρας,
ως
επιμέρους προσθήκη ανέσεως.
Ανατολή
μετά της δόρειας ανυπόστατης κόρης,
πόρτες μέσα από
πόρτες
που ποτίζονται
προσευχές
ορίων και μακρινή βοή ακατάστατη.
Τα
τελευταία εναπομείναντα δευτερόλεπτα
που
ανοίγονται
ρημαγμένα απ’ τη σκληρή αφαίμαξη σαν
πουλιά
νιότης
παραπληγικά.
Ανοίγεται
και προστάζει τα λόγια αστραπιαία που
τινάζονται
στην οργή του συρμού σημαδεύοντας κάθε
φορά τα πρω-
ινά.
Προτού
ακόμα ισοσκελίσουν τη στιγμή αέρος
που
διασχίζει τις μικρές απλές νυχτωδίες
παραποτάμιας οδού
και
σάρωσης του προσώπου εξ ανατολάς.
Από
κρυμμένα φώτα στην αυλή των προτάσεων
όταν
ανοίγουν οι κόσμοι στην ορμή και στην
πιθανότητα.