![]() |
Elliott Erwitt |
Νέα αρχή
Η
σήραγγα στενή και σκοτεινή, μονάχα την πλάτη του στρατιώτη έβλεπα κι
ένιωθα τελείως μόνος και ανίσχυρος. Είχα μάθει πια στα φώτα και στα
πλήθη, στους σωματοφύλακες που ήταν έτοιμοι να φάνε σφαίρα για μένα.
Ήξερα
ότι από την ημέρα του χρίσματος θ’ άλλαζε η ζωή μου, το πόσο δεν
φανταζόμουν. Χωρίς ιατρικό επιτελείο να μ’ επιβλέπει, ούτε βδομάδα δεν
θα είχα αντέξει. Χωρίς γιατρούς να με βοηθούν στον ύπνο και να ελέγχουν
πρωί μεσημέρι βράδυ τι τρώω και πίνω για να έχω δυνάμεις να στέκομαι
ώρες όρθιος και να σφίγγω χέρια μιλώντας ταυτόχρονα, όχι, δεν θα την
έβγαζα καθαρή. Θα τα τίναζα ή θα κατέληγα με ψευδώνυμο σε κάποια κλινική
στα βουνά της Ελβετίας. Σίγουρα δεν θα μ’ έβρισκε η νύχτα της Κυριακής
του β’ γύρου να πανηγυρίζω την ιστορική μου νίκη. Κόσμος από κάτω
έκλαιγε και γελούσε μαζί. Το όνειρο έγινε πραγματικότητα: ένας μαύρος
για πρώτη φορά στο ύπατο αξίωμα, μια νέα αρχή για την ευλογημένη και
αγαπημένη μας χώρα.
Στον χορό της
ορκωμοσίας στο Προεδρικό Μέγαρο υπήρχε χαρά ανακατεμένη με συγκίνηση και
αμηχανία. Οι προοδευτικοί δεν μπορούσαν να το πιστέψουν, οι
συντηρητικοί να το χωνέψουν. Εγώ χαμογελούσα συγκρατημένα. Σε όλους
ανεξαιρέτως έλεγα «ευχαριστώ που ήρθατε» και «ελπίζω να περάσετε καλά».
Κορυφαία στιγμή ήταν όταν οι εκπρόσωποι του αντίπαλου κόμματος μου
ευχήθηκαν καλή θητεία. Και τα μεσάνυχτα ακριβώς, όπως θέλει η παράδοση,
κάναμε με τη γυναίκα μου το καθήκον μας ως οικοδεσπότες- χορέψαμε το
πρώτο βαλς.
Τότε ήταν που με
ειδοποίησαν για ένα απόρρητο τηλεφώνημα. Ανέβηκα γρήγορα στο οβάλ
γραφείο. Εκεί με περίμεναν ένας τύπος σε αναπηρικό αμαξίδιο και δυο
στρατιώτες με κράνη και παλάσκες. Ήταν περίεργο και κάπως γελοίο. «Ποιοι
είστε σεις», θύμωσα και απείλησα να φωνάξω την Ασφάλεια. Ο ανάπηρος
απάντησε: «Εμείς είμαστε η Ασφάλεια, κύριε Πρόεδρε». Και μου ζήτησε ν’
ακολουθήσω τους στρατιώτες. Δεν έφερα αντίρρηση, έκανα ό,τι μπορούσα για
να μην φανεί ότι ο Πρόεδρος φοβάται. Μόνη μου έγνοια ήταν η γυναίκα
μου. Ο ανάπηρος το κατάλαβε. «Τυπικό είναι το ζήτημα», με καθησύχασε,
«δεν θ’ αργήσετε».
Φήμες λένε πως το
Προεδρικό Μέγαρο για ώρα ανάγκης έχει σήραγγες που βγάζουν στην άλλη
άκρη της πόλης. Η σήραγγα που πήραμε εμείς, έβγαζε σ’ ένα μουχλιασμένο
υπόγειο με δυο καρέκλες και τραπέζι. Πάνω στο τραπέζι υπήρχε ένα κόκκινο
τηλέφωνο αντίκα. Ένας άνδρας ήταν εκεί, με την πλάτη γυρισμένη. Οι
στρατιώτες εξαφανίστηκαν και ο άνδρας έκανε στροφή. Ήταν ο αντίπαλός
μου, ο τέως Πρόεδρος. Ο άνθρωπος που με αποκαλούσε «επικίνδυνο
ερασιτέχνη, ικανό να οδηγήσει την χώρα στα βράχια»- πλησίασε και μου
έδωσε ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη.
«Είμαι σίγουρος ότι θα τα καταφέρεις περίφημα»
Είπε
επίσης πόσο του άρεσε το σύντομο τυπικό που είχα επιλέξει για την
τελετή ορκωμοσίας. «Στη δική μου ο κόσμος βαρέθηκε, αν θυμάσαι».
Δεν θυμόμουν, από ευγένεια όμως είπα ότι μου είχε αρέσει.
«Χάλια ήταν», επέμεινε, «άφησα τη γυναίκα μου να την οργανώσει και καλά να πάθω».
Δεν
ξέρω τι μ’ έπιασε και δοκίμασα να τον μεταπείσω εκείνη την ώρα (φοβάμαι
από την εκλογική εκστρατεία μού έμεινε το αντανακλαστικό). Μάταιος
κόπος. Συνέχισε να λέει πως η γυναίκα του ήταν καταστροφή, πως από την
αρχή το ήξερε ότι θα του χάλαγε την προεδρία.
«Ευτυχώς
ο δικός μου γάμος είναι φυσιολογικός», σκεφτόμουν όταν η πόρτα άνοιξε
διάπλατα και μπήκε ένας στρατηγός με στολή εκστρατείας.
Με χαιρέτισε στρατιωτικά. «Συγχαρητήρια για τη νίκη σας», μου είπε.
Δεν είχα άλλη όρεξη για ευγένειες. «Τι τρέχει γαμώτο» στράφηκα στον τέως. Απάντηση δεν πήρα, φαινόταν αρκετά ανήσυχος.
«Συγγνώμη
που σας ενοχλήσαμε», συνέχισε ο στρατηγός, «αλλά δεν γινόταν αλλιώς».
Πήγε και στάθηκε πάνω από το τηλέφωνο. «Μόλις πριν λίγο πήραμε
πληροφορία ότι οι Ρώσοι όπλισαν τους πυραύλους τους».
«Αδύνατον»,
είπα, «το πρωί μίλησα με τον Πρόεδρό τους και ήταν όλα εντάξει».
Κούνησε το κεφάλι. «Δεν ξέρω τι κάνατε εσείς με τον Πρόεδρό τους, αν δεν
αντιδράσουμε άμεσα θα μας έχουνε στο χέρι». Κι έβγαλε από την τσέπη του
έναν χάρτη με κόκκινους σημειωμένους στόχους.
Στο
νου μου ήρθε όλη η συνομιλία με τον Ρώσο. Ήταν εγκάρδια και ειλικρινής
σαν τη σχέση των χωρών μας τα τελευταία τριάντα χρόνια περίπου, σίγουρα
είχε γίνει λάθος. Ζήτησα χρόνο για να εξετάσω την κατάσταση, ο στρατηγός
ήταν ανένδοτος. «Κύριε δώστε άμεσα την εντολή»
Αρνήθηκα.
«Ηλίθιε», άκουσα τον τέως να ουρλιάζει, «παίρνεις τη χώρα στον λαιμό σου».
Ο στρατηγός έπιασε το περίστροφό του. Αλλά δεν το τράβηξε. Έτοιμος ήμουν για όλα, εκτός από αυτό- στα γόνατα έπεσε μπροστά μου.
«Σας παρακαλώ κύριε Πρόεδρε σας ικετεύω»
Έμεινε
έτσι, ακίνητος απέναντί μου κάμποσα λεπτά, μέχρι που εντέλει πήρα
τηλέφωνο. Ψιθύρισα τους κωδικούς που ήλπιζα να μη χρειαστεί ποτέ να
χρησιμοποιήσω και κατέληξα: «Οπλίστε».
Ακόμα δεν το έχω ξεκαθαρίσει μέσα μου. Ακόμα δεν ξέρω τι μου προκαλεί αυτό που ακολούθησε, χαρά ή λύπη.
Ο στρατηγός με τον τέως ξέσπασαν σε πανηγυρισμούς. Με αγκάλιασαν, με φίλησαν.
«Μα οι Ρώσοι;» έκανα.
Γέλασαν.
Όπως όταν ξυπνάς από ένα απαίσιο όνειρο γέλασα κι εγώ.