ΆΝΝΑ ΓΡΙΒΑ, ΕΤΣΙ
ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ, Γαβριηλίδης, 2015
..σε
μένα επιτρέψτε μου μονάχα να διηγούμαι/
τη λεμονιά του θανάτου/που σκορπίζει
αρώματα/και ξεγελά γλυκά την νιότη σας.
Αυτό
κάνει στην τρίτη συλλογή της η Γρίβα.
Διηγείται. Την λεμονιά του θανάτου που
ξεγελά την νιότη με τα αρώματά της. Αυτά
τα αρώματα, αυτές οι ομορφιές μιας
γοργότρεχης ζήσης. Η ποιήτρια άλλωστε
είναι ένα κορίτσι με μεγάλα μάτια, μια
επιδέξια υφάντρα κομμένων κλωστών-στιγμών
που κολυμπούν στο σκοτεινό κατακάθι
των βιωμάτων. Με δαύτο πασπαλίζει
καθημερινές λέξεις και τις μετατρέπει
σε πουλιά και αγγέλους. Εμένα
ο άγγελός μου/ ποτέ δεν έφερε ειδήσεις/…../μα
προπαντός ρωτά αν χάνονται/ οι λέξεις
στον αέρα /ή αν γίνονται άγγελοι/ ώσπου
να βρουν τον στόχο τους.
Ποιος είναι ο στόχος των λέξεων; Η Γρίβα
έχει την γνώση της μη απάντησης
Ο λόγος
της είναι απόλυτα χοϊκός, και ταυτόχρονα
τραγουδιστός. Η χορευτικότητα της λαλιάς
της έγκειται στην δημώδη ρίζα της και
στον ρυθμό που έχει η Μνήμη να δουλεύει.
Θρύμματα εμπειριών αναδιατάσσονται
για να αποδώσουν τον νέο κόσμο όπως
εκείνος φανερώνεται ως καθρέφτης μιας
νέας πλέον εμπειρίας: της συνύπαρξης
νεκρών και ζωντανών, της κατάλυσης του
συμβατικού χρόνου ως αποτέλεσμα της
ανθρώπινης αδυναμίας να βρει απαντήσεις
ενώπιον του μεγάλος αινίγματος που ο
Χρόνος είναι.
Αν και
μοιάζει σε όλη την συλλογή το ποιητικό
Υποκείμενο, η «Ανιστορήτρια» θα έλεγα,
να είναι αρραγής και συμπαγής, εντούτοις
δεν είναι. Το Εγώ διαλύεται διαρκώς,
αναδυόμενο από τα έσω τοπία. Όμως δεν
υπάρχει αγωνία. Υπάρχει απόσταση και
μνήμη. Θαρρείς και ένα κορίτσι μας μιλάει
και μας ταρακουνάει με την απύθμενη
ηρεμία της. Ξάφνου ένα
αυτοκίνητο σταμάτησε/ στις άκριες των
ποδιών μου:/ανοίγει η πόρτα με αρπάζει/και
τρέχει πάλι προς το άγνωστο/κάθε νύχτα
σταματάμε/και κλέβουμε άλλον ένα. Η
αντιστροφή του τέλους, όπου και ο δέκτης
της ενέργειας τρέπεται σε δράστη και
μάλιστα ενός απροειδοποίητου και
ακαριαίου πρώτου πληθυντικού, μας
αγκαλιάζει ως ρουφήχτρα Τα όρια στην
συλλογή είναι διαρκώς ρευστά. Ο κόσμος
της πραγματικότητας μετακινείται
διαρκώς κι αλλάζει έδαφος σαν να μην
μπορεί να οριοθετηθεί από τον ανθρώπινο
νου. Ο τοίχος είναι λευκός/αν
κάνεις ένα σάλτο/μπαίνεις στο τίποτα/
απ’ το πρωί μαζεύω φύλλα/και τα κολλώ
με σάλιο πάνω στον τοίχο/…/έτσι νομίζω
θα κλείσω το τίποτα./το βράδυ θα βάλω
μέσα το κεφάλι μου/κι απ’ την άλλη
πλευρά/θα ακούω μια μουσικη/…/ενώ ένα
σμήνος ψαριών περνά από μέσα μου/προς
τα γάργαρα νερά/της άλλης όχθης.
Κι ενώ
λοιπόν η εργάτρια Μνήμη της Γρίβα
επεξεργάζεται σπαράγματα ζωής αληθινής
και αίματος ζεστού, κι ενώ το ποιητικό
Υποκείμενο διαρκώς τίθεται στην
δοκιμασία της διάλυσής του, εντούτοις
η γραφή της παραμένει μη αποσπασματική.
Η συνεκτική και καλοδουλεμένη μορφή
των στιχουργικών της καταθέσεων φανερώνει
μια εσωτερική προεργασία στην οποία
υποσυνείδητο και φαντασία εκδηλώνουν
όχι τις σπαρακτικές κορυφογραμμές τους,
αλλά τα απελευθερωτικά τους αποσιωπητικά.
Μόλις πέσει το σκοτάδι/ένα
κεράκι περπατάει στο βουνό/δεν το κρατά
κανένα χέρι/δεν το φυσά καμιά πνοή.
Τα πουλιά
της Γρίβα είναι έτσι: βουτηγμένα στο
παραμύθι μιας λεπτεπίλεπτης αλλά
στιβαρής εσωτερικότητας, ξεχύνονται
προς το κλειστό στόμα του Χρόνου:
χτυπώντας πάνω στα σφραγισμένα του
χείλη, αφήνουν πάνω τους ένα φωτερό
ανθρώπινο σκοτάδι, σημάδι αληθινής
Ποίησης. Έτσι είναι τα πουλιά: νεκρά και
αιώνια. Όπως τα ποιήματα.