φωτογραφία:Φραντζέσκο Ρόμολι

Είχαμε καρφωθεί στο ραδιόφωνο μαζί με το δάσκαλό μας των μαθηματικών, η μαμά έκλαιγε, το σκυλί έτρεμε, τηλέφωνο μόνο στο ψιλικατζίδικο του χαφιέ, άρα ξέχνα το, ο μπαμπάς έσκασε μύτη ξημερώματα, έκανε δώδεκα χιλιόμετρα απόσταση, τα μάτια του άστραφταν, γελούσε δεν κρατιόταν, «πέταξα σουβλάκια μέσα, στα παιδιά» είπε, «σήμερα πεθαίνουν» συμπλήρωσε, «εσύ να μην πεθάνεις» απάντησε δήθεν έξαλλη η μαμά που κατά βάθος καμάρωνε τον άντρα της τον ήρωα, ο δάσκαλός μας, φοιτητής κι αυτός, έσκυψε το κεφάλι, ξέραμε, η μάνα του η χήρα δεν τον άφηνε να μπει μέσα, ψιθύρισε μια καληνύχτα, εξαφανίστηκε. Για πάντα. 

Μετά ανεβήκαμε στην ταράτσα να δούμε το αεροπλάνο του Καραμανλή να προσγειώνεται. Οι γονείς μας πασιχαρείς κι ας τους είχε κάψει στις εξορίες, «άλλαξε» έλεγαν κι ο θείος ο Αποστόλης απαντούσε, «ο λύκος κι αν εγέρασεν…» και δεν τον ξανακαλέσαμε στο σπίτι. 

Ανεβασμένη στο βαρέλι η Ντίνα που έπεσε ύστερα στην πρέζα, έβγαζε λόγους στα διαλείμματα κι οι καθηγητές έκαναν τους κουφούς και χωριστήκαμε για πρώτη φορά. Κάποιοι στη ΜΟΔΝΕ, άλλοι στον Ρήγα, μερικοί ΜΛ, ελάχιστοι Μπακουνικοί. Όχι ότι ξέραμε τι ακριβώς σημαίνουν όλ’ αυτά, όμως η μεταπολίτευση ταίριαζε με την εφηβική επανάσταση κι οι γονείς μας δεν μπορούσαν να μας το απαγορεύσουν. 

Τώρα στα οικογενειακά γλέντια βροντούσαν τραγούδια του Μίκη, του Λοίζου και του Μαρκόπουλου κι η μαμά άκουγε κρυφά Αρλέτα και Χατζιδάκι κι ο μπαμπάς την ειρωνευόταν, «μια ζωή κρυφοδεξιά ήσουνα» κι εκείνη έκλαιγε για μια φίλη της που έχασε τον άντρα της στην Κύπρο.

Και λίγο αργότερα οι κόκκινοι, κατακόκκινοι γονείς μας ασπάστηκαν τους πράσινους και χωριστήκαμε για δεύτερη φορά. Οι μεγάλοι πασόκοι, οι νεότεροι αριστεροί κι οι καβγάδες σύννεφο στα γλέντια και η φίλη της μαμάς η Τζυπραία, να μην καταλαβαίνει τους καλαμαράδες. 

Και πέρασαν παράξενα τα χρόνια και πενηνταρίσαμε και φοβόμαστε. Φοβόμαστε πολύ κι οι πασόκοι δέντρα στο κινούμενο δάσος του Μπίρναμ δεν μπορούν να ξεπλύνουν το αίμα απ’ τα χέρια της λαίδης Μακμπέθ, το αίμα που σακατεύει τα νιάτα, κι οι γραφιάδες γίνονται βουλευτές για το σιγουράκι τους, η τηλεόραση στο προσκεφάλι των γέρων πιπιλίζει θανάτους, ποιος είναι έξω απ’ τα φέρετρα, ποιος μέσα, δεν κατέχω πράμα.

Σαράντα χρόνια πριν γινόταν επανάσταση. Σαράντα χρόνια τώρα γίνεται επανάσταση. Σαράντα χρόνια μετά θα γίνεται επανάσταση. Ανάσταση πουθενά.

Κι οι πρώην πασόκοι πρώην κόκκινοι ψηφίζουν καλαματιανούς, οι ομελέτες έγιναν πρόσκομμα, οι τηλεβιβλιοπώλες πλασάρουν γενόσημα, η αριστερά εκείνη η κομμουνιστική δεν πληρώνει τους εργαζόμενους στα τυπογραφεία της, η σαλονάτη αριστερά πέταξε τα βίντεο και τα τακούνια στον Καιάδα, η βυζαρού πρωθυπουργίνα ξεπετάει τεκνά ακόμα, νέα είναι, όλα τα σάψαλα νέα είναι, οι αληθινά νέοι ή κρύβονται ή τους μαχαιρώνουν, οι μαυριδεροί προσπαθούν να το σκάσουν όμως αν φύγουν κι αυτοί, ποιους βαρβάρους θα περιμένουμε, οι ανδαλουσιανοί σκύλοι έγιναν γατάκια γάτες κι οι τίγρεις ακρίδες, εκεί που κάναμε μάχες, κάνουμε θεραπεία, άντε κι εθελοντισμό, να ‘χουμε κάτι να κλαίμε που ο ποιητής βγάζει τα δόντια του αλά Βάιντα. Οι άγγελοι ψελλίζουν «λαμά σαβαχθανί» κι ακροβολίζονται με τα φτερά θαμμένα σε τσαντόρ. Δεν κατέχω πράμα.