Elliott Erwitt |
Βασίλης Μπαρούτης
Ηχολόγια
Λένε ότι στο νησί που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν οι Σειρήνες μέχρι να τις πάρει το κύμα και να τις σκορπίσει στα πέλαγα, κάποιος απόμακρος ψίθυρος πλανιέται στον αέρα. Είναι αλήθεια πως αν κατέβεις στην πίσω παραλία την ώρα της δύσης, ο άνεμος σου φέρνει ψιθυριστά χαϊδέματα στ’ αυτιά.
Την ώρα εκείνη η θάλασσα μαύρη σα πηγάδι και ήσυχη σαν να χει νεκρώσει ή να μην έχει γεννηθεί ακόμα, μένει ανέπαφη στα ρεύματα που κουβαλούν μαζί τους αυτές τις φωνές. Κάποιο αόρατο άγκιστρο σου τραβάει ο βλέμμα μέσα της και τα αέρινα χέρια του μαΐστρου, σου βυθίζουν το μυαλό σε μια νωχελική αποχαύνωση. Τότε αφουγκράζεσαι λόγια των ανθρώπων που είναι γραμμένα ακόμα στα ανείπωτα. Κοιμούνται ήσυχα στις κοιλιές και στα στομάχια, όμοια κήτη βυθισμένα στα τρίσβαθα νερά των πέντε θαλασσών. Μέχρι να τους τελειώσει η ανάσα και να πεταχτούν με ένα σπασμωδικό τίναγμα των μυώνων στην επιφάνεια, χωρίς να έχουν ίχνος αντίληψης ή εικασίας για το τι βρίσκεται την ώρα κείνη από πάνω τους. Γουργουρητά σεισμού του μέσα κόσμου, χαλάσματα του έξω. Ήχοι ανάκατοι με μουρμουρητά. Κραδασμοί φωνών και νανουρίσματα που κόβονται βίαια από απότομες παύσεις. Τα ακούς και σε βαραίνουν, φορτία της γνώσης του κόσμου όλου.
Μόνο όταν βρέξεις τα πόδια σου στο παγωμένο βάραθρο ξυπνάς, υπνοβάτης που χει βγει στο δρόμο και σταματάς για να γυρίσεις πίσω τρέχοντας. Το άσθμα σου ξερνάει τα λόγια που χες ακούσει και τα ξεχνάς. Θα έρθει η ώρα τους να ειπωθούν εκεί που πρέπει.
Καμιά φορά όμως, όταν τα λόγια είναι βαριά, μπερδεύεσαι και τρέχεις προς τα μέσα στη μαύρη άβυσσο, αγκαλιά με το έρεβος των ψυχών των θυγατέρων του Ποσειδώνα.
Κανείς δεν ξέρει αν θα στεριώσεις ποτέ πίσω.
Στον μικρό κόλπο που ναι στρωμένος με κοχύλια κειμήλια από τις μούσες των Ωκεανών καθώς έπαιζαν μικρές, ο άνεμος είναι ο πρώτος που κυοφορεί τα ανείπωτα λόγια.
Ακούγονται, μακρινά σινιάλα, πανιά μπερδεμένα στα κύματα, καθώς αναδύονται μέσα από τα μύχια της καρδιάς και της σκέψης πριν αντικρύσουν τις φωνητικές χορδές και γίνουν άκουσμα ανθρώπινο.