Ένα
κλειδί του σολ δίπλα από την έξοδο
κινδύνου
και
για γραμματόσημο το δάκρυ του αγοριού·
έτσι
έφυγε το γράμμα στην πατρίδα
με
μιαν υπόσχεση
θανατική
ποινή.
Και
το φεγγάρι απόψε
να μου ζωγραφίζει
στην σκόνη του γραφείου
αναμνηστικά
φτεροκοπήματα
ανολοκλήρωτα
λόγια να κρύψουν την συστολή
κι
ίσως
ίσως
κάπου
στο βάθος
ίσως
ακόμη και στην απόκρυφη αυλή
που
ποτέ δε φανερώνεται στο μάτι
να
υπάρχει
μια
λεξούλα
ένας
φθόγγος
μια
κλωστούλα
να
δεθεί το παραμύθι
με
την άκρη
των
χειλιών του.
Δε
θέλω να ξημερώσει.
Έτσι
θέλω
να
μείνει
ο
χρόνος
σαν
απόπειρα
φυγής
ξεχασμένη
στο
τασάκι με τα τσιγάρα
σαν
όνειρο
χαμένο
στον γκριζοπράσινο
ζωμό
του
βλέμματός του
έτσι
να
μείνει
ο
λεπτοδείκτης
στο
αγκυροβόλιο μιας παρατεταμένης
ονειροπόλησης.