Το κέλυφος
Κάθε νύχτα
παραβιάζω το κέλυφος της αγάπης σαν να
ήταν φιστίκι.
Το ανοίγω στα
δυο να βρω την ψίχα κι εκείνο μου γδέρνει
τα νύχια.
Θα μπορούσα να
αλλάξω συνήθεια και είδος ώστε να
περιοριστώ
στο ξεφλούδισμα
ενός αθώου φιστικιού ανατολής
όμως δεν είναι
αθώα η αγάπη μου ούτε υστερεί σε
απαιτήσεις.
Κάθε νύχτα σαν
να ’ναι η ώρα της σιγής
ερημική ακολουθία
συνηθειών
παίρνει αργά-αργά
τη θέση μιας αόρατης γαλήνης.
Είναι τότε που
κοιτάζω τους ανθρώπους στα μάτια, τη
ζωή στο μέτωπο.
Είναι τότε που
σωπαίνω, που νικώ το Εγώ, που απομακρύνομαι
ίσως γιατί
φοβάμαι μήπως εκείνο το κέλυφος που
τόσο βίαια σπάω
ενωθεί ξαφνικά
και εντός του
με κλείσει.
Αποκαθήλωση
Πίστευα
σε έναν θεό, που δεν είναι πια ο Θεός
μου.
Πρωινό
ήτανε όταν τον είδα να κατεβαίνει από
τον θρόνο του και να κάθεται σε ένα
σκαμνί απέναντί μου.
Με
κοιτούσε με όλο το φόβο της απόρριψης
κι όλες τις ενοχές μιας αμαρτίας.
Τον
είδα να προσπαθεί να χαμογελάσει, να με
ξεγελάσει.
Ο
θνητός που ήταν κάποτε Θεός μου.
Η
σάλα
Η
σάλα έκρυβε καλά το φονικό της
κάρμα,
έλεγαν οι ξένοι,
τα
καλυμμένα παράθυρα
οι
βαριές βελουτέ κουρτίνες
εναγκάλιζαν
το ημίφως
μπορντό,
απ’ τα διάσπαρτα κεριά, απ’ τα υφάσματα.
Αν
έξω ήταν μέρα ή σκοτάδι
κανείς
που έμπαινε δεν γνώριζε.
Το
φως έξω έμενε
ξεχασμένο,
εγκαταλελειμμένο.
Γιορτή,
μνήμη ή θάνατος
όλα
εκτός
τα
πάντα εντός αμετακίνητα
ως
και των κεριών οι φλόγες
κι
οι άνθρωποι, οι ψυχές
κρυσταλλωμένες,
απέστρεφαν τα βλέμματα
-συγκίνηση
καμία-·
το
πιάνο, όμως, με ήχο αν και παγερό
πίεζε
αμετανόητα τα πλήκτρα
να
συνθέσουν ρυθμό
κάποιου
βαλς μέλλοντος…