Όχι, δεν τα έτρωγε, στη χούφτα του τα έπαιρνε, τα μάλαζε,
τα θρυμμάτιζε, τα κοιτούσε κι ύστερα, έκανε νόημα από μακριά κουνώντας το χέρι
«έτσι κι έτσι». Έτσι κι έτσι η θαμμένη, ως να γίνει η εκταφή και ν’ αποδειχτεί
πως ναι, είχε δίκιο.
Ζωντανός κάτοικος της πολιτείας των
νεκρών, λιανός, μ’ ένα παντελόνι καφέ, κομμένο από σιδηρόδρομο κι ένα, δύο,
τρία πουλόβερ, το ένα πάνω στ’ άλλο για την παγωνιά, αχάραγα να πηγαίνει και να
έρχεται βιαστικός, ξωτικό ακούραστο.
«Ποτίζω, να, τις τριανταφυλλιές», μονολογούσε, «κλαδεύω τα
κλαριά απ’ τα δέντρα, στο πλάι, μην πέφτουνε φύλλα στα μνήματα και μένουν
στάμπες στα μάρμαρα».
Περιμέναμε, η φίλη μου κι εγώ. Η φίλη
περίμενε να ξεθάψει τη μάνα της, παίρνοντας στο κατόπι τα αλουμινένια καρότσια
σε σχήμα φέρετρου με ρόδες.
«Να, αυτό είναι για μας…» μας
προσπερνούσαν «όχι δεν είναι».
Ψοφούσαμε στο κρύο, πουθενά να προστατευτείς,
μόνο στα ρούχα σου. Ένας εργάτης ήρθε με
καρότσι οικοδομής, αξίνα, φτυάρι κι έσπαζε τα μάρμαρα, μούσκεμα στον ιδρώτα.
Πήγα προς το μέρος του ξωτικού. Φορούσε
γυαλιά με κίτρινα φίλτρα, απύθμενα – οι τάφοι γυαλίζουνε στον ήλιο, όταν
βγαίνει, οι αντανακλάσεις τυφλώνουνε.
«Πώς σε λένε;»
«Νίκο».
«Τι κάνεις εδώ Νίκο;»
«Περιποιούμαι τα μνήματα». Η φωνή του
σύρμα που τρίβεται σε μέταλλο, «έχω την κόρη μου εδώ, τη ‘φάγανε’, πήγε για
γέννα, τη βρήκε ο θάνατος». Σκληρό πρόσωπο, χαραγμένο, ήσυχος και καλοσυνάτος, λίγο
ακόμα θα μοιάζει στους άλιωτους.
Όσο ζέσταινε η μέρα, ο κόσμος πλήθαινε –
ήταν μετά τα Χριστούγεννα.
«Στις γιορτές δεν ξεθάβουνε».
«Γαβ, γαβ», ο άσπρος σκύλος με την
πλακουτσωτή μούρη, «γαβ, Γαβρίλης, Γαβριήλ, Γαβριήλ. Ο που φυλάει ψυχές.
Η νεκρή έπρεπε να ξαναταφεί – αυτό αποφάσισε
ο Νίκος.
Λευκά σεντόνια και κρασί, σώμα ξύλινο χωρίς
χυμούς, εικόνα στα μάτια της κόρης της. Την απόθεσαν σε καταπακτή με φρέσκο
χώμα και λευκά χαλίκια.
«Σε ένα χρόνο πάλι».
Πήγαμε να πιούμε ούζο συνοδεία τυρόπιτας
κομμένης σε τετραγωνάκια. Η επιλογή της άλιωτης κάθε που πήγαινε στους δικούς
της νεκρούς.
Πρώτη δημοσίευση:21/1/14 – 10:02 π.μ.