Μικχάιλ Μαυροθέρης
O βάτραχος
Η προγιαγιά μου, παλιά, μου έκανε δώρο μια κασέτα των Ραμόνς. Της άρεσε ο Καζαντζίδης κι αυτόν έπρεπε να ακούμε όποτε ήμασταν σπίτι της και τα βράδια διάβαζε Χαραυγή. Με τα χρόνια η γιαγιά μου έγινε βάτραχος.
Την άκουγα τα βράδια να πηδά από την κρεβατοκάμαρα στο μπάνιο. Φυλλομετρούσα το μοναδικό μου Πλέιμπου. Το θησαυρό μου. Τότε, στην εφηβεία, ή Πλέιμπου διάβαζα ή Καζαντζάκη, ή απλά κάπνιζα τσιγάρα κι έπινα ουίσκι στην κερκίδα του σχολείου.
Ήταν βασικά, μια μέρα που την κοίταξα να κάθεται στην βεράντα να διαβάζει Χαραυγή και να ακούει Καζαντζίδη στην διαπασών. Ερχόμουν από το σχολείο κι άκουγα από τ’ ακουστικά το Beat on the Brat όταν πρόσεξα στο πρόσωπο της το βάτραχο. Έβγαλα τα ακουστικά στα σκαλιά κι έμεινα με το στόμα ανοιχτό.
Της είπα: «Μα τον Joey Ramone! Είσαι βάτραχος!»
«Πιστεύω σε θαύματα, Μιχάλη μου, πιστεύω σ’ έναν καλύτερο κόσμο για μένα και για σένα», είπε κι άρχισε να κου-αξ, κου-αξ, κου-αξ-κουάξ και να αναπηδά στα πλακάκια ως τον πάγκο που είχε τα Aricept.
Τις νύχτες, στο τραπέζι χοροπηδούσε πάνω στην εφημερίδα, πάνω στο ορθογώνιο με τη φιγούρα του Δημήτρη του Χριστόφια και με κάθε άλμα προς τα πάνω γύριζε τη ροζέ σελίδα. Ενώ, έκανε την ανάγκη συνήθως στο χαλί: Κάπου στο κέντρο, κάτω απ’ το τραπεζάκι του καθιστικού.
Όταν πέθανε
τη θάψαμε.
Τη νύχτα αφότου τη θάψαμε ονειρεύτηκα
ένα όνειρο.
Κι όταν στα σαράντα με έπιασε να την σκέφτομαι πήγα και στάθηκα στο κρεβάτι απέναντι απ’ τον τοίχο με τη φωτογραφία της δίπλα σ’ αυτήν του Spider Man και είπα: «Δε θέλω να με θάψουν κι εμένα σε κοιμητήριο κατοικίδιων ζώων». Και μετά άρχισα να χοροπηδώ στο κρεβάτι.
Την επομένη, είχε εκλογές, ξύπνησα, πήγα στην κάλπη και ψήφισα ΑΕΛ.