Αντώνης Αντωνάκος

Ωδή στους πάγκους των βιβλιοπωλείων


Οι πάγκοι των βιβλιοπωλείων

είναι γεμάτοι με χάος ομορφιά
και αμφιβολία

με οδηγούς επιβίωσης και οδηγούς
μαγειρικής

Καταφθάνουν οι αναγνώστες

οι απόμαχοι

οι συνταξιούχοι

οι μισθωτοί

Μετράνε τα λεφτά τους

Παζαρεύουν διευκολύνσεις

Γυροφέρνουν τα εξώφυλλα και τα
συνοφρυωμένα αυτιά

Χαίρονται σαν ματάκηδες τα
σεξουαλικά γυρίσματα της γραμματοσειράς
Ξεφυλλίζουν με κάποια συστολή

Χαδιάρικα προσεχτικά

Ψάχνουν ένα σερσέγγι να τους
κεντρίσει

Άλλοι σαν καθολικοί παπάδες
θέλουν να ψωνίσουν ένα Έπος

Άλλοι θέλουν αποφθέγματα για το
καφενείο

Κάποιες κυρίες που τις έχει
φτύσει ο σύζυγος

ψάχνουν απεγνωσμένα εραστή

στα χοντρά μυθιστορήματα

Βγάζουν απ’ το πορτοφόλι το
χαρτονόμισμα

όπως βγάζουν τα αγάλματα

απ’ την καλτσοδέτα το παρελθόν

Αγοράζουν λίγη τρυφερότητα

για να διαιωνίσουν το φονικό
νοικοκυριό

Για να διαιωνίσουν τους εκδότες
και τους συγγραφείς

Τις αποθήκες χάρτου

Βεβαίως το βιβλίο είναι ένας
τρόπος να αμαρτήσεις χωρίς να

κολλήσεις βλεννόρροια

Να πλησιάσεις αθόρυβα και να της
σηκώσεις τη φούστα

Να χαζέψεις άσπρα καπούλια ν’
ανεβοκατεβαίνουν

Ακόμα και να θωπεύσεις

μια πράσινη θάλασσα δεκατριώ
χρονώ

χωρίς να μπλέξεις με το νόμο

Να μαστουρώσεις τζάμπα

Να κάνεις μια φοβερή αθάνατη
παρτούζα

Να δοκιμάσεις αψέντι όπιο

Ν’ ανατινάξεις πρεσβείες

Οι πάγκοι των βιβλιοπωλείων

υπήρξαν κάποτε γιορτινά τραπέζια

με ζυμωτό ψωμί ελιές και ξερά
καυτερά κρεμμύδια

Κλίνες έρωτος και αποδημίας

Τράπεζες ιεράς μονής

όπου συνέφαγαν οι καλόγριες με
τον Μεσσία τους

Οι δον Κιχώτες με τη Δουλτσινέα
τους

Πάγκοι βασανιστηρίων στα
κολαστήρια της ασφάλειας

Τάβλες σε χασάπικα και πατάρια
σε σκοτεινά ζαχαροπλαστεία

Την εποχή της παρακμής οι πάγκοι
των βιβλιοπωλείων

γεμίζουν εφιάλτες αλλάζουν χρήση

Γεμίζουν γέρικη σοφία και
περιτετμημένους σωτήρες

Γεμίζουν εγκώμια για το γούστο
του κοινού

Σαβουάρ βιβρ για κουνέλια

Κυνικούς

Όμως οι πάγκοι των βιβλιοπωλείων

γίνονται και οδοφράγματα

φράχτες σε κοτέτσια και φράχτες
σε μαντριά

Γίνονται γέφυρες

για να φτάσουν τα ποιήματα στην
άλλη όχθη

Γίνονται στέγες και σκεπές για
τους

Έρωτες

Γίνονται ασπίδες για τις παιδικές
ψυχές

Γίνονται πάλι δέντρα και γίνονται
πάλι κλαδιά

Γίνονται πάλι ξύλινα σπαθιά για
να σφάξουν

Τον φόβο το θάνατο την παγερή
μοναξιά

Γίνονται μολύβια για να γράψουν
αισχρά ραβασάκια

Γίνονται πεδία μάχης των λέξεων

Γίνονται ταμπλώ

για να ζωγραφίσουν οι μερακλήδες
τις καρδερίνες τους

Ω οι πάγκοι των βιβλιοπωλείων

που σε θέλουν λίγο να σκύψεις
πάνω τους

Λίγο να σε κάνουν δικό τους

Λίγο να σε ζορίσουν ξεγελώντας
την τρέλα σου

Λίγο να σε κάνουν θύμα και θύτη

Λίγο να σου θολώσουν τη θανατοφοβία
σου

Ω οι πάγκοι των βιβλιοπωλείων

αιχμάλωτοι σε μαγαζιά και
σκλαβωμένοι σε υπόγεια

και οι πάγκοι κάτω από τέντα στην
Κοτζιά

Έξω ήλιος φύση αέρας βροχή

Έξω η ζωή που καλπάζει

Έξω ένα φράκταλ αρπαχτικό κι
ωραίο


Κι η ζώνη του Κάιπερ ακόμα πιο
έξω