Μπουζούκια. Βαριές ζεμπεκιές για άντρες. Εγώ που αναζήτησα το Χάδι στα σκοτεινά σοκάκια του Ζαππείου και του Πεδίου και ο Στεφανίδης που έψαχνε το χάδι, στον βιοπορισμό του ορφανοτροφείου∙ είμαστε το ίδιο; Ομολογώ πως ναι.

Μετά την δολοφονία του πατέρα, η μάνα με ήθελε κοντά στην στυλιζαρισμένη μορφή του ορφανού. Δεν της έκανα το χατίρι. Αν και έχουμε άριστες σχέσεις. Την αγαπώ και μ’ αγαπάει. Πιστεύω σ’ εκείνη όπως αυτή σε μένα, αν και ο αδερφός πάει να πάρει την γκόμενα απ’ την δουλειά και γυρίζει μετά από μιάμιση ώρα -γινωμένος από αιδοίον- και εγώ γυρίζω στο μισάωρο -τις περισσότερες φορές- ελαφρά μεθυσμένος -χαρμάνης από πρωκτό- πάντα φταίω. Εγώ είμαι σοβαρός κύριος που μιλάω με το σεις και με το σας και ο αδερφός μου λαϊκό παιδί που κατεβάζει καντήλια. Δικαίως, έχει φρασεολογία αλανιού, όντας συνεργειάς. Αν και εγώ βράζω, αυτός εκτονώνετε. Και μας χωρίζει, εκτός των τέκνων της, και η Ρίκα. Το όνομα-προσωπικότητα της γάτας που δεν ομολόγησε ο Σωτήρης, και τα ξύδια που δεν ομολογεί η ίδια. Και οι πρέζες του παρελθόντος.

Ο πατέρας μου, όπως ανάφερα, δολοφονήθηκε∙ και ο πατέρας του Στεφανίδη κατηγορήθηκε για το φόνο της γυναίκας και μάνας του. Και έζησα σε ένα ανεκτό κοινωνικό περιθώριο, της κοινωνίας του χωριού, και ο Στεφανίδης σ’ ένα ψυχοφθόρο περιθώριο του Ορφανοτροφείου. Και η δύο το ίδιο είμαστε. Για τους εαυτού μας και για την κοινωνία. Είχαμε κάθε λόγο να ΜΙΣΗΣΟΥΜΕ∙ αλλά και οι δύο ΑΓΑΠΑΜΕ και κάναμε πράγματα. Και έφερε/φέρει μια βαλίτσα ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ, παιδί ορφανοτροφείου, με την ψυχή του φαινομενικά άδεια και με την αραχνοΰφαντη ένδειξη: άνθρωπος με όνειρα και ήθος∙ και έφερα/φέρω μια βαλίτσα ΝΙΚΟΣ ΛΕΚΚΑΣ, ψυχή νεκρή, ορφανός με τις ενδείξεις: πούστης, πρεζόνι, ακροαριστερός (τα τελευταία αραχνοΰφαντα). Παρόλο που η μάνα μου με ήθελε αμόρφωτο και εγώ αποπειράθηκα να σπουδάσω την ψυχή των καλλιτεχνών μέσα από τις τέχνες του καθενός, σε σχολή δημοσιογραφίας, αν και το μεγάλο μου πανεπιστήμιο ήταν τα Εξάρχεια, και η μάνα του (απ’ ό,τι κρίνω, ΙΣΩΣ να προτιμούσε τη μη παρουσία του, όχι στην ζωή της αλλά τη μη παρουσία του, γενικώς) σπούδασε στο ανοιχτό πανεπιστήμιο ελληνικό πολιτισμό.

Κοιμόμουνα σε μια καριόλα δίπλα στο κρεβάτι της μάνας μου και ο μικρός μου αδερφός στο ίδιο διπλό κρεβάτι, με την μάνα μου στο μέρος του απόντα. Και ο Στεφανίδης κοιμόταν μόνος σε καριόλα σαν την δική μου, σε ομαδικό δωμάτιο, με κάμποσα κρεβάτια και η παρουσία του χαδιού σε ‘μένα από μια γυναίκα πάντα στα μαύρα και η παρουσία του χαδιού στην ενδεχομένως με εμπριμέ μάνας του σχεδόν στην φαντασία του.

Και είχαμε κάθε λόγο -και κανένα- να αποκτήσουμε παρεκκλίνουσες συμπεριφορές. Κάποιοι από μας το τόλμησαν. Ο Στεφανίδης έγινε ένας από τους πολλά υποσχόμενους βραβευμένους συγγραφείς, εγώ πρεζάκι σε χρόνια αποχή από τις ουσίες, οι φίλοι μου φαντάσματα, και οι συν-οικότροφοι του Στεφανίδη δεν αναφέρει τι.

Σε μια ραδιοφωνική του συνέντευξη στο Δεύτερο, όταν ρωτήθηκε, από σεβασμό, απέφυγε εντέχνως να απαντήσει. Είπε μόνο ότι δεν είναι ο αυθεντικός μάρτυρας του ορφανοτροφείου, αυθεντικοί μάρτυρες είναι εκείνοι που χάθηκαν∙ μια άποψη που θυμίζει έντονα το Πρίμο Λέβι.

Πριν καιρό η επιστήθια φίλη Κατερίνα Μάτσα με κάλεσε σε φιλικό χώρο (σε μπαρ φίλου-συντρόφου των Εξαρχείων) σε παρουσίαση βιβλίου με κεντρική ομιλήτρια την ίδια για τις μειονότητες. Ο λόγος για το βιβλίο του Αλέξανδρου Στεφανίδη «Το Χάδι» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Άγρα. Δεν μπόρεσα να πάω. Άλλα η εισήγησή της κυκλοφορεί ελεύθερα στο διαδίκτυο. Ως γνήσια τροτσκίστρια η Μάτσα εστιάζει στις συμπεριφορές των ισχυρών στην επταετία (ο Στεφανίδης γεννήθηκε το 1962 και στα χρόνια της ζωής του στο ορφανοτροφείου η Ελλάδα είχε στρατιωτικό καθεστώς) και εγώ που δεν μπήκα στα παιδικά μου χρόνια σε ίδρυμα (μπήκα μετά σε ψυχιατρεία) και ούτε έζησα την χούντα (την ψυχή μου πάντα φασιστικά ιδεώδη την βίαζαν) αποφάσισα να τον συναντήσω…

Νίκος Λέκκας