Βασίλης Μπαρούτης
Το ξαλάφρωμα
Ο μπαρμπα-Ανέστης περπατούσε μεθυσμένος σα βάρκα στη φουρτούνα. Ήταν από ώρα που ’χε αφήσει τον καφενέ κι έκανε κύκλους ψάχνοντας το σπίτι του. Σκοτάδι όμως στις γειτονιές κι όλες οι αυλές ίδιες. Τριγυρνούσε και, ταυτοχρόνως, σήκωνε το παντελόνι του που το ’χε χαλαρώσει, για να μην τον σφίγγει. Για την ακρίβεια, ξελάσκαρε πρώτα τη ζώνη και μετά ξεκούμπωσε και το πάνω πάνω κουμπί. Σαν κλόουν φάνταζε να περιφέρεται με τα μισά ρούχα στον καβάλο, έτοιμα να πέσουν, καθώς πατούσε στις φτέρνες, για να εμποδίσει τον κατήφορο στα δυο του μπατζάκια. Ήταν λάθος να φύγει από τον καφενέ χωρίς να πάει πρώτα στη τουαλέτα, μετά από τέσσερεις ρετσίνες και δυο-τρεις μπίρες, όμως αν δεν έβγαινε εκείνη την ώρα έξω στον αέρα, θα ’πεφτε κάτω. Καθώς σβαρνούσε τα βήματά του μες στη νύχτα, μη βρίσκοντας την πόρτα της αυλής του, άρχισε να αναζητά απεγνωσμένα ένα απόμερο σημείο να ανακουφίσει την πρησμένη του φούσκα. Η κυρά τού είχε φτιάξει φασολάδα, της οποίας ο μπαρμπα-Ανέστης της άλλαξε το όνομα πριν φύγει για έξω. Θυμάται αμυδρά τον εαυτό του να λέει κατεβάζοντας αμάσητα τα φασόλια, «όνειρο αυτό το φαί, Μαρία, φέρε κι άλλο πιάτο» και να μετανιώνει. Το φούσκωμα που ένιωθε στα εντόσθια, τον πίεζε τόσο πολύ, που ακόμα και το χέρι στο λυμένο ζωνάρι το ’νιώθε σαν κορσέ, δεμένο με λουριά.
Καθώς κόντευε να κατουρηθεί πάνω του, και οι πρώτες σταγόνες είχαν από ώρα μουσκέψει το σώβρακο, χώθηκε σε ένα στενό, αποκομμένο από τα πολλά σπίτια, δίπλα σε μια μάντρα, και τράβηξε κατά το δυνατόν πιο σκοτεινό σημείο. Εκεί έλυσε ό,τι είχε μείνει, που κρατούσε τα παντελόνια του, και άρχισε να κατουράει. Ένιωθε ολόκληρος σαν ένα μπαλόνι που συνεχώς φουσκώνει και από στιγμή σε στιγμή η ελαστικότητά του θα το προδώσει με ένα απότομο μπαμ και σκόρπια κομματάκια λατέξ γύρω γύρω.
Αμέσως όμως, μόλις το χώμα κάτω απ΄τα πόδια του άχνισε και μύρισε ξινίλα, το μπαλόνι ξαναμαζεύτηκε και μαζί του χαλάρωσε και ο κάτοχός του. Άρχισε, όμως, εκείνο το τσούξιμο στην ουρύθρα που ‘χε πάντα όταν τα κοπανούσε και έπιασε να ονειροπολεί για να ξεχάσει τον πόνο του. Θυμήθηκε τότε που ’ταν μικρός και η μάνα του τον κηνυγούσε, γιατί το έσκαγε από το σχολείο και πήγαινε κρυφά στο σινεμά με την κυρα-Μαρία, τότε συμμαθήτριά του και κόρη της γειτόνισσας. Ο συνοικιακός κινηματογράφος, η μόνη ασχολία στη γειτονιά, απ’ τα γεννοφάσκια του, είχε ξεσκεπάσει τα όνειρα και τη φαντασία των παιδιών που μεγάλωσαν εκεί. Το οίκημα στη μετέπειτα εξέλιξη έγινε γυμναστήριο και τα δάκρυα των συγκινήσεων της νιότης του μπαρμπα-Ανέστη έγιναν ο ιδρώτας της άλλης γενιάς που πάλευε να σκεπάσει τα δικά της όνειρα, κάτω από βολικά βάρη και στατικά ποδήλατα.
Καθώς περνούσαν οι στιγμές, η μπίλια της σκέψης του γύρισε πολλά χρόνια μετά τα ανέμελα εκείνα καρδιοχτύπια, και στάθηκε στην πρώτη του φορά με εγκεφαλικό, στον πόνο που ’νιωσε σκέτο καρφί να του τρυπάει το κρανίο και ένα απότομο μούδιασμα στη μούρη, μικρές μικρές ακίδες κι όλα μπροστά του να χάνονται. Ακόμα και ο νους του δεν πρόλαβε να τα φτάσει. Φοβήθηκε ότι με τέτοια απότομη χαλάρωση θα το ξαναπάθει το κακό και άρχισε να μαζεύεται και να προσπαθεί να βγάλει απο μέσα του ό,τι υγρό είχε πιει τις τελευταίες ώρες. Πού όμως τέτοια τύχη! Όσο κατούραγε τόσο περισσότερο ένιωθε το οξύ τσούξιμο που έκανε τα σωληνάκια του να γδέρνονται και να τα νιώθει ότι δεν αδειάζουν, αλλά ξαναγεμίζουν με μύρια τοσοδούλικα ξυραφάκια. Ευτυχώς, η μυρωδιά από το βρεγμένο χώμα στα ρουθούνια του τον έκανε να καταλάβει ότι τελικά ξαλάφρωνε κι έτσι τέντωσε μπροστά το κορμί του και τίναξε το χέρι που κρατούσε το μόριό του πάνω-κάτω για να απαλλαχθεί από τις τελευταίες πινελιές της φθαρμένης του φύσης που ’βρεχε τον χωμάτινο καμβά ανάμεσα στα πόδια του. Καθώς ανακουφισμένος έφευγε σφυρίζοντας της αγάπης το σκοπό από το στενάκι, άνοιξε ένα παράθυρο από πάνω και του ’ρθε παγωμένος ένας κουβάς νερό στο κεφάλι μαζί με τα βρισίδια της νοικοκυράς που ‘τυχε να της κατουρήσει το πίσω στενό ένας ακόμα μεθυσμένος μπάρμπας.