ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
Παραδόξως σκέφτομαι πως έγινα πουλί
Κι άρχισα να περπατάω στον ουρανό.
Στο δρόμο μου συνάντησα ανθρώπους
Πάνω σε ποδήλατα να τρέχουν
Αποφεύγοντας με ζικ ζακ τα σύννεφα
Σκυλιά με κεφάλι φεγγαριού
Που μόλις είχαν σχολάσει
Απ’ τα εργοστάσια της κόλασης
Κι έναν επαίτη σε μια γωνιά
Να μετράει άστρα απ’ το καπέλο του.
Νόμιζα πως ήμουν νεκρός
Πως είχα χάσει την οπτική επαφή με τη
γη.
Δεν μπορεί, λέω, κάποιος δαίμονας θα με
εξαπατά.
Αλλά σε λίγο είδα τον πατέρα μου να
πλησιάζει
Βγαίνοντας μέσα απ’ τη φωτογραφία
Νέος κι αγέρωχος σαν έφηβος
«Τι θέλεις εδώ;» μου είπε
«Τίποτα, ήρθα να σε επισκεφτώ
Δεκαπέντε χρόνια λείπεις
Και νόμιζα πως έγινες πουλί».
ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΙΣ
Κάποιες φορές έξω απ’ το σπίτι
Με περιμένει μια γάτα
Με δυο κεφάλια και φτερά.
Στην αρχή νόμιζα πως απέδρασε
Από πίνακα ζωγραφικής
Ή ότι έπεσε απ’ τον ουρανό
Κατά τη διάρκεια μιας καταιγίδας.
Όμως δεν ήταν πραγματική γάτα
Αφού να φανταστείτε
Άρχισε να κυνηγάει τους κλέφτες
Και να γαβγίζει στα αυτοκίνητα
Ξέθαβε κόκαλα απ’ το χώμα
Και με κοιτούσε στα μάτια με συμπόνια
Όταν έβγαζα απ’ την τσέπη τα κλειδιά.
Μερικές φορές έξω απ’ το σπίτι
Με περιμένει ένα πουλί.
Βαρέθηκε τον εγκλεισμό του στους
ουρανούς
Κι αποφάσισε να πεθάνει με φυσικό τρόπο.
Όμως η γάτα πια δεν υπάρχει
Κι ο σκύλος που της έμοιαζε
Εξαϋλώθηκε στο φεγγάρι
Μονάχα τα φτερά του πετούσαν
Πάνω απ’ τις πολυκατοικίες
Και τα τέσσερα μάτια του
Κρεμασμένα στις κολόνες
Φώτιζαν τη βραδινή μου οδύνη.
Μα τι απέγινε το πουλί;
Διαπίστωσα πως τον τελευταίο καιρό
Μέσα στο σπίτι μου
Ακούγονται φωνές νεκρών ψαριών
Απ’ τους πίνακες ζωγραφικής.