Απόσπασμα από το μυθιστόρημα Το τραγούδι του λύγκα, Εκδόσεις Γρηγόρη, 2011
Έλυνε τα
μαλλιά του ο Ιάσονας, τα χάιδευε, καθώς ωχριούσε πλέον ο όποιος λόγος θα τον
οδηγούσε στην παρούσα φάση να συνεχίζει, σφίγγοντάς τα με τη μοβ κορδέλα, να
εκμηδενίζει φιλοκίνδυνους εξωγενείς παράγοντες, που ίσως και να γίνονταν
προηγουμένως αιτία παρεξήγησης στη μεταξύ τους σχέση. Να γίνονταν αιτία
παρεξήγησης στη μεταξύ τους σχέση αν
ο Ιάσονας επέμενε να είναι σκόρπιος,
δίχως προστασία από μοβ κορδέλες αειθαλείς μα έρμαιο σ’ εκείνα τα πένθη τα
φυλλοβόλα, τα αμίλητα, τα λυτά σαν τα μαλλιά του, που κατατρώγουν τους λυκάνθρωπους
κατά την ώρα της ερωτικής συνεύρεσης.
Κανείς τους δε μιλούσε.
Βαρκούλες κιτρινισμένα φύλλα έξω απ’ το κελάρι
κουβέντιαζαν το βρόχινο νερό, έσπαζαν τη μονότονη αλαλία.
Ρομαντική επιστροφή στην αθωότητα.
Πέταξε ο Ιάσονας στα δεξιά τη μοβ κορδέλα. Πάνω σε μια
παλιά κασέλα από σίδερο, κοσμούμενη στο άνοιγμά της από ένα χάσκον στόμα
μπρούντζινου λιονταριού, γερά δεμένου με μιαν άλικη μεταξωτή κορδέλα γύρω
γύρω. Ήταν ξεθωριασμένο το μετάξι, μα τίποτα δε σταματούσε τη γεύση κοσμιότητας, που αντικατοπτριζόταν στο
σαρκοβόρο άνοιγμα του λιονταριού. Μέσα σε ίνες υφασμάτινες, αποφλοιωμένες απ’
το χρόνο, ψυχορραγούσε πιθανώς το τελευταίο γεύμα του θηρίου και βασιλέα και
κραταιού μνημοσημάντορα νομοτελειών που ήταν πλέον ξεχασμένες.
Τη συνεπήρε η
ευταξία του θηρίου, έμεινε αποσβολωμένη να σχοινοβατεί ανάμεσα σε μύθους και
πραγματικότητα, στρέφοντας μια προς εκείνο, μια προς τον Ιάσονα το βλέμμα, σαν
να αναζητούσε έτσι, ασυνείδητα, να εντοπίσει κάποια νήματα, όχι και τόσο
ευδιάκριτα, που όμως θα συνέδεαν τον άνδρα με το ομοίωμα. Είχε τόσο μεγάλη
ανάγκη να στήσει ένα μύθο, έναν
καινούργιο μύθο που να δανείζει εικόνες, πρόσωπα, πλοκή, να της διασφαλίζει
λόγους για να ελπίζει. Τον τελευταίο καιρό όλα είχαν γίνει τόσο ανέλπιστα. Το
μόνο που σκεφτόταν, ύστερα από τα θλιβερά επεισόδια με τον Αλκιβιάδη, ήταν
τίποτα, διαλυμένη, τίποτα, θυσιασμένη, τίποτα, πού αυτή; Τώρα έβλεπε τυλιγμένο
το λιοντάρι μες στον αιμάτινο μανδύα του με αξιοσέβαστο το ρόλο του πάνω στην
κασέλα, καθορισμένο, αυστηρό, μπορεί τρομακτικό και παλαιό, μπορεί αυθάδη ή προσηνή,
ίσως επεκτατικό ή εμβόλιμο, μπορεί επιθυμητό ή ακόμη και κατάπτυστο.
Μα ρόλο δικό του. Διάολε!
Απόσπασμα από το αφήγημα Το ημερολόγιο του κυρίου Ο (Tο πλεκτό και άλλες πλεκτάνες, ΑφηΓηματα αναΔρομων πΛεξεων, Εκδόσεις Ars Poetica, 2013)
Στα «τσίγκινα» βρίσκεις αντικείμενα αξίας ή ευτελή, χωρίς
καμία διάκριση στον τρόπο που τοποθετούνται στη σειρά, όπως συμβαίνει και με
τους τάφους στα νεκροταφεία, που όμως, όπως και να ’χει, είναι χρήσιμα ακόμη,
εάν είσαι λογικός και οικονόμος, χωρίς ισχυρές φοβίες για μικρόβια ή για εμποτισμένα ίχνη από το παρελθόν τους. Λένε
πως αν τα βάλεις σε αλάτι με νερό φεύγει όλη η ενέργεια που κουβαλούν. Μπορείς
να βάλεις και τα παπούτσια σε αλατόνερο; Θ’ αγόραζα ένα ζευγάρι, αλλά αναπτύσσω
μύκητες συχνά. Οι έμποροι τα προμηθεύονται κυρίως από το σκουπιδότοπο, όταν
βαριούνται να πάρουν το μετρό ή όταν πιάνει κρύο, ή από μεγάλους κάδους έξω απ’
το νεκροτομείο, οίκους ευγηρίας, σπίτια υπό κατεδάφιση, και, μερικές φορές
μόνον, τα κλέβουν σε εστιατόρια και μπαρ ή στην κρεαταγορά της Κυριακής, διότι
συχνάζουν εύποροι εκεί.
Ο Ανατόλιο, το ξέρω, είχε
αγοράσει από έναν ναρκομανή όλες τις κούπες για καφέ και λίγα πιάτα από κάποιον
που είχε κατηγορηθεί για βιασμό, αλλά αθωώθηκε (όλοι οι βιασμοί αθωώνονται εδώ,
λογική κοινή, κανείς δεν επιτίθεται αν δεν τον προκαλέσεις), όλα πορσελάνη, μ’ ένα μικρό ελάττωμα, χρώμα
ξεβαμμένο ή ρωγμές. Δεν έχει σημασία το ψεγάδι, φτάνει να διατηρείται η ποιότητα, η ανάμνηση, ας πούμε, μιας κάποιας άγνωστης κυρίας των γνωστών
κύκλων, που ο Ανατόλιο μισεί. Πολύ καριόλες τις θεωρεί όλες αυτές! Είναι και πλεονέκτημα οπωσδήποτε να
οικειοποιείσαι για ένα τίποτε τα φθονερά σου αντικείμενα κι όλα τα ιδεατά που
σου τη σπάνε. Δεν είναι; Ό,τι μισείς να το κατέχεις και να του φέρεσαι όπως
θέλεις; Τα πιάτα τα είχαν τυλίξει σε παλιές εφημερίδες, και ο Ανατόλιο τα έβαλε
σε πλαστικές σακούλες, τα φλιτζάνια τα έχωσε στις τσέπες του, με κείνο το
ειρωνικό χαμόγελό του και τον πηδηχτό βηματισμό, που πάντα τον παρασέρνει ατσούμπαλο αλλά
αλαφροπάτητο μακριά απ’ τις παράγκες. Εκεί πάει περίπατο συχνά, του αρέσει να κάνει στο πράμα μάτι,
τότε ανάβει και τσιγάρο, σουφρώνει τα φρύδια και φουμάρει όλη την υγρασία απ’
το πάρκο. Τα μαλλιά του είναι συνήθως λιγδωμένα, τα παντελόνια του
σβαρνίζονται στ’ αθλητικά παπούτσια του,
κι όλο και κάτι βρισιές ψιθυριστές θα απονείμει σε κάνα φύλλωμα που κόβει το
δρόμο του απερίσκεπτα.Ε, και; Δεν γαμιέται!Τίποτε δεν σ’ εμποδίζει να γεύεσαι στα «τσίγκινα» την
εκλεκτότερη ατμόσφαιρα των σαλονιών, τάχα την ώρα του τσαγιού, με τα
φρεσκοψημένα μυρωδάτα κέικ, το πράσινο σαπούνι με τη γλειμμένη καθαριότητα στη
μύτη και στο πάτωμα, το άρωμα της οικοδέσποινας. Στη δεύτερη τζούρα του συνήθως
(έχει τη συνήθεια να σφίγγει τ’ αρχίδια του συχνά, τα εποπτεύει;) οσμίζεται,
προφανώς, τα δάχτυλα της μεγαλοκυρίας ν’ αγγίζουν μαζί με το φλιτζάνι και τα
περιποιημένα χέρια ενός καλοβαλμένου καλεσμένου, και τότε είναι που επιτρέπει
στη γλώσσα, αντί για νικοτίνη, καβουρντισμένα αμύγδαλα περιχυμένα με μέλια και
σιρόπια. Ο μπαγάσας!
Η Νταγιό, το ξέρω, δεν
είχε αγοράσει τίποτε ακόμη, είναι προσγειωμένη,
δεν κάνει σχέδια, ούτε έχει τόσο μεγάλη φαντασία
να βγάζει από τη μύγα ξύγκι και τσαγιερά μέσα στο πάρκο. Αφήνει τις εποχές
να ανασκουμπώνονται πάνω της βαριά. Όπως κι όλα τα αποφόρια που κουβαλούσε από
παιδί, όταν υπήρχανε στο σπίτι, δεν είναι πάντα εύκολο να βρεις στο σωστό μέγεθος
περίσσευμα ή και σε μεγαλύτερο ακόμη, αλλά πάντα τα ψιλοκατάφερνε η Νταγιό, και
είναι πολύ μαστόρισσα στο να φορά μόνον νεκρές εικόνες, που δεν της επιτρέπουν κανένα πλέον
αποκούμπι. Η φαντασία
μάλλον καταργείται, από το βάρος
της απώλειας, στο σώμα. Έτσι πιστεύω πως το σώμα εξουσιάζει ό, τι το
αγγίζει. Από φόβο. Πώς είναι να κουβαλάς ό, τι δεν σου ανήκει εξαρχής; Το
περιττό ή το περίττωμα του άλλου;
Προδημοσιεύσεις
Φλάμπουρο
Στην κορφή του γκρεμού
τη νύχτα δαμάσαμε στη
γλώσσα
γοερά μωρά χωρίς τροφό
μ’ έκθετα δάχτυλα
τρατάραμε στο σώμα τους
ιλίγγους
Ο ορειβάτης δράκοντας
μας κάρφωσε φλάμπουρο στο
όρος
Τη γλώσσα γυρίσαμε κουβέρτα
κι έκτοτε κυματίζουμε
βουβοί
Η επίσκεψη
Ένα πλήκτρο αστερία δεν μπόρεσε ν’ αρμέξει
με τη σπιρτάδα από άλμη ούτε μια ρώγα σταφυλιού
που αναφλεγόταν ερήμην μας σε οιωνούς κληματαριάς
ραντίζοντας μ’ άγριο
θέρος τις σκιές μας όταν
η θάλασσα με ομοβροντία κοχυλιών πέταξε
το μαύρο γάντι στο σεντόνι κι έβαλε τα γέλια έτσι
όπως μας βρήκε να θωπεύουμε στον ύπνο μας
τα χείλη μ’ αμβροσία απ’ τον ιδρώτα κάποιου εφιάλτη
αγκαλιασμένους σ’ αιματοχυσία ρητορείας
για την αλμύρα στο έγκαυμα και τη συνείδηση στο χάος
Βιογραφικό
σημείωμα
Η Ιφιγένεια Σιαφάκα
γεννήθηκε στην Αθήνα. Αποφοίτησε από το τμήμα Κλασικής Φιλολογίας του
Πανεπιστημίου Αθηνών και έκτοτε έχει εργαστεί ως εκπαιδευτικός, κειμενογράφος,
μεταφράστρια και επιμελήτρια εκδόσεων. Έχει ασχοληθεί με το θέατρο και τη
γραφιστική. Από τις εκδόσεις Γρηγόρη κυκλοφορούν βιβλία απευθυνόμενα σε
σπουδαστές και εκπαιδευτικούς. Έχει εκδώσει επίσης: Μια ματιά στη νεότερη ευρωπαϊκή λογοτεχνία (Γρηγόρης, 2000), Το τραγούδι του λύγκα (Γρηγόρης, 2011,
μυθιστόρημα), Το πλεκτό και άλλες
πλεκτάνες, αφηΓηματα αναΔρομων πΛεξεων (Αrs Poetica, 2013), Μετάlipsi (Γρηγόρης, 2015, ποίηση σε
πρόζα). Άρθρα, κριτικές και αποσπάσματα δημιουργικής γραφής έχουν δημοσιευτεί
σε περιοδικά και συνεχίζουν να δημοσιεύονται έως σήμερα. Ζει στις Βρυξέλλες.
Ιστοσελίδα: Ενύπνια ψιχίων –ifigeneiasiafaka.com