ΤΟ ΚΟΥΚΛΟΣΠΙΤΟ – ΣΥΜΒΑΣΗ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ




Όπως παλιές φωτογραφίες που έχουν τα χρώματα και την ευγένεια του τότε καλού
καιρού έτσι και με τη φετινή παράσταση της Λουρμπά. Η Λουρμπά δεν έρχεται να
πρωτοτυπήσει στη σκηνοθεσία, δεν υπακούει στα μηνύματα της μεταμοντέρνας
λαίλαπας, είναι μακριά από το αγοραίο, το δήθεν, ίσως και με το αμφίθυμο της
σιωπής. Το επιδιωκόμενο είναι η ανάδυση του κειμένου, να ακουστεί το κείμενο.
Είναι το κείμενο που ντύνει με σιωπηλές κραυγές που προσωποποιούν οι άψογοι
ηθοποιοί της.Να ακουστεί ο λόγος του Ίψεν σε μια προβλέψιμη σκηνοθεσία αλλά
ακριβώς γι’ αυτό σπουδαία: χωρίς τερτίπια και φτιασίδια, με τη λιτότητα και την
απλότητα ενός μοναστηριακού αξιώματος μας δίνει την ουσία του Ίψεν ακέραιη. Έτσι,
ανάγοντας το θεατρικό λόγο στον καθημερινό λόγο, ακούμε χωρίς κραυγές, χωρίς κηρύγματα,
χωρίς ηθικές καταγγελίες τη φύση των ανθρώπινων σχέσεων, της οικογενειακής συνθήκης, των κρυμμένων μυστικών, του νοήματος της ζωής που οι άνθρωποι ωστόσο
δεν μοιράζονται ποτέ.

Ο Ίψεν μέσω της γραφής του και η Λουρμπά μέσω της σκηνοθεσίας του επιζητούν τη θεραπεία:
την α-λήθεια. Θέλω να ξέρω ποια είναι η πραγματικότητα, ποιος είναι ο κόσμος,
το λευκό αν είναι λευκό ούτε καν άσπρο. Ακριβώς αυτή η θεραπεία προσφέρεται και
στο θεατή: τι είναι αλήθεια σε μια σχέση; Τι είναι αλήθεια στη σχέση με τον
εαυτό μας;

«Ούτε ένας καημός να σου γεμίζει την ζωή», λέει κάποια στιγμή ο Ίψεν. Ναι, ένας
καημός στη θέση μιας κενής ζωής, μιας νεκρής ζωής. Ένας καημός στα όρια της
ρήξης με την πραγματικότητα, στα όρια της τρέλας όπως την ώρα που φεύγει και
δεν την χωράει πια ο τόπος, η σύμβαση, η συνθήκη, το ψέμα. Αυτή που ψεύδεται
επί οκτώ χρόνια ανακαλύπτει την αλήθεια αλλά με τι τίμημα!.. Μόνη, μ’ έναν
καημό για νόημα πια της ζωής της. Μόνη, χωρίς άντρα, χωρίς παιδιά, χωρίς
φίλους, έτσι όπως γεννήθηκε, να ξαναβρεί από την αρχή την

αλήθεια των πραγμάτων.

Ο Νίτσε έλεγε ότι έχουμε ανάγκη το ψέμα για να αντέξουμε τη
ζωή και ο Ίψεν χαρακτήριζε το νόημα της ζωής ως ζωτικό ψεύδος. Ακριβώς σαν τη
Νόρα που αποκαλύπτοντας το ψέμα της αποκαλύπτει το ψέμα της αλήθειας των άλλων.

Θα φύγει, ένα πληγωμένο αγρίμι που πάει να ζήσει, να τρελαθεί ή να πεθάνει.

Αυτό είναι το τίμημα του «ξέρω», του «κατάλαβα». Σαν τον
Οιδίποδα που τυφλώνεται όταν βλέπει.Η ανάδειξη του κειμένου από την σκηνοθετική
μαεστρία της Λουρμπά υποκινεί την εξελικτικότητα των ηθοποιών στη σκηνή οι
οποίοι σ’ ένα μάθημα υποκριτικής δεινότητας μοιάζουν σαν να διαβάζουν το
κείμενο, σαν να μην παίζουν, σαν να έχουν στραφεί προς τους θεατές και να μας
λένε: «εμείς δεν θα σας πούμε τίποτα, ακούστε το κείμενο». Εξάλλου η υποκριτική
τους γκάμα αποσκοπεί στο να τους συγκρατήσει και να μην τους παρασύρει ο συνήθης
θεατρινίστικος ναρκισσισμός.

Ο γιατρός-Κώστας Κονταράτος- πειστικότατος στην πάλη με την
εσωτερικότητα του, ο σύζυγος-Ξενοφών Χατζής- όπως πρέπει να είναι ένας
καιροσκόπος σύζυγος, η φίλη-Αννίτα Μαυρομιχάλη- σωστά δαρμένη από το χρόνο και
τη σοφία των παθημάτων, ο Γκρόγκστατ-Σπύρος-Ανδρέας Παπαδάτος- αν και
πληθωρικός κάποια στιγμή, ισορροπεί τέλεια στο δύσκολο ρόλο του.

Θ’ αναφερθώ ιδιαίτερα στη Νόρα, το ευαίσθητο αυτό ηχείο του λόγου που συνδυάζει
την σπλαχνική έκφραση με τη λογική εγκράτεια προσφέροντας μας ένα έξοχο
παράδειγμα ερμηνείας αυτού που ο Ντιντερό αποκαλεί «το παράδοξο του ηθοποιού».

Κοστούμια, άψογα.Μουσική, υπάρχουν καλύτερα του Γκρίεγκ και
του Σιμπέλιους.

Μικρή ένσταση για το φωτισμό του οποίου η σκληρότητα δεν συμβάλλει όσο θα
μπορούσε στην ατμόσφαιρα της παράστασης.

Η Λουρμπά τα τελευταία χρόνια αναδεικνύεται μία μεγάλη
ιέρεια της θεατρικής μυσταγωγίας του Ίψεν, μία φυσιοδίφης-ερευνήτρια στις
κρυμμένες κόχες των κειμένων του. Κάνει θέατρο και μας το λέει ότι κάνει
θέατρο: δεν θέλει να μας παρασύρει στην μαγεία αλλά στον λόγο της καθημερινότητας.
Κάτι μεταξύ του Μπρεχτ και του Μανέ στην ζωγραφική όταν μας λέει ότι ο πίνακας
είναι πίνακας και όχι αναπαράσταση του κόσμου.Η Λουρμπά μας επιστρέφει στην
βεβαιότητα των αξιών, σε ένα στέρεο θέατρο, σε αυτό που ο θεατής φεύγοντας
χωρίς να γνωρίζει ίσως τον Αριστοτέλη φέρνει