Του Πέτρου Γκολίτση

«ΤΟ ΜΕΛΛΟΝΤΑ ΓΕΝΑΜΕΝΟ
ΠΑΡΟΝ»

ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΠΟΡΕΙΑ ΔΥΟ
ΠΛΕΥΣΕΩΝ:

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΖΑΚΥΘΟΣ ΤΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ

ΚΑΙ Η ΤΖΕΝΗ ΜΑΣΤΟΡΑΚΗ


A) (ΑΝΤΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ)

Το αινιγματικό και αναντικατάστατο αριστούργημα
της λογοτεχνίας μας, η Γυναίκα της
Ζάκυθος,
του γενάρχη της ποίησής μας Διονυσίου Σολωμού, θα μας βοηθήσει να
δούμε και να κατανοήσουμε και άλλες πτυχές και κινήσεις του τόσου ιδιαίτερου
και κομβικού έργου της Τζένης Μαστοράκη. Οι συνθέσεις Ιστορίες για τα βαθιά και το Μ’
ένα στεφάνι φως
ενώ έρχονται θα λέγαμε από εκεί, επίσης αξιώνουν να σταθούν
πλάι σε αυτή την κορυφή της τέχνης μας ισάξια, αυτόνομα και «συμπληρωματικά».
Ας δούμε όμως πώς.

Ενδεικτικά και εισαγωγικά
το βιβλικό, υπαινικτικό, συχνά γκροτέσκο −ωστόσο λεπτουργημένο− ύφος είναι
κοινό στα εν λόγω έργα και των δύο δημιουργών και επίσης συγγενεύουν σαφώς τόσο
ως προς την αφήγηση των οραμάτων και των εφιαλτικών τόπων, όσο και ως προς την
πηγαία αμεσότητα του προφορικού, σκηνικού ή παραμυθητικού λόγου, αντίστοιχα
στον Σολωμό και στην Μαστοράκη. Επίσης τα έργα αυτά αν και «εμφανίζονται ως
τυπικά πεζά, μετεωρίζονται φαινομενικά μόνο ανάμεσα στο πεζό ή στο ποίημα,
παραμένοντας βεβαίως ποιήματα, στη σάτιρα (θα δούμε παρακάτω πώς) ή στο λυρικό
έργο, στο όραμα ή στη ρεαλιστική αφήγηση, συναιρώντας ουσιαστικά όλα τα
παραπάνω «αντιθετικά ζεύγη».

«Ο πηγαίος προφορικός
λαϊκός λόγος» της Γυναίκας της Ζάκυθος, μας
λέει σωστά η Μαρία Δεληβοριά, «έχει αφομοιώσει θαυμαστά από τη μία το λεξιλόγιο
της επτανησιακής σάτιρας, του δημοτικού τραγουδιού, της κρητικής ποίησης, των
λαϊκών διηγήσεων και χρονικών κι από την άλλη το βιβλικό και προφητικό ύφος από
την «Αποκάλυψη» του Ιωάννη κι από την «Υπερκάλυψη» του Φώσκολο, προσδίδοντας
στην αφήγηση το κύρος μιας οραματικής κι αποκαλυπτικής αλήθειας […] η τολμηρή
αυτή ιδιοφυής ανάμειξη ετερόκλιτων στοιχείων μεταστοιχειώνεται σε έναν αέναα
σύγχρονο νεοελληνικό λόγο σπάνιας ενάργειας»[1].
Στη φορά των παραπάνω λοιπόν, εξαιρώντας τα προφανή, προσθέτουμε, όπως ήδη
είδαμε, τον Τάκη Σινόπουλο και τονWilliamBlake,
αλλά και τον Ανδρέα Κάλβο και τονSamuelTaylorColeridge, καθώς και τον παραμυθητικό γερμανικό λόγο του Πετροτσουλούφη ενδεικτικά, του Δόκτορος
Ερρίκου Χόφμαν, με τους ακρωτηριασμούς και τα άλλα τα «τιμωρητικά», που τόσο
μας γοητεύουν μες στην ιδιορρυθμία τους, παρασέρνοντας μας σε ένα άλλο σύμπαν,
άλλης υφής και σχέσης. Με την ανάμειξη αυτή επιπρόσθετα, των «ετερόκλιτων
στοιχείων», όχι απλά να μεταστοιχειώνεται σε έναν λόγο «σπάνιας ενάργειας»,
αλλά να διατηρεί στη σμίλευση και στην κίνησή του την ομορφιά, τη δύναμη και
την γνησιότητα του σπουδαίου καλλιτεχνήματος που παραμένει αναγνωρίσιμο όχι
μόνο στο σύνολο της εκφοράς του, αλλά και στα απομονωμένα του μέρη και κομμάτια
που φέρουν αυτούσια, συμπυκνώνοντας, την ποιότητα και την ουσία της δημιουργού
τους.

Τα δύο έργα της σύγχρονης
μας ποιήτριας διαφοροποιούνται ωστόσο από τη Γυναίκα της Ζάκυθος καθώς δεν κάνουν χρήση της σάτιρας, τουλάχιστον
όχι όπως συναντιέται αυτή στον Σολωμό, που χτυπάει τα κακώς κείμενα ως κάτι το
εξωτερικό και ξένο. Στην Μαστοράκη είναι το ίδιο το «κακό» που μετατοπίζεται
στον φορέα-δημιουργό του λόγου και ως τέτοιο αντιμετωπίζεται εκεί σε μια πάλη,
ως κάτι το οικείο, ως το διόλου ξένο. Έτσι δεν είναι παράξενο που η ποιήτρια
οσμίζεται τους τόπους των εγκλημάτων, ως κάποια μάλιστα που όντως είδε τα
εγκλήματα και ίσως −έστω ενσυναισθητικά− να γεύτηκε το αίμα. Κι εκεί είναι που
ενδεχομένως να εμφανίζεται και η ανάγκη της για το ποίημα-ξόρκι («Φέγγε του, φέγγε
του να περπατεί και πάγωσε…», βλ. και το «Ξόρκι» στο Ιστορίες για τα βαθιά) ή και το ποίημα ολικά ως ξόρκι. Η ποιήτρια
αδυνατώντας λοιπόν να συμμετάσχει στα ανθρώπινα, βραχυκυκλώνει ως σύγχρονο
υποκείμενο, αν όχι και διακείμενο, και εκτονώνεται μέσω της αυτοκτονίας στον
τόπο του φαντασιακού, στα πλαίσια μιας αναβαλλόμενης επιθυμίας:   

Τον εραστή
των φαντασμάτων, των ταξιδευτών, κι όσων

εφύγαν πάρωρα, αυτόν καλούσε,

μες στο σκοτάδι που διαβαίνει μοναχός, στις ερημιές που

διάβαινε ωραίος, απ’ τον καιρό λιωμένος, σέρνοντας τη

λύπη του, χλομό κοράσι.

Και σιγανά τού κρένει, και δεν άκουγε, πού περπατείς,

ψιθύριζε, και δεν τον φτάνει, στις ρεματιές δροσίζεται,

στο αγκαθινό, σε κλίνη ανεσκαμμένη απ’ άκρη σ’ άκρη,

και στα λινά μιας παραδείσου, τού ψιθύριζε, ήσουν καλός,

και δεν ακούς, και μη λυπάσαι, όνειρο ήταν και περνά,

μη σκιάζεσαι,

εκεί που νυχτοπερπατείς σε ξένους ύπνους.

Σε μια αντιστοιχία, στο έκτο κεφάλαιο της Γυναίκας της Ζάκυθος, το οποίο και φέρει
τον χαρακτηριστικό υπότιτλο «το μέλλοντα γενάμενο παρόν» παρακολουθούμε τον
Ιερομόναχο Διονύσιο να «εισέρχεται» στον μέλλοντα χρόνο. Εκεί ο αφηγητής
βρίσκεται εντός ενός ακαθόριστου αποκαλυπτικού, θα λέγαμε, περιβάλλοντος και
συμμετέχει σε οράματα που προαναγγέλουν την τιμωρία της «Γυναικός της Ζάκυθος»
από τον πλάστη του κόσμου. Στην Μαστοράκη αντίστοιχα το μέλλον που γίνεται
παρόν, η «χωρική αυτή δηλαδή συσπείρωση του χρόνου», χρησιμοποιώντας την τόσο
εύστοχη αυτή κατηγορία του Γιάννη Δάλλα, μετατοπίζει την ίδια την ποιήτρια ως
αυτόχειρα, ως νεκρή και φονεμένη από το χέρι της το ίδιο, στο ακαθόριστο
−σχεδόν μη συμβαίνον− τώρα.  Η ήδη
«τιμωρημένη» λοιπόν ποιήτρια, προεξοφλώντας το μάταιο του κόσμου, το ανύπαρκτο
του μετά και το απίθανο ενός θεού που να παρουσιάζει την παραμικρή σχέση με τα
ανθρώπινα, μας αφηγείται: 

Και λέει, μόνο να πεθάνω
ήθελα, και πώς γυρίσαν όλα κι

ανατρέχουν, κύκλο τον κύκλο τ’ αφρισμένα στο νερό,

κύκλο τον κύκλο οι ζωές των ξένων, με ηλικίες αλλόκοτες

ξανάβρισκαν−

στο άγριο των οραμάτων ο βυθός, και στον ασάλευτο αέρα

που άδειαζε, ώ της ερήμου αρμάδες, ώ φτερά, κι ο θρήνος

τα λιωμένα γλείφοντας.

Οι πόλεις, ράκη αστροφεγγιάς, πνέουν, το κόκκινο λειρί τους

στην αντάρα, ζωές των ξένων, η ώρα μία της νυκτός προφτά-

νοντας με το συρμό των καταιγίδων−

κι εγώ που μόνο ήθελα, εγώ

Και σε μια
«αντιστοιχία» διαβάζουμε στον Σολωμό:

1. Και εκοίταξα τριγύρου,
και δεν έβλεπα τίποτες, και είπα

2. Ο Κύριος δεν θέλει να ιδώ
άλλο, και γυρίζοντας το πρόσωπο όπου ήταν οι πλάτες μου εκίνησα για να πάω στον
Άϊ-Λύπιο.

3. Αλλά άκουσα να τρέμει η
γη από κάτου από τα πόδια μου, και πλήθος αστραπές εγιόμοζαν τον αέρα πάντα
αυξαίνοντας τη γοργότητα και τη λάμψη, και εσκιάχτηκα γιατί η ώρα ήτανε κοντά
στ’ άγρια μεσάνυχτα.

4. Τόσο που έσπρωξα ομπρός
τα χέρια μου καθώς κάνει ο άνθρωπος οπού δεν έχει το φως του.

Και εβρέθηκα οπίσω από ένα
καθρέπτη σ’ αυτόνε και στον τοίχο, και ο καθρέφτης είχε τον ψήλο του δώματος.

6. Και μια φωνή δυνατή κι
ογλήγορη μου εβάρεσε την ακοή λέγοντας:

7.«Ω
Διονύσιε Ιερομόναχε, το μέλλοντα θε να γίνει τώρα για σε παρόν. Ακαρτέρει και
βλέπεις εκδίκησιν Θεού
».

Ο «εραστής των φαντασμάτων, των
ταξιδευτών, κι όσων εφύγαν πάρωρα», για
να συνεχίσουμε, αυτόν που εξαρχής
καλεί η ποιήτρια, συναντά επίσης τους εραστές της Γυναικός της Ζάκυθος. Στο ένατο κεφάλαιο, το ύστερον, ενδεικτικά «Η
Γυναίκα της Ζάκυθος» λαμβάνει τη στερνή της «θαράπαψη» («θεραπεία»). Βλέπουμε
την «ηρωίδα» να βρίσκεται σε μια κατάσταση αμόκ, αντίστοιχη, σε μια τουλάχιστον
ανάγνωση, με αυτή της ποιήτριας-αφηγήτριας στο Μ’ ένα στεφάνι φως, με τη διαφορά όμως πως στη Μαστοράκη
βρισκόμαστε στη νηνεμία μετά την τρικυμία, και άρα σε ένα «διάλλειμα» από όπου
και μας αφηγείται η ποιήτρια τα τεκταινόμενα. Σε ένα παραλήρημα αβυσσαλέου
μίσους για την ωραία αδελφή της Γυναίκας στο Σολωμό, απέναντι στην ύπαρξη και
στον εαυτό στην Μαστοράκη. Ξεσπώντας σε τρομερές ύβρεις εναντίον της αδερφής
χάνει η «Γυναίκα της Ζάκυθος» τα λογικά της και ενώ πιάνει το ζωνάρι για να την
κρεμάσει, απαγχονίζεται τελικά η ίδια. Με αυτή την «ίδια» να γίνεται η
ποιήτρια που αφηγείται και μας καλεί μέσα και μέσω του «Στεφανιού με το φως» σε
μια άλλη πλεύση στον χρόνο, στις επιθυμίες, τα πάθη και τα εγκλήματα. Ως φως
πάνω από το κεφάλι του νεκρού, ως μια αύρα δηλαδή που μας ρουφάει και μας καλεί
τελικά σε μια άλλου τύπου μετοχή, συμμετοχή στα ανθρώπινα και στα φασματικά.
Διαβάζουμε στον καταληκτικό στίχο του Ιερομόναχου που ολοκληρώνει το ένατο
κεφάλαιο στον Σολωμό:

26. «Κι είδα τη Γυναίκα της
Ζάκυθος που εκρεμότουνα κι εκυμάτιζε»

Και
στη Μαστοράκη:

Απόκοτη, όπως ταίριαζε, και
χλιαρή από το πλήθος των

αιμάτων, έτσι πεσμένη, πριν κριθεί, εχάθη

στης πικροθάλασσας το κύμα, στ’ ανοιχτά.

Κι αερική, σαν πέρασμα καραβανιών, τρελών θιάσων,

φάρμακο που αρδεύει, αργό, ρούχο αργό των ίσκιων,

που της ταίριαζε,

σαράντα οργιές σκορπίζει στ’ ανοιχτά, σαν οπτασία που

ανθεί στα ξένα, σαν λυπημένο αγρίμι σκόρπιζε, στο κύμα

που φιλεί, και στ’ αξημέρωτα, όπου κοκόρι δεν σημαίνει,

σε ράχη ολόμαυρη,

το χέρι της φυλλοβολεί.

Ο Σολωμός, αξίζει να προστεθεί εδώ, είχε
σχεδιάσει και άλλη μια εκδοχή για το τέλος του έργου την οποία και τιτλοφόρησε:
«Κεφάλαιο ύστερον, 10». Κεφάλαιο στο οποίο βλέπουμε τους εραστές της Γυναικός να
παρελαύνουν. Καταφθάνουν θορυβημένοι −πολλοί εκ των οποίων φορώντας προσωπίδες−
αφού έχουν πρώτα πληροφορηθεί το οικτρό της τέλος. Όμως ενώ στο Σολωμό βλέπουμε
το αλληγορικό μήνυμα της εξουσίας με τους πολλούς εραστές, η οποία όταν
καταρρέει προφανώς την εγκαταλείπουν οι περισσότεροι βιαστικά, στην Μαστοράκη
έχουμε το αντίστροφο, δηλαδή την ποιήτρια να αναζητά, ως «άλλη» αντεστραμμένη
γυναίκα της Ζάκυθος, των Αθηνών −ως αυτή που «τετραγωνίζει τους κύκλους των
ονείρων, τους φωταγωγούς των συνοικιακών πολυκατοικιών»− τους εραστές των
φαντασμάτων, τον εραστή τον από «καιρό λιωμένο» που σέρνει τη «λύπη του, χλομό
κοράσι». Ή, με άλλο τρόπο, αλλού, διαβάζουμε:

Θα’ρθούνε χρόνοι κοπετών,
μαγείας, ξανά η άπιστη σε

φονική αγκαλιά, κι η βλάστηση, ξανά, διαβρώνοντας

τις χαμηλές ρωγμές των τοίχων, τα φορέματα, όπλα που

επήραν τις ζωές ανδρείων,

κι απ’ τα ονόματα των άστρων που έφεγγαν, μήτε η λέξη

εωσφόρος, μήτε αλί−

Και θα σωπαίνεις πιο καλά, για να μ’ ακούς, φωνή αγνώ-

στου μέσα στο σκοτάδι, το αχ του τιμωρού που ρίχνει

τ’ άρματα, το πότε πια,

το πείσμα του αγγελιοφόρου, που αναπλέοντας με κίνδυ-

νο σε κοίλους χώρους, το στόμα του εσφράγισε και

περιμένει.

Και
μας αφηγείται επίσης ο Ιερομόναχος:

2. Και ήταν καμμια
δεκαπενταριά ανθρώποι και οι περσότεροι εφορούσαν μια προσωπίδα, όξω από πέντε,
οπού εγνώριζα πολλά καλά.

3. Και επειδή χωρίς να
αγαπάν τη Γυναίκα [εσυχνάζανε σπίτι της] κτλ. αρχινήσανε να σκούζουνε. Κι εγώ
γυρίζοντας κατ’ αυτούς τους είπα:  όξω
από δω, όξω από δω [….] Βάλτε το χέρι στη συνείδηση σας εσύ Μ, εσύ Γ, εσύ Κ,
εσύ Π, εσύ Τ (γιατί εσάς τους άλλους δεν σας γνωρίζω) και ιδέστε τι μπορεί να
βγει εάν μείνετε. Η Διοίκηση σας γνωρίζει και βρίσκοντας σας εδώ θέλει πει πως
την εφουρκίσετε εσείς.

Ε τότε τους είδα να
πισωπλατήσουν όλους σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον ποιός να πρωτοφύγει…»

Στο έβδομο και στο όγδοο κεφάλαιο,
με υπότιτλους «η (Εκδίκηση) Δεν σου δίνω μήτε ένα ψίχαλο» και «το ζωνάρι»,
αντίστοιχα, συμμετέχουμε σε εφιαλτικές σκηνές όπου η Γυναίκα ονειρεύεται την
αδελφή της να ζητιανεύει. Κι αυτή να τη διώχνει αποκαλώντας την πόρνη. Η κακία
και ο φθόνος που αισθάνεται για τους άλλους και για την αδελφή της, ίσως ως
όμοιάς της, συντελούν στο να περάσει στον τόπο της τρέλας. Μην αναγνωρίζοντας
πια ούτε τον εαυτό της σε ένα καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά της, φαντάζεται
μέχρι και τους νεκρούς γονείς της να βγαίνουν από τον τάφο και να την
καταριούνται. Και η Μαστοράκη, με τη σειρά της, με την τόσο έντονη και
χαρακτηριστική ενσυναίσθησή της και την όλη ευαισθησία της ενεργοποιημένη, σε
ένα τέτοιο αντίστοιχο θα λέγαμε κλίμα, σε έναν παράλληλο χρονοτόπο,
γράφει:

Έγιναν
κρίματα και βάρυναν πολύ, κι ό,τι πονά, για πάντα

εδώ, για πάντα μένει, κακό φιλί, για πάντα το κακό σημάδι

του, παραφροσύνη δίχως γυρισμό, φοβέρα σκιάζει,

μια ιερή σαρκοφαγία που εξαντλεί.

Κι ό,τι πονά, κι αν λησμονιέται την αυγή, μια νύχτα άλλη,

πλανήτης βάσκανος, ραγίζει η ανατολή, κι ανάρια λάμποντας

το πέρασμά του στο σκοτάδι, σαν ερπετό, μεγάλη σαύρα

που βουτά, θα ’ρθει, μετά την αγωνία στα στενά, σώμα καμένο

και χλωρό κεφάλι, θα ’ρθει, κατάχλωρος απ’ τη φωτιά, κι

ό,τι εξαντλεί, σαΐτα, βόλι και κακό φιλί,

ο μάγος έρωτας, ο τρόμος έρωτας το φέρνει πάλι.

Επιστρέφοντας στοργικά
και τρυφερά επιπρόσθετα στους παθόντες με κύριο σκοπό να τους παρηγορήσει, τους
τόσο μπλεγμένους, χωρίς όμως να επιθυμεί να ξεχάσει: 

Ξύπνα, φωνάζει, και μην κλαις, της φώναξε, το χέρι που

τιμώρησε και φεύγει, ξανά μουσκεύει στα παλιά του

αίματα, καιρός που λησμονεί,

κι ανάδρομα κυλώντας το φαρμάκι, χλόισε τα χείλη

πρώτα, το κατάσπρο φόρεμαΣαν το ναυάγιο, που κάποτε αναδύεται, με τα βαριά πανιά,

τους ναύτες, τα βρεγμένα ξύλα,

κύμα αντρειωμένο το γυρίζει με θυμό, σκίζει το στρώμα,

τα στιλπνά γεμίσματα, λίκνο πλωτό, φυσάει τρελή νοτιά,

ξύπνα, κι η νύχτα καταργεί τα εγκλήματα.

Κατέχοντας εξαρχής πως
δεν υπάρχει πέρασμα, πως λύση δεν υπάρχει, αποκλείοντας τον τρόπο πορισμού τόσο
στα συμβαίνοντα εδώ, όσο και στα μη συμβαίνοντα «πέρα»:

Για πάντα δεν είναι κανείς, ούτε διαρκεί, κανείς δε θά ’ρθει

απ’ την άλλη όχθη, στις εκβολές βραδυπορώντας με φωτιές.

Κι ανίσως το βραδάκι, στα σβηστά, με αδειανό σακούλι

ξεπεζεύει, πάλι απόξενος, δεν εννοεί, και λιποτάκτης δεν

μπορεί ούτε γνωρίζει.

Σαν ένας, λέει, που πλοηγώντας θα ξυπνά στη μαύρη λίμνη,

κι όπως παντού η σιγαλιά κι η άπνοια σκιάζει, στις φλέβες

του αφουγκράζεται το αιμοβόρο ψάρι,

και γύρω χόρτα πνίγουν τα περάσματα, των ναυτικών τα

ίχνη,

τα έια μάλα.

Με «τα έια
μάλα
» να μας πηγαίνουν στη ναυτική αυτή κραυγή και στον Ανδρέα Κάλβο. Την
άλλη αυτή σπουδαία μορφή της ποίησής μας. Που θα απαιτούσε ξεχωριστή όμως
μελέτη στη σχέση του με την Μαστοράκη.

B) ΟΛΑ ΚΡΥΜΜΕΝΑ ΣΑΝ
ΠΑΓΟΒΟΥΝΑ.

ΝΑ ΦΑΙΝΟΝΤΑΙ.

ΟΧΙ ΟΛΟΤΕΛΑ
ΚΑΤΑΧΩΝΙΑΣΜΕΝΑ

Προτού μας παρασύρουν οι ερμηνείες της Γυναίκας της Ζάκυθου που ξεκινούν
ενδεικτικά από την πάλη ανάμεσα στο Καλό και το Κακό και συνεχίζουν με διάφορα
άλλα εμφανή ιστορικο-επαναστατικά, και καταλήγουν σε ψυχολογικές ερμηνείες που
εκφράζουν τάχα τον ταραγμένο ψυχισμό του ποιητή Σολωμού και άλλα παρόμοια, και
αφού σταθούμε σύντομα στον Γ. Σαββίδη που ορθά «ξεπερνά» το πρόβλημα της
ερμηνείας επιλέγοντας να τονίσει τη μαγική ένταση και την υποβολή που διατηρεί
το έργο, παρομοιάζοντας το μάλιστα με τη γοητεία που ασκούν τα έργα τέχνης όπως
ο Δίσκος της Φαιστού, όπου και αγνοούμε την ακριβή τους λειτουργία, και αφού
προβάλλουμε τέλος τα παραπάνω στη Μαστοράκη, θα σημειώσουμε το αυτονόητο. Πως
οι εν λόγω ποιητές, πρωτίστως, αν όχι αποκλειστικά, δημιουργούν λογοτεχνικά
έργα που προφανώς ως τέτοια υπερβαίνουν όχι μόνο τα συγκεκριμένα ιστορικά
γεγονότα (Σολωμός) από τα οποία αφορμώνται, αλλά και τα λογοτεχνικά (Μαστοράκη)
και έτσι εκ των πραγμάτων γράφουν αλληγορικά. Με την αλληγορία, ως γνωστόν, να
είναι «ένα από τα δυσκολότερα λογοτεχνικά είδη», για να θυμηθούμε τον Μπέκετ ή
τον Έλιοτ που σημειώνει πως η αλληγορία είναι «με πολλά όμως πλεονεκτήματα,
όταν είναι επιτυχής, όπως στον Δάντη που η ευφορία που μας προκαλεί μας ωθεί να
αποκρυπτογραφήσουμε τα μηνύματά της». Το ζητούμενο ίσως όντως να είναι η
αποκρυπτογράφηση αυτών των μηνυμάτων, ωστόσο πρέπει να συγκρατούμε πως ενώ κάτι
τέτοιο παρουσιάζει σίγουρα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αυτό που προέχει από τη μία
είναι η ίδια η λειτουργία και η ροή του λόγου ως καλλιτέχνημα και από την άλλη,
η ίδια η πράξη της αποκρυπτογράφησης δεν πρέπει να σχετίζεται και να παραπέμπει
σε κάτι το καταχωνιασμένο που πρέπει να βρεθεί από τους ραβδοσκόπους και να
ξεθαφτεί, αλλά σε ένα παγόβουνο που βλέπουμε ό,τι εξέχει πάνω από τη στάθμη του
νερού αγνοώντας τη «γυάλινη», νερένια και πολυεξαρτώμενη ρίζα του.

Αν ο Σολωμός, για να
προχωρήσουμε, επιλέγει τον Ιερομόναχο
Διονύσιο, ως αφηγητή του έργου, γιατί ως τέτοιος είναι πρόσωπο ιερό, σεβάσμιο,
με πίστη στο Θεό και στη Δικαιοσύνη και άρα ικανό να οραματίζεται το μέλλον ως
προφήτης, η Μαστοράκη φαίνεται να κάνει ακριβώς το αντίθετο. Μακριά από
ανθρωπόμορφους θεούς, απλοϊκές αντιλήψεις περί δικαιοσύνης και «πέρα όχθες»,
μας λέει:

            Για πάντα δεν είναι κανείς, ούτε διαρκεί,
κανείς

            δε θα ‘ρθει απ’ την άλλη όχθη, στις
εκβολές βρα-

            δυπορώντας με φωτιές

Πατά εξ αρχής, συγχρονισμένη, σε ένα σημειωτόν
πάνω στο μηδέν που αδιάκοπα συμβαίνει, και βουλιάζει περιγράφοντας τα
τεκταινόμενα, τα λίγα που είδε και οσμίστηκε με την έσω-αφή της, με τη
διαίσθηση, την εν-συναίσθηση και τον στοχασμό ενός ανθρώπου που εξαρχής σαν να
έλεγε: και εγώ κάποτε υπήρξα, ναι, και δεν το ήθελα, θα πω όσα είδα με τα μάτια
μου του νου, του κεφαλιού μου, του φιδιού, μέσα στο αίμα και στο έγκλημα,
προεξοφλώντας το μάταιο, το τραγικό του κόσμου, πώς μου έλαχε και εγώ να
συμμετέχω, σε δικτατορίες πολιτικές, ιστορικές, φάρσες κοσμικές χωρίς
περάσματα, χωρίς «των ναυτικών τα ίχνη, τα έια μάλα».

            Και
εδώ πρόκειται σαφώς για το προσωπείο του ίδιου του ποιητή, του Σολωμού, αλλά
και του κάθε ποιητή-προφήτη, που μέσα από τον ποιητικό του λόγο αποκαλύπτει
κρυμμένες βαθιά, ως συνηθίζεται να λέγεται, «αλήθειες». Σαν παγόβουνα όμως, θα
τονίζαμε εμείς, που φαίνονται, ακολουθώντας τον ίδιο τον ποιητή που λέει: «που
μέρη τόσα φαίνονται και μέρη ‘ναι κρυμμένα». Θα ήταν όμως όπως και να έχει
προτιμότερο να αφηθούμε στο ίδιο το έργο, το οποίο αν όντως λειτουργεί μέσα στη
δύναμη και τη γνησιότητά του, οφείλει να μας παρασύρει. Ας σταθούμε όμως
διεξοδικότερα, κρατώντας συνάμα κατά νου, πώς συγγενεύει η φωνή, το ύφος, ο
ρυθμός του Σολωμού, από το τρίτο απόσπασμα ιδίως και έπειτα, με την ποίηση της
Μαστοράκη:

1. Εγώ Διονύσιος
Ιερομόναχος, εγκάτοικος στο ξωκλήσι του Αγίου Λύπιου για να περιγράψω ότι
στοχάζουμαι λέγω:

2. Ότι εγύριζα από το
μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου, όπου είχα πάει για να μιλήσω με ένα καλόγερο για
κάτι υπόθεσες ψυχικές, για δέησες για το έθνος που πολεμάει.

3. Και ήτανε καλοκαίρι και
ήτανε η ώρα που θολώνουνε τα νερά, και είχα φθάσει στα Τρία Πηγάδια, […]

4. Εσταμάτησα σε ένα από τα
Τρία Πηγάδια, και απιθώνοντας τα χέρια μου στο φιλιατρό του πηγαδιού έσκυψα να
ιδώ αν ήτουν πολύ νερό.

5. Και το είδα ως τη μέση
σχεδόν γιομάτο, και είπα: Δόξα σοι ο Θεός

6. Γλυκιά η δροσιά που
στέρνει για τα σπλάχνα του ανθρώπου το καλοκαίρι, μεγάλα τα Έργα Του, και
μεγάλη η αφχαριστία του ανθρώπου.

7. Και οι δίκαιοι κατά τη
Θεία Γραφή πόσοι είναι; Και συλλογίζοντας αυτό επαίξανε τα μάτια μου στα χέρια
μου που ήτανε απιθωμένα στο φιλιατρό.

8. Και θέλοντας να μετρήσω
με τα δάχτυλα τους δίκαιους ασήκωσα από το φιλιατρό το χέρι μου το ζερβί, και
κοιτώντας τα δάχτυλα του δεξιού είπα: Τάχα να είναι πολλά;

9. Και αρχίνησα και
εσύγκρενα τον αριθμό των δικαίων οπού εγνώριζα με αυτά τα πέντε δάχτυλα, και
βρίσκοντας πως ετούτα επερισσεύανε, ελιγόστεψα το δάχτυλο το λιανό, κρύβοντας
το ανάμεσα στο φιλιατρό και στην απαλάμη μου.

10. Και έστεκα και εθεωρούσα
τα τέσσερα δάχτυλα για πολληώρα και αιστάνθηκα μεγάλη λαχτάρα, γιατί είδα πώς
ήμουνα στενεμένος να λιγοστέψω, και κοντά στο λιανό μου δάχτυλο έβαλα το
σιμοτινό του στην ίδια θέση.

11. Εμνέσκανε λοιπόν από
κάτου από τα μάτια μου τα τρία δάχτυλα μοναχά, και τα εχτυπούσα ανήσυχα απάνου
στο φιλιατρό, για να βοηθήσω το νου μου να εύρει κάνε τρεις δίκαιους.

12. Αλλά επειδή αρχίσανε τα
σωθικά μου να τρέμουνε σα τη θάλασσα που δεν ησυχάζει ποτέ,

13. Ασήκωσα τα τρία μου
δάχτυλα κι έκαμα το σταυρό μου.

14. Έπειτα θέλοντας να
αριθμήσω τους άδικους, έχωσα το ένα χέρι μες στην τσέπη του ράσου μου, και το
άλλο ανάμεσα στο ζωνάρι μου, γιατί εκατάλαβα, αλίμονον! Πώς τα δάχτυλα δεν
εχρειαζόντανε ολότελα.

15. Κι ο νους μου εζαλίστηκε
από το μεγάλον αριθμόν, όμως με παρηγορούσε το να βλέπω πως καθένας κάτι καλό
είχε απάνου του. Και άκουσα ένα  γέλιο
φοβερό μες στο πηγάδι, και είδα προβαλμένα δύο κέρατα.
EquilaVisionedelDiavolo.

16. Και μου ήρθε στο νου μου
περσότερο από όλους αυτούς η Γυναίκα της Ζάκυθος, η οποία πολεμάει να βλάφτει
τους άλλους με τη γλώσσα και με τα έργατα, και ήταν έχθρισσα θανάσιμη του
έθνους». […]

Και αντίστοιχα αφού πρώτα
παραπέμψουμε στα προηγηθέντα ποιήματα, η Μαστοράκη στο Μ’ ένα στεφάνι φως, λέει:

Μικρό μου,
μήτε απ’ τα πουλιά και μήτε−

Ας πάψει πια εκείνο το τραγούδι, κι άλλο μην πεις, και μη

ρωτάς, που κλείδωσαν, απ’ τα ψηλά της παραθύρια γκρέ-

μιζε τα λόγια αλλιώς,

μοίρα χρυσή και δίκαιη των αυτοκτόνων,

το αίμα, τα αίματα, που μια στιγμή, σαν μακρινό μετέωρο

βουτώντας, το αίμα, μια στιγμή αγνάντεψε τα χαμηλά της

φώτα, την κάπνα πόλης που σωπαίνεται, σώμα βαρύ, κι

άλλο μην πεις, μην τραγουδάς, τα λόγια αλλιώς,

απ’ τα πουλιά τους φόνους της πενθεί, απ’ τα πουλιά και

μήτε, η πυρκαγιά, η πυρκαγιά ερημική,

μικρό μου−

Και στο Ιστορίες
για τα βαθιά,
πάντοτε ενδεικτικά, μονίμως προσανατολιζόμενοι, την ακούμε:

Τα τεκμήρια έμεναν
πάντοτε στου φονέως τον κήπο, ξεσκισμένα από τέλειο φάσγανο, σαν προικιά
βουλιαγμένα στα έλη, σαν να τά ’σπειρε κάποιος αλόγιστα στο φευγιό του απάνω.

Πελερίνες, μετάξια και δίμιτα, με την αίγλη που έπρεπε τότε, χλιαρές αλλαξιές
που ποτίστηκαν μυρωδιές και θορύβους, ζιπουνάκια λευκά και στηθόπανα μ’ αραιές
μαχαιριές και φεστόνια, και τα εύθραυστα εκείνα ενδύματα που τα λέγαν το πάλαι
ποτέ καμιζόλες.



Ονειρώδεις οι θάνατοι και
ο δράστης αθώος. Μ’ ένα τραύμα τυφλό, σαν παράθυρο που πατιόταν μονάχα τις
νύχτες.

(«Τα ενδύματα»)

Όπως
και:

Τα σπίτια που έφτιαχναν
άλλοτε, έμεναν κούφια από κάτω, και τους χώρους εκείνους τούς έλεγαν τότε
«κελάρι». Εκεί μέσα φυλάγονταν διάφορα πράγματα: παλαιός ρουχισμός, υποδήματα,
τιμαλφή και ωραία γυαλιά, παγερά νυφικά και λευκώματα, υπολείμματα επίπλων με
δύσκολο όνομα και, συχνά, κάποια πρόσωπα που πολύ αγαπήθηκαν.

Στην περίπτωση αυτή, τα φιλούσαν σφιχτά και τα κλείδωναν, και αμέσως μετά
χτίζαν όλες τις πόρτες, για να μην τις ανοίξουν και φύγουν.

Και καθώς δεν υπήρχε διέξοδος, και οι τοίχοι γερά μαγκωμένοι, εκρατούσαν καλά
των παλιών οι αγάπες, και τις νόμιζαν όλοι γι’ αθάνατες.

(«Τα κελάρια»)

Και
«συνεχίζει» ο Σολωμός στο δεύτερο κεφάλαιο με υπότιτλο «Η Γυναίκα της Ζάκυθος»:

7. Και το μάγουλο της
εξερνούσε σάγριο, το οποίο ήτανε ζωντανό και πότε πονιδιασμένο και μαραμένο.

8. Κι άνοιγε κάθε λίγο ένα
μεγάλο στόμα για να αναγελάσει τους άλλους κι έδειχνε τα κάτου δόντια τα
μπροστινά μικρά και σάπια που εσμίγανε με τα πάνου που τανε λευκότατα και
μακρία.

11. Και αυτή η θωριά η
γεροντίστικη, ήτανε ζωντανεμένη από δυο μάτια λαμπρά κι ολόμαυρα, και το ένα
ήτανε ολίγο αλληθώρικο

12. Και εστριφογυρίζανε εδώ
κι εκεί γυρεύοντας το κακό. Και το βρίσκανε και όπου δεν ήτουν.

15. Και εφανέρωνε τη πονηρία
και μιλώντας και σιωπώντας.

21. Και ήταν για να χωρίζει
ανδρόγυνα και αδέλφια επιδέξια σα το Χάρο.

22. Και όταν έβλεπε στον
ύπνο της το ωραίο κορμί της αδελφής της εξύπναε τρομασμένη.

23. Ο φθόνος, το μίσος, η
υποψία, η ψευτιά, τής ετραβούσανε πάντα τα σωθικά.

24. Και μιλώντας πάντα για
τα κακά των άλλων γυναικών έσωσε ο νους της και πυρώθηκε».

Και η Μαστοράκη με τη σειρά της:

Πάντοτενύχτα ταξιδεύουν τα μεγάλα χαίρε, τα έχε γεια,

καλότυχοι οι νεκροί που ξαγρυπνάνε, τις κορυφές, τ’

ακροκεραύνια περιπλέοντας, τις λόχμες μιας απύθμενης

υπνολαλίας,

κι όπως λιοντάρι στα στενά δε χόρτασε, το συννεφάκι

αυτό τούς σημαδεύει, την κόψη ανάβοντας, το ανάστημα,

μελαχρινό, το βλέμμα που ήταν−

Σαν να πεθύμησαν τη δροσερή φυγή, το αλγεινό των αρω-

μάτων σε κλεισμένους χώρους, τον ταπεινό αιγιαλό,

τη φοβερή φωλιά του ύπνου φεύγοντας, το λίγο των

ονείρων.

Με τον χώρο και τον χρόνο να μεταφέρονται
όποτε είναι δυνατόν σε έναν απροσδιόριστο χώρο. Αφηγείται έως τέλους λοιπόν ο
Ιερομόναχος το όραμά του:

«Ετότες
εταραχτήκανε τα σωθικά μου, κι έλεγα πως ήρθε η ώρα να ξεψυχήσω, κι εβρέθηκα σε
σκοτεινό τόπο και βροντερό, που εσκιρτούσε σαν κλωνί στάρι στο μύλο που αλέθει
ογλήγορα, ωσάν το χόχλο στο νερό που αναβράζει. Ετότες εκατάλαβα πως εκείνο
ήτανε το Μισολόγγι. […] Και ύψωσα τα χέρια μου να κάμω δέηση, και ιδού μες
στη καπνίλα μια μεγάλη γυναίκα με φόρεμα μαύρο σαν του λαγού το αίμα όπου η
σπίθα έγγιζε και εσβενότουνα».

Και
η Μαστοράκη «κλείνοντας»:

Καλά που τελειώσαν όλα, κι έσκυβε, ως μέσα βρέχοντας τα χέρια
σκύβει, και στη λεκάνη που καλά καθρέφτιζε, μη με λησμόνει, τέλειωσαν, κι ο
χρόνος θέλω, και με το πείσμα λιθοξόου που καλεί το μαύρο του λιθάρι ν’
ανατείλει, παλεύει ακόμη, πολεμά τη φοβερή χλωρίδα που τον έτρεφε, σώμα που
εγνώρισε, τα δάχτυλα βυθίζοντας στις εσοχές, στις κόχες που θρασομανούν τα
αιμοφόρα, σπαράζοντας, τα δάχτυλά του, άνθη αρπαχτικά μιας αραπιάς ευδαίμονος,
τις κρατερές ταξιανθίες των νευρώνων, όργανα μιας λυποθυμίας που διαρκεί, τις
χλωρασίες, με ιαματική μανία ξεριζώνοντας, τις μαλακές τους απολήξεις, κι
αναρριχάται, και συλλαβιστά συλλάβιζε τα λόγια θεραπείας σκοτεινής, μιας
ξέφρενης υπνοβασίας που τον κάρφωνε στο ίδιο πάντοτε σημείο, ψηλά οι ετησίες
των νεφρών, στον πάτο σαρκοβόρο βάμμα προμηνώντας άλλα, τα κατιόντα εκεί που
ησύχαζε η καρδιά, οστάρια μαρμάρινης λεκάνης που καθρέφτιζε, κυρτώνοντας τα
δάχτυλά του ανασύρει τους φυλλοφόρους οφθαλμούς, τους έλικες, θρύμματα υμένες
που τον παίδευαν, θρόμβους, κλωστές, γλυκύτατες κλωστίτσες των ονείρων, κι από
το βάραθρο του εγκεφάλου σιγαλιά, όπου για πάντα έχουν καταφύγει τα φαντάσματα,
όπου κοπάζοντας για πάντα το λευκό τους φύσημα, και αναψάχνει, και τραβά,
ασπαίροντα σαν τη φιάλη που τα περιείχε, ωραία κομμάτια στάζοντας στην έρημη
ανωνυμία, ταριχευτής και κρημνοβάτης, πυλωρός, ως τις πολύφυλλες εσχατιές των
ανδρογόνων, ως το λημέρι της αρκούδας που τον τρέλαινε, ούτε ανατόμος ούτε
νεκρομάντης, μόνο δραγάτης που σε κήπο αφύλαχτο ξεφάντωνε, και σαλεμένος απ’
την εκθαμβωτική ζωοτομία, στον μελανό του αιμοστάτη δέεται, σαν πρώτα, και στα
αίματα φιλοκαλεί. 

(«Ωραία κομμάτια στάζοντας»)

Και αν ο Σολωμός, για να
δώσουμε έναν άλλο τόνο κλείνοντας το παρόν μέρος, γράφοντας «πεζό» δικαιώνει
έμμεσα τον τίτλο του εθνικού ποιητή της Ελλάδας και του γενάρχη της ποίησής
μας, ενός στοχαστή ποιητή που είναι ο πρώτος, όπως συνηθίζεται να λέγεται,
Έλληνας Ευρωπαίος ποιητής, η Μαστοράκη με τη σειρά της, είναι μια παγκόσμια
ποιήτρια, που στέκεται μακριά και με άνεση από ευκολίες του τύπου «γυναικεία
γραφή» και άλλα φανατικά παρόμοια, που καθιστούν τον ποιητή από σκοπό μέσο,
άλλων εξω-λογοτεχνικών και εξω-καλλιτεχνικών προτεραιοτήτων, που περιορίζουν το
εύρος και τη συνθετότητα των ανθρώπινων σε κρυφές και φανερές ατζέντες.


[1]Βλ. την ερμηνευτική
δοκιμή της Μ. Δεληβοριά, Διονυσίου
Σολωμού «Η γυναίκα της Ζάκυθος», έχθρισσα θανάσιμη του έθνους.