Αν το μοναδικό πράγμα που έχεις να χάσεις είναι ένα τρένο,
τότε δεν έχεις να χάσεις και πάρα πολλά…
Ο Δημήτρης Γκιούλος μετρά ήδη τρία βιβλία, όλα από τις πατρινές εκδόσεις Χαραμάδα. Το πρώτο, Δι άρλεκιν πάροντι και άλλες καταστάσεις, θα εκδοθεί το 2011. Ένα χρόνο μετά θα κυκλοφορήσει το σπονδυλωτό αφήγημα 12 Καρέ ενώ το τρίτο του βιβλίο, Ο τροχός της τύχης, θα εκδοθεί το 2015, φιλοξενώντας μάλιστα στις σελίδες του ενδιαφέρουσες σκιτσογραφικές απόπειρες.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει κι ο συγγραφέας, γεννήθηκε πρόωρα σε νοσοκομείο της Λαμίας, βιαστικός να βγει στον κόσμο. Μεγάλωσε στην Άμφισσα και ζει στην Πάτρα όπου και δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο μαθηματικό. Αρθρογραφεί, φωτογραφίζει, γράφει σενάρια και διατηρεί το ιστολόγιο beingparanoidandroid.blogspot.com
Τα αφηγήματά του σατιρικά, αγγίζουν συχνά την παρωδία. Ενδιαφέρουσες περιγραφές και ευφάνταστοι διάλογοι εναλλάσσονται με εύστοχες κοινωνιολογικές παρατηρήσεις και άμεσες ή έμμεσες πολιτικές νύξεις αποδοκιμασίας του συστήματος. Πολιτικοί, τηλεαστέρες και μεροκαματιάρηδες, ο Χαρούλης, οι Χαΐνηδες και ο Μικρός Πρίγκιπας, ο παναθηναϊκός, οι σχέσεις και οι αρουραίοι. Κι ανάμεσα σ’ αυτά, εμβόλιμα δικά του καυστικά σχόλια για το κωμικοτραγικό του παρόντος, τη μπαρούφα της αστρολογίας και τις ψευδαισθήσεις που έγιναν βίωμα. Σημείο αναφοράς και των τριών βιβλίων, το εκφραστικό ύφος και η επιλογή της θεματολογίας. Ο Δημήτρης Γκιούλος μοιάζει να αυτοβιογραφείται σ’ ένα εκτενές σαρκαστικό, ελευθερόστομο ημερολόγιο με τη μορφή σπονδυλωτών αφηγημάτων.
Ακολουθούν ενδεικτικά αποσπάσματα του έργου του:
«Κάπου είχε ακούσει πως το μέτρο της αγάπης είναι να αγαπάς χωρίς μέτρο. Τώρα πια του φαινόταν τόσο απλοϊκό όσο οι καρδούλες και τ’ αστεράκια που ζωγραφίζουν τα παιδιά στο νηπιαγωγείο. Ο κόσμος είναι πια πολύ δύσκολος για να επιβιώσει η αγάπη κι έτσι αυτός έπρεπε να κάνει ξεχωριστές προσπάθειες για να τη βρει. Μαργαριτάρια και κάρβουνα, διαμάντια αλλά και βότσαλα έβρισκε στο δρόμο του. Οι θεσμοί, «η σαβούρα των επινοημάτων» όπως έλεγε ο Πεσσόα, είχαν αναγκάσει την αγάπη να μετατραπεί στο μεγαλύτερο φυγά των σύγχρονων κοινωνιών. Ενός συστήματος στο οποίο τα ρολόγια χτυπάνε γρηγορότερα από ποτέ και που τα τρένα έχουν συνεχόμενα δρομολόγια. Από νωρίς. Από μικρά παιδιά. Κάποια που είχαν το θράσος να ονειρευτούν κατέληγαν με μια σφαίρα στο κορμί. Ένας μπόμπιρας, με γκρίζα από το άγχος μαλλιά, του σφύριξε μια αλήθεια. «Παλιά δίναμε εξετάσεις με φόβο μήπως δεν μπούμε στη σχολή που θέλαμε. Τώρα δίνουμε εξετάσεις με φόβο μη και δεν βρούμε δουλειά».» [Δι άρλεκιν πάροντι και άλλες καταστάσεις, σελ. 59-60]
«Κάτω στην πόλη γινόταν πόλεμος κανονικός, καθώς οι δυνάμεις καταστολής λύσσαγαν να διατηρήσουν τα κεκτημένα. Παρόλα αυτά ο κόσμος ήταν αποφασισμένος. Είχε πάει από τα μηδέν στο ένα. Το πρώτο βήμα, το σημαντικότερο. Από κει και πέρα δεν υπήρχε επιστροφή. Ήταν ένας δρόμος χωρίς σωτήρες, ένας δρόμος που μπορεί να μην κατέληγε σε ένα ανθισμένο περιβόλι με πολύχρωμα λουλούδια και κελαριστό νερό, αλλά έπρεπε να διανυθεί ολόκληρος για να δούμε τι γίνεται στο τέλος του». [12 Καρέ, σελ. 57-58]
«Στο θέμα δουλειά ακολούθησες την ίδια τακτική για την οποία εκπαιδεύτηκες στο πανεπιστήμιο. Ήσουν πολύ καλή στο αντικείμενό σου (να πουλάς αέρα κοπανιστό δηλαδή), ιδιαίτερους ηθικούς φραγμούς δεν είχες, ήσουν έτοιμη να φτάσεις ψηλά. Ο στόχος σου ήταν να γίνεις πλούσια με τα δικά σου μέσα, να μην εξαρτάσαι από κάποιον και ήταν κάτι που πέτυχες πολύ γρήγορα. Από εκείνο το σημείο και μετά, στόχο είχες την κορυφή και έφτασες κι εκεί. Αναίμακτα όχι, αλλά ποιος πόλεμος είναι αναίμακτος;
Εγώ δεν είμαι εδώ σήμερα για να μιλήσω ούτε για την ηθική σου, ούτε για τους ανθρώπους που ποδοπάτησες ανεβαίνοντας. Είναι ένας άγριος κόσμος εκεί έξω. Εγώ είμαι εδώ για να μιλήσω για κείνη τη φορά. Ναι, ξέρεις πολύ καλά για ποια φορά μιλάω. Για κείνη τη μοναδική φορά που μπορούσες να ρίξεις τις πόρτες του οχυρού σου και να αφήσεις εκείνον να μπει. Και συ τί έκανες; Έτρεξες και τράβηξες τον θεμέλιο λίθο γκρεμίζοντας όλο το σκοτάδι σου πάνω του. Αμέσως μετά άρχιζες να χτίζεις ξανά, δεν υπήρξες στιγμή ανοχύρωτη. Αυτό είναι και το έγκλημά σου και γι’ αυτό είσαι εδώ». [Ο τροχός της τύχης, σελ. 33]
Κλείνουμε με τον επίλογο του δεύτερου βιβλίου του Δημήτρη Γκιούλου, όπου γράφει τα εξής: «Τα πράγματα από όπου κι αν τα πιάσει κανείς μόνο χειρότερα μπορούν να χαρακτηριστούν, και μεις δώσαμε έτσι αβίαστα “το καλό μας” σ’ αυτούς που το ήθελαν. Τώρα που με φρίκη καταλαβαίνουμε πως ο εφιάλτης είναι κάτι που ζούμε κι όχι κάτι από το οποίο ξυπνάμε, μένει μόνο να παλέψουμε για να πάρουμε πίσω όλα όσα χάσαμε κι ακόμα περισσότερο. Όλα. Τα λέμε εκεί έξω…»