Ἀκινησία

Ἀκίνητος! σοῦ φωνάζουν.

Ἔνοπλοι.

Ἀκοῦς τὴν προσταγὴ καὶ προσπαθεῖς

νὰ παγώσεις, νὰ γίνεις πέτρα.

Κρατᾶς τὴν ἀνάσα σου, σφίγγεις τὰ δόντια

ἀλλὰ μάταια: σὲ προδίδει

ὁ τρόμος στὰ χείλη,

ἡ ροὴ τοῦ αἵματος,

ὁ χτύπος τῆς καρδιᾶς.

Ἡ πραγματικὴ ἀκινησία ἔρχεται

λίγα λεπτὰ μετὰ τὸν πυροβολισμὸ

καθὼς ἠρεμοῦν τὰ σπλάγχνα

στεγνώνει τὸ αἷμα

παγώνουν οἱ φλέβες.

Ξεραίνεσαι.

                  
Καὶ μόνο τότε

ὑποτάσσεσαι ὁλοσχερῶς

ὅχι πιὰ γιὰ νὰ ἀποφύγεις

ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσεις.

Προαυλισμὸς

Σὲ μιὰν αἴθουσα μᾶς εἶχαν ἀχανὴ

μὲ γκρίζο τσιμέντο στὸ πάτωμα

ποὺ πλένανε μὲ τὴ μάνικα κάθε τόσο.

Ἡ ἐπίπλωση ἐλάχιστη

τὰ χρειώδη μόνο: σιδερένια κρεβάτια στὴ σειρὰ

ἄσπρα βαμμένα, μὲ τὴ λαδομπογιὰ νὰ ξεφλουδίζει,

ὅλα ἴδια καὶ μετὰ τὸν προαυλισμὸ κανεὶς δὲν ἤξερε

ποιό εἶναι τὸ δικό του νὰ πάει νὰ τὸν δέσουνε.

Ἔτσι κι ἀλλιῶς, ὑπάρχοντα δὲν εἴχαμε,

δὲν εἴχαμε σημάδια τὸν χῶρο μας νὰ σημαδέψουμε,

νὰ ξέρουμε ποῦ ἀνήκει ὁ καθένας, τί τοῦ ἀνήκει,

ποιό κρεββάτι, ποιό σεντόνι, ποιά κουβέρτα,

ποιά ἐνδύματα ὑπόλευκα αὐτῆς τῆς φυλακῆς.

Μόνο χάπια καὶ κάγκελα, ἁλυσίδες στὰ κρεββάτια,

καὶ μάντρες πανύψηλες παντοῦ ἀπὸ σαγρὲ τσιμέντο.

Οὔτε ξέρω κι ἐγὼ νὰ πῶ πῶς δραπέτευσα,

πῶς βρέθηκα ἐδῶ, σὲ ἄλλα τσιμέντα.

Ἀκόμη τρέμω, κι ἀπὸ φόβο κι ἀπὸ κρύο

χειμώνα καλοκαίρι,

ἀκόμη πεινάω, ἀκόμη πονάω

ἀλλὰ δὲν ἔχει μάνικα ἐδῶ

ἐδῶ μπορῶ πάντα νὰ τρέξω νὰ ξεφύγω

ἀπ᾽τοὺς περαστικοὺς ποὺ φτύνουνε

καὶ ἄχ! ἐδῶ πῶς κοιμᾶμαι, πῶς κοιμᾶμαι!

γυρίζω πλευρό, κουνάω χέρια πόδια,

ὅ,τι θέλω, χωρὶς ἁλυσίδες καὶ ζῶνες,

καὶ πάντα στὴν ἴδια γωνιὰ τὴ δική μου,

στὰ δικά μου χαρτόνια, στὰ δικά μου κουρέλια,

τὰ γνωρίζω, μὲ γνωρίζουν,

ἔχουμε ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου τὴ μυρωδιά.

Καὶ κάθε πρωὶ προαυλίζομαι

σὲ δρόμους ποὺ ἁπλώνονται χωρὶς μάντρες

ἀπὸ τὴ μιὰ ἄκρη ὣς τὴν ἄλλη τῆς πόλης.