Ξεκλείδωσε την εξώπορτα του
πατρικού του ιδρωμένος. Την έκλεισε με κλοτσιά. Όρμησε στη σκάλα τρέχοντας.
Κλείστηκε στο δωμάτιο των γονιών του. Στάθηκε απέναντι απ’ τον καθρέφτη
λαχανιασμένος. Στο ένα χέρι το μπουκάλι με τη βενζίνη. Στο άλλο, αναπτήρας.
Παρατήρησε τα δάχτυλά του: λεπτά, μακριά με φαγωμένα νύχια. «Κοριτσίστικα»
έλεγε γελώντας η μάνα του κι ο πατέρας του νευρίαζε. Έλεγξε το είδωλό του. Σώμα
ψηλό και βαρύ. Πρόσωπο χλωμό και γένια γκρίζα. Μάτια χωμένα σε μαύρους κύκλους.
Άφησε το μπουκάλι και τον αναπτήρα κάτω. Έκανε μεταβολή. Το βλέμμα του πάγωσε
στις κορνιζαρισμένες φωτογραφίες στο κομοδίνο της μάνας του. Τις γύρισε
μπρούμυτα. Να μην τον βλέπει. Ξαναστράφηκε στον καθρέφτη. Έσφιξε το λαιμό του,
πιέζοντας με τους αντίχειρες το μήλο του Αδάμ. Άρχισε να βήχει. Σταμάτησε
ξερνώντας σάλια. Έβγαλε τα γυαλιά του. Δεν είχε ποτέ μυωπία. Αύξαναν την
απόσταση από τον κόσμο που τον μισούσε. Ξερίζωσε τα κουμπιά του παλτού του, το
πέταξε στο κρεβάτι. Το πουλόβερ του, γεμάτο κεντίδια –άλλο ένα γελοίο δώρο της
μάνας του. Έψαχνε για ψαλίδι αλλά δεν ήξερε πού να το βρει. Έπιασε τα κλειδιά
του. Κάθισε οκλαδόν κι άρχισε να μαδάει το πουλόβερ γελώντας. Θυμήθηκε τον
εφιάλτη που τον στοίχειωνε από παιδί: περπατούσε μέχρι που πονούσαν οι πατούσες
του και τότε καταλάβαινε ότι ήταν ξυπόλητος. Έβγαλε τα παπούτσια του. Τα μάτια
του δυο ματωμένες λίμνες. Έβγαλε το λευκό μακό του. Οι μύξες και τα δάκρυα
γυάλιζαν πάνω στο άτριχο στήθος του.

           

        Σηκώθηκε όρθιος. Κατέβασε αργά το
τζιν παντελόνι με την τσάκιση. Η μάνα του τα σιδέρωνε έτσι και συνέχισε το χούι
της. Η μάνα του. Που πέθανε. Πριν έξι μήνες. Γιατί δεν άντεξε να ζει χήρα με
μια αδελφάρα δίπλα της, είπε. Τεντώθηκε μπροστά στον καθρέφτη. Ρούφηξε την
κοιλιά του. Κατέβασε και το σλιπ. Έκρυψε το πρόσωπό του στις χούφτες του.
Κρυφοκοιτώντας την αντανάκλαση του σώματός του μέσα απ’ τα λιγνά δάχτυλά του.
Κοιτώντας το σχεδόν γυναικείο σώμα του, όπως του έλεγε η μάνα του. Αγκαλιάστηκε
με τα χέρια στις ωμοπλάτες. Έκλεισε τα μάτια κι άρχισε να χαϊδεύεται, ύστερα να
τσιμπιέται, στις ρώγες, στους γοφούς, στα αρχίδια. Άγρια. Έβλεπε το πλαδαρό
σώμα του να κουνιέται, να κοκκινίζει. Άρχισε να λικνίζεται. Έπιασε τον πούτσο
του. Τραβούσε μαλακία κοιτώντας με γουρλωμένα μάτια το σώμα του. Κόλλησε το
κούτελο στον καθρέφτη να δροσιστεί. Τον θόλωσε απ’ το λαχάνιασμα. Πάνω στο
χύσιμο ούρλιαξε. Το ουρλιαχτό γύρισε σε λυγμό καθώς το σιντριβάνι έπεφτε πάνω
στο μαξιλάρι της μάνας του. Ξάπλωσε ανάσκελα στο κρεβάτι της με χέρια και πόδια
ανοιχτά. Έμεινε να κοιτάζει το ταβάνι για ώρα. Σηκώθηκε ήρεμος. Ξανάστησε τις
φωτογραφίες στο κομοδίνο της. Φόρεσε τη ρόμπα της, εκείνη την κλαρωτή με το
κορδόνι αντί για ζώνη. Έπιασε το μπουκάλι με τη βενζίνη και τον αναπτήρα.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ: Ο Λίνος Μαύρου είναι Κύπριος και παίζει συχνά με
βενζίνη κι αναπτήρα καθώς και άλλες πιθανότητες.

ΕΤΕΡΩΝΥΜΑ 

κατά σειρά εμφάνισης στο τεύχος

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ 

αλφαβητικά

ΠΥΡΟΒΑΣΙΕΣ ποίηση 

ΠΥΡΡΩΝ Ο ΥΣΤΕΡΟΣ

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΥΙΩΤΗ

ΓΙΩΡΓΗΣ ΣΑΡΑΚΗΝΟΣ

ΕΛΕΝΗ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

ΧΕΚΤΟΡ ΜΑΞΙΜΙΛΙΑΝ ΜΠΑΓΚΛ

ΠΑΝΑΓΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

LENKA ROMANOVA

ΝΙΚΟΣ ΒΟΥΤΥΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΜΕΝΣΑΣ

ΠΕΤΡΟΣ ΓΚΟΛΙΤΣΗΣ

ΟΞΥΟΣ ΝΤΑΒΙΝΤΣΙ

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΗ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΝΤΖΑΡΙΑΣ

ΕΦΗ ΖΟΥΜΠΟΥΛΗ

ΣΟΥΛΗΣ ΤΣΑΚΜΑΚΙΔΗΣ

ΣΤΑΘΗΣ ΙΝΤΖΕΣ

ΒΙΤΟΡΙΟΣ ΝΙ

ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ

ΛΕΑΝΤΡΟ ΠΟΛΕΝ

ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΥΡΙΑΖΑΚΗΣ

ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΜΑΥΡΟΠΕΤΡΗΣ

ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΛΥΜΠΕΡΗ

ΒΛΑΣΗΣ ΨΩΜΑΣ

ΑΛΕΞΙΟΣ ΜΑΪΝΑΣ

ΕΥΗ ΕΙΡΙΩΤΗ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΚΟΥΣΗΣ

PIERRE MENARD

ΝΙΚΟΣ ΜΙΧΑΣ

ΘΑΝΑΣΗΣ ΔΗΜΟΥΛΗΣ

ΜΑΡΙΟΣ ΜΩΡΟΣ

ΕΛΠΗΝΩΡ Ο. ΟΜΗΡΟΥ

ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ

ΠΟΝΤΙΦΙΚΑΣ

ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ

ΣΥΜΕΩΝ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ

ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΠΟΛΕΝΑΚΗΣ

ΠΩΛ ΝΤΕ ΠΑΓΙΕΝ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΤΣΗΣ

BRENTHIS RAMANTHIS

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΣΥΦΙΛΤΖΟΓΛΟΥ

ΤΥΡΤΑΙΟΣ

ΑΝΤΩΝΗΣ ΨΑΛΤΗΣ

Ε. ΞΑΝΘΗΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΥΑΡΗΣ

ΠΥΡΟΒΑΣΙΕΣ διήγημα 

IAN WICKER

ΜΑΡΙΑ ΑΝΔΡΕΑΔΕΛΛΗ

ΛΙΝΟΣ ΜΑΥΡΟΣ

ΘΑΝΟΣ ΓΩΓΟΣ

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΡΑΔΙΚΗΣ

ΠΑΝΟΣ ΖΩΗΣ

ΝΑΝΣΥ ΛΕΣΚΑ

ΜΠΕΛΙΚΑ ΚΟΥΜΠΑΡΕΛΗ

ΓΑΛΗΝΗ ΚΑΤΜΑΝΤΟΥ

ΕΛΕΝΗ ΚΟΥΦΟΓΙΑΝΝΗ

ΙΡΙΣ ΤΥΦΛΩΣΟΥΡΤΗ

ΘΟΔΩΡΗΣ ΝΤΑΛΟΥΣΗΣ

ΤΕΡΗΣ ΧΙΟΝΙΑΣ

ΙΩΑΝΝΑ-ΡΟΔΑΝΔΗ ΣΚΟΥΝΑΚΗ

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΣΑΝΗ

ΧΑΡΑ ΣΙΩΜΟΥ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΒΒΟΥΝΙΔΗΣ

ΙΩΑΝΝΗΣ ΨΑΡΡΑ