Τα ρεφραίν της λεωφόρου Αχιλλέως
«Τι τοπίο εκείνα τα τέρματα»
I.Και
έτσι ξαφνικά αναχωρήσαμε. Κλειδώνοντας, σβήνοντας φώτα, μαζεύοντας εργαλεία και
άλλα αποδεικτικά του απ΄εκεί περάσματός μας. Τώρα μπροστά μας απλώνεται, καθώς
πάντα, το βαρύ, βιομηχανικό έπος. Μπαίνουμε στην πόλη. Κάτι κράτησε ο καθένας
μας απ΄αυτήν την περιπέτεια. Απόψε τ΄αφιερώνουμε στους αγίους της λεωφόρου
Αχιλλέως, στα νιάτα που καίγονται.
II.Ηρωικότερο μέρος δεν είδα απ΄την περήφανη, τη λεωφόρο του Αχιλλέως. Που
σηκώνεται πάνω απ΄οδούς εθνικές, πάνω ακόμα και απ΄τις καρδιές μας για να χυθεί
δίχως ντροπή μες στην κλειστή, τη τραγική μας πολιτεία.
III.Ωραίοι, λάγνοι δρόμοι, βουλιαγμένοι στις τραγωδίες. Οδός Μαραθώνος,
λεωφόρος Αχιλλέως, πλατεία Καραϊσκάκη. Καρδιές μας χαμένες για πάντα.Ετούτο το
πεδίο είναι ξενιτιά, ακούς, ξενιτιά.
IV.Ανεμίζαν τα μαλλιά του πάνω στη μοτοσικλέτα. Μεγάλο, τετράγωνο πρόσωπο και
στους ώμους σπασμένα κιονόκρανα, φώτα χαμηλά μιας ανεξέλεγκτης πορείας. Τον είπαν
πίνακα ζωγραφικό, τον εκθέσαν, την αγάπη του που πέθαινε στην Τροία κανείς δεν
θυμόταν. Στη μέση του δρόμου, ακροβάτης σε επικίνδυνες διαβάσεις πνιγόταν κάθε
βράδυ στο πιοτό.
V.Απ΄όλα
τα ποιήματα αγαπώ περισσότερο εκείνο με τον ζωγράφο στην ακμή της γέφυρας που
για πάντα μ΄αποτυπώνει νέο, ωραίο και ελπιδοφόρο .Τι και αν τη γέφυρα
ακολουθούν σκοτάδια, τι και αν ο ζωγράφος μια φαντασίωση ήταν και πάει. Εγώ
τ΄αγαπώ αυτό το ποίημα μ΄όλα της σπασμένης μου καρδιάς τα κομμάτια. Με τους
αμφορείς και τις υδρίες της και τις παλιές τις μουσικές των αετωμάτων μου.
VI.Φεύγαμε απόγευμα καλοκαιριού. Μ΄έναν ήλιο δύσκολο εμπρός μας, σκληρό.
Θαυμάσιο καλοκαίρι της νιότης μας. Μόνοι να διασχίζουμε τα ρεύματα, μόνοι και
εσύ να κρατάς την ανάσα σου, γυρεύοντας ανθρώπους σ΄αυτά τ΄ακατοίκητα
νησιά.Στην λεωφόρο Αχιλλέως εγκαταλείπεις τ΄όχημα και επιστρέφεις στους έρωτές
σου. Σ΄αφήνω κοντά στα σύνορα και τραβώ για τις εφτά, κορινθιακές πολιτείες των
παραμυθιών.