Στον Διαμαντή
Η βουή της πόλης σαν μια ενοχλητική γυναίκα που δεν ξέρει τι της φταίει. Μέρα νύχτα ο ίδιος χαβάς. Ανοίγω τα παράθυρα, κάνω να τινάξω τις κουβέρτες, ν’ απλώσω τα ρούχα στον ήλιο και ‘κείνη απέναντι να με κοιτά με μάτια κόκκινα από το ξενύχτι. Χρόνια στο κουρμπέτι, ξέρει πότε θα έρθει πλάι μου να της κεράσω ποτό.
Η επαρχία επιβιώνει μόνη της. Στο πρόσωπό της η μελαγχολία του φρεσκοαπολυμένου. Συλλέγει τα χούγια της σε γυάλινες προθήκες ή τα στριμώχνει επιπόλαια μες σε ντουλάπες που μυρίζουν υγρασία. Με τα πολλά, παίρνω την απόφαση να τα μαζέψω και να την κάνω. Γυρίζω μέρες από ‘δω κι από ‘κει. Ό,τι μου δόθηκε, μια τρύπα χώρος κι ένα κάνε ό,τι νομίζεις. Ιδέα δεν έχω.
Μετά τις σπουδές, ο στρατός και αργότερα ένα καλοσυγυρισμένο τίποτα. Αγιοποιώ τα δάχτυλα των φίλων μου, τα βιβλία του Κροπότκιν, την επιμονή των αγριόχορτων. Τα πρωινά δεν βγαίνω από το σπίτι πριν τις δέκα. Μέχρι να ετοιμάσω πρωινό, να ψήσω καφέ, να αερίσω το δωμάτιο, μεσημέριασε. Ή συχνά για αλλαγή, σπάω ένα ρόδι. Βυζαίνω αργά τους γλυκόξινος σπόρους του και είμαι αλλιώς.
Θυμάμαι που και που τα παρδαλά μου ανοίγματα, τις ατακτοποίητες σκέψεις μου, τους άρρωστους που συνάντησα με εκείνο το κάνε πιο ‘κει θα με κολλήσεις. Η ειλικρίνειά μου φταίει για όλα. Κατά τ’ άλλα, έφτασα όπου έφτασα με σκληρή τεμπελιά. Δεν είναι λίγο αν το σκεφτείς.
Οι άνθρωποί μου δεν υπάρχουν πια. Ή απομακρύνομαι ή απομακρύνονται. Άθεες ψυχές που όλο λένε θα φτιάξουν κι όλο μένουν στα λόγια. Τους ψάχνω, με ψάχνουν, κάνουμε πως δεν βλέπει ο ένας τον άλλον. Κάθε τόσο όλο και κάποιος περνάει από ‘δω. Ανάβει τα καντήλια, καθαρίζει το προαύλιο. Οι άνθρωποί μου σκέφτονται γάμους και οικογένειες πολλών αστέρων. Κάνουν γαργάρα τα σ’ αγαπώ και τα σε θέλω. Ακροβατούν πάνω σε σαθρές συνήθειες και σωριάζονται αβοήθητοι στα χαμηλά.