«Δεν είσαι εσύ», της δηλώνει.
Είμαι και δεν το ξέρεις, θέλει να
του πει.
Γδύνονται μόνοι τους, σαν να
παίζουν, ένα σου, ένα μου, περιμένει μια ματιά του που, όταν έρθει, θα σημάνει
τελεσίδικα το δέσιμο.
Διπλώνει τα ρούχα του στην
καρέκλα, με τη σειρά που θα τα ξαναφορέσει σε λίγο. Κάτω-κάτω το παντελόνι, μη
χαλάσει την τσάκιση, «με περιμένουν στο γραφείο», βγάζει το σλιπ, ένα σαχλό
εμπριμέ πράμα, ύστερα τη φανέλα, περνάει στην πλάτη της καρέκλας το πουκάμισο
και πάνω του τη γραβάτα, κάθεται στην άκρη του κρεβατιού, λύνει τα κορδόνια
του, μένει με τις κάλτσες, της μιλάει βαριεστημένα για ένα συμβόλαιο, έχει
κάποια εμπιστοσύνη στη γνώμη που εκείνη δεν μπορεί να εκφέρει αφοσιωμένη όπως
είναι στο γδύσιμό του.
Πόσο σε κυνήγησα, αναλογίζεται
βγάζοντας το φόρεμά της που κυλάει στο πάτωμα, πατάει πάνω του, να πιάσει τα
τσιγάρα της απ’ το κομοδίνο, γέρνει από
πάνω του, η μυρωδιά του την κυριεύει, γίνεται μουσούδα που οσμίζεται την κολόνια
του, τον ιδρώτα του, τον ερεθισμό του.
Βαρβατεύει στο άγγιγμά της, «μην
κόψεις ποτέ τα μαλλιά σου!» μουρμουρίζει βραχνά, χώνει τα χέρια του μέσα τους,
αρπάζει το κεφάλι της, το κατευθύνει απαιτητικά στο βύθισμα. Το τσιγάρο
λιβανίζει στα δάχτυλά της, ρουφηξιές αέρα ανάμεσα στις βουτιές, η μυρωδιά του
μιλάει στη γλώσσα της, εδώ είσαι, εδώ μαζί μου, ποιος ποιητής είπε ότι το σώμα
θυμάται; Από πού σε θυμάμαι αφού δεν σε ξέρω; Το ελεύθερο χέρι της τον ξαπλώνει
ανάσκελα, το άλλο σβήνει το τσιγάρο, κάθεται πάνω του, την αρπάζει άγρια απ’
τους γοφούς, «αδυνάτισες», μουγκρίζει, αφού δεν μ’ έχεις ξαναδεί γυμνή, πού το
ξέρεις;
Μισοσηκώνεται με τα χέρια του στην
πλάτη της, σίγουρα δεν τον ενδιαφέρει, έτσι νομίζεις, του απαντάει νοερά,
διαβάζοντάς τον, η ματιά του γλαρωμένη στην ηδονή του. Ξάφνου ανακαλύπτει τον
καθρέφτη απέναντί τους, κολλάει στο θέαμα, γίνεται θεατής του προσώπου του,
γοητεύεται απ’ τις ίδιες του τις γκριμάτσες, ακούει τους ήχους του, σιγά-σιγά
βουβαίνεται, ο καθρέφτης τον γελοιοποιεί στα ίδια του τα μάτια. Παρακολουθεί τη
σοβαρή της πλάτη, λεία επιφάνεια, με ανεπαίσθητους κυματισμούς που αυτός
δημιουργεί, η σπονδυλική της στήλη μετριέται, κάθε της κοκαλάκι μπαινοβγαίνει
μπροστά του, ο λαιμός της τόξο, τα μαλλιά της του κρύβουν το θέαμα, οι στρογγυλάδες
του πισινού της λάμπουν, ανεβοκατεβαίνει άλαλος στον οίστρο της, τα μπράτσα της
σφιγμένα γύρω του, το κεφάλι της χώνεται στους ώμους του, η πλάτη της χορεύει.
Αυτή η γυναίκα γεννήθηκε για έρωτα, σκέφτεται κοιτώντας τον καθρέφτη, κοιτώντας
τα μάτια του, κοιτώντας ό,τι προλαβαίνει.
Σπασμός η ανάσα της συγχρονίζεται
μαζί του. Παρακολουθεί τους ρυθμούς της στον καθρέφτη, ζαλίζεται, ξεχνιέται παρασύρεται
στο χορό της. Ακούει το ξεψυχισμένο της παράπονο, πανικοβάλλεται. Δεν έπρεπε να
έρθω, αλαφιάζεται, τον πιάνει λόξυγκας, πριν καταλάβει τι συμβαίνει, εκείνη
σχεδόν ορθή, ο καθρέφτης του αποκαλύπτει αυτή τη γυναίκα περισσότερο απ’ την
ίδια, την κόβει στα δύο όταν σκύβει να μαζέψει το φόρεμά της, βλέπει μια ιδέα
σπονδύλων σφιχτά τυλιγμένων στη λιγνάδα της, είναι τόσο μελαχρινή; αναρωτιέται
έκπληκτος, συγκριτικά το δέρμα του μοιάζει ασπρουλιάρικο, άρρωστο, τώρα το χέρι
της υψώνεται, ο καθρέφτης του δίνει μια κύκνεια κίνηση του καρπού με το
βραχιόλι, δεν φοράει δαχτυλίδια, στις ενώσεις των δαχτύλων της άλλο χρώμα, πιο
ρόδινο, παιδικό – θα της πάρω δαχτυλίδι, αποφασίζει, η βέρα του στη θέση της, ο
αριστερός παράμεσος πρησμένος.
«Το βράδυ τι κάνεις;» του ξεφεύγει
παραβλέποντας ότι δεν συναντιέται ποτέ με υπαλλήλους του βράδια, μετανιωμένος ήδη.
Ανησυχεί. Άλλο η πλάκα κι άλλο αυτό εδώ. Στον καθρέφτη βλέπει την εικόνα του:
ρυτίδες και άγχος.
Εκείνη μπαίνει στο κάδρο του σε
αμίλητο προφίλ, το είδωλό της περήφανο, το πανωκόρμι της θεριεμένο, τα στήθη
της ατενίζουν ένα μέλλον που είναι κοινό, που ωστόσο θα ήθελε να ήταν, την
ποθεί πάλι, η πετούγια δείχνει γερή για το πόδι της, κάνει μπαλέτο;
Τινάζει τα μαλλιά της γέρνοντας το
λαιμό μπροστά, τα χτενίζει με δυνατές κινήσεις.
Έχει βλαντί στη ρίζα του σβέρκου,
εκεί θα τη φιλήσω την άλλη φορά, εκεί, υπόσχεται στον εαυτό του. Πότε όμως;
Ανησυχεί κατάφατσα στον καθρέφτη, καθιστός στο κρεβάτι, ξάφνου δεν βιάζεται να
ξαναγυρίσει στο γραφείο.
Πόσο με ρεζίλεψες, προσπαθεί ν’
αναμοχλέψει την πίκρα της μα όσο κι αν σκαλίζει, δεν βρίσκει τίποτα. Κοιτάζεται,
κοιτάζει κι αυτόν. Σκάει στα γέλια. «Δεν έβγαλες τις κάλτσες σου», του πετάει
τρυφερά. Έτσι θα πάει, απ’ τη φούρια σου κάτι θα ξεχνάς.
Βρίζει τον εαυτό του προσπαθώντας
να ντυθεί το καθημερινό του δέρμα. Τα ρούχα τον ενοχλούν, δίνει μια στην καρέκλα,
τα πετάει κάτω. Ακούει λιγωμένος το γέλιο της, την πλησιάζει με τις κάλτσες,
ισορροπεί στα κατωπόδαρα του κρεβατιού, το ξύλο του κόβει τις κλειδώσεις, τη
σηκώνει απ’ τη μέση, τη σφηνώνει πάνω του, τα πόδια της, πώς σφίγγουν έτσι τα
πόδια της;
Στο απογευματινό του ραντεβού
είναι απρόοπτα συγκαταβατικός, θέλει να τελειώνουν, θέλει τον καθρέφτη.
Το βράδυ, ανόητος κατακτητής,
χτυπάει το κουδούνι της. Δεν του ανοίγει. Ξαναχτυπάει. Κολλάει το δάχτυλο.
Σταματάει, νομίζοντας ότι κάτι του είπαν απ’ το απέναντι καφενείο – γιατί μένει
σε πεζόδρομο; Κατευθύνεται προς τα κει μαγκωμένος, έκανε λάθος, κανείς δεν του
μίλησε, ή μήπως τον κορόιδευαν που χτυπούσε τόση ώρα το κουδούνι της;
Παραγγέλνει ουίσκι, πίνει με το βλέμμα κολλημένο στα παράθυρά της. Τα φώτα της
αναμμένα, οι διάφανες κουρτίνες δεν κρύβουν τίποτα. Βλέπει τα ίδια στήθη να
περπατούν κυματιστά. Ανοιγοκλείνει τα βλέφαρα αμφιβάλλοντας. Η ίδια εικόνα πιο
καθαρή, τώρα. Γυμνή, περπατάει πάνω κάτω μπρος στα παράθυρα. Ακούει τα σχόλια
των άλλων θαμώνων, παρακολουθούν απρόσκλητοι το εντελώς δικό του θέαμα, λυσσάει.
Εικόνες αποσπασματικές, αποδιοργανωτικές. Η ίδια μελωδική κίνηση του καρπού, η
φιγούρα της σαγηνευτική.
Τινάζεται, ξαναχτυπάει το κουδούνι
της, έξαλλος. Τίποτα. Ξανακάθεται εξουθενωμένος στο καφενείο. Σχηματίζει τον
αριθμό της στο κινητό του. Καμία απάντηση. Κοιτάζει τα παπούτσια του, θυμάται
το γέλιο της για τις κάλτσες του, θυμάται το καθρέφτισμά τους.
Τα φώτα της σβήνουν. Ανάβει το φως
του διαδρόμου. Κατεβαίνει τρεχάτη με τα μαλλιά δεμένα ψηλά, πιο περήφανη από
ποτέ. Πώς δεν την είχα προσέξει στο γραφείο; Ποιος έκανε την πρώτη κίνηση; Δεν
ξέρει.
Σηκώνεται να την υποδεχτεί. Τα
τακούνια της αντιλαλούν στο πλακόστρωτο. Δεν μπορεί, ξέρει ότι αυτός χτυπούσε
το κουδούνι της, ότι τηλεφώνησε.
Άναυδος τη βλέπει να του ρίχνει
μια ματιά στο σκοτάδι, δίχως να τον αναγνωρίζει. Στρίβει στο τέρμα του
πεζόδρομου. Μπαίνει σε μια ανοιχτή πόρτα αυτοκινήτου. Ακούει το γέλιο της.
Του λείπει βαθιά στα σπλάχνα του.
Της τηλεφωνεί ατέλειωτες μέρες. Το
μήνυμα στον αυτόματο λέει, «δεν μπορώ τώρα». Τη ρωτάει πάντα το ίδιο: «πότε
μπορείς;» Στο γραφείο δεν διανοείται να της ζητήσει ν’ ανέβει απ’ τον δεύτερο όροφο,
στη διεύθυνση του τέταρτου. Αυτό που δεν ξέρει είναι ότι έχει αποχωρήσει ένα
χρόνο απ’ την εταιρία του. Μετακόμισε σε άλλη επιχείρηση που συνεργάζεται με τη
δική του κι έτσι είχαν αφορμές για τηλεφωνήματα, συνήθως μόνο από εκείνην.
Αναρωτιέται αν ψάχνει την ίδια ή
το είδωλό της στον καθρέφτη. Κάποια στιγμή που επιτέλους μιλάνε, της περιγράφει
τι είδε εκείνο το μεσημέρι στον καθρέφτη της. Του απαντάει το γέλιο της.
Κλείνουν το τηλέφωνο και τσακώνει τον εαυτό του να φιλάει το ακουστικό. Ύστερα
καταλαβαίνει ότι δεν έκλεισαν ραντεβού.
Ρισκάρει να την αναζητήσει σε
άλλους καθρέφτες, σε άλλα σώματα. Τίποτα. Της ομολογεί τα πάντα σ’ ένα γράμμα.
Ένα κείμενο γεμάτο τροπάρια, τραγούδια, ερωτήσεις, απαντήσεις, παραμιλητό,
απορίες πώς και δεν γνωρίστηκαν πιο πριν αφού είναι τρία χρόνια συνάδελφοι,
έτσι της γράφει, πρώτη φορά υποτιμάει τη θέση του με την ελπίδα να μην τον
φοβηθεί, θέλει να πιστεύει ότι από φόβο χάθηκαν μετά το πρώτο ραντεβού. Ένα
κείμενο σε τρία χρώματα, μαύρο, μπλε, πράσινο, χάλασε πολλά στιλό, στο τέλος
την ικετεύει να συναντηθούν με μολύβι. Η τελευταία παράγραφος φτάνει στα χέρια
της μισοσβησμένη, έχει μείνει το, «σε παρακαλώ να…»
Ξανά στο καφενείο του πεζόδρομού
της, περιμένει το κάλεσμά της, κοιτώντας ψηλά. Χορεύει ή περπατάει στο ολόφωτο
σπίτι της, με τις ανάερες κουρτίνες της; Τα φώτα της σβήνουν, ένα παράθυρο
ανοίγει, ένα χέρι τρυφερός βλαστός κινείται.
Τρέχει τραβηγμένος απ’ το μαγνήτη
της, οι πόρτες βουίζουν στην υποδοχή του, φτάνει στο σώμα της, τον αγκαλιάζει
με ένα άλλο αγκάλιασμα, τον οδηγεί στον καθρέφτη.
«Βγάλε τις κάλτσες», τον διατάζει
γελαστά, «απόψε θα κοιτάζω εγώ, να δω όσα είδες».
Η γροθιά του θρυμματίζει το είδωλό
τους. Μένει έρμαιο της πραγματικότητας, το ξεγέλασμα του ηδονοβλεψία τον
προσβάλλει. «Δεν είμαι αντικείμενο!» ουρλιάζει. «Είμαι εγώ!» οδύρεται τη στιγμή
της άφεσης στη γυναίκα αυτή.
Το γέλιο της τον κάνει να ξεχάσει
τα σπασμένα γυαλιά του καθρέφτη στο χέρι του. Του λύνει την ξεχασμένη στο λαιμό
γραβάτα. «Την άλλη φορά φορούσες κάλτσες, τώρα γραβάτα, ποτέ δεν θα γδυθείς
εντελώς εσύ;»
Γελάει κι αυτός. Όχι, δεν με
κρίνει, αυτή η γυναίκα διασκεδάζει που είμαστε μαζί. Του φέρνει φρούτα σ’ ένα
πιάτο, τ’ ακουμπάει στο κρεβάτι, κάθεται γυμνή απέναντί του, ανάβει τσιγάρο.
«Κάνω ωραία σπανακόπιτα», του λέει καπνίζοντας. Διακρίνει στο βλέμμα της την
αφοσίωσή της.
Ανακαλύπτει τον ανήλεο καθρέφτη
της ψυχής του. «Εσύ είσαι».