Θυμάμαι το 1991 την εξέγερση μαθητών και
φοιτητών στο κέντρο της Αθήνας, κατά του νόμου για την εκπαίδευση, που δεν
προήλθε από κανένα κόμμα. Βρισκόμουν σε μια καφετέρια ενός ξενοδοχείου της Ομόνοιας
κι έβλεπα κάτω τα παιδιά να κραδαίνουν μαύρα λάβαρα και χαιρόμουν γιατί μου
δημιουργούσαν ελπίδα ότι κάτι καλό θα συμβεί. Δεν συνέβη βέβαια, αλλά διατηρώ
ακόμα τις ελπίδες μου. Τότε τα μαύρα λάβαρα σήμαιναν επανάσταση σε όλη την
Ευρώπη.
Τώρα πια τα μαύρα λάβαρα είναι συμβολική
έκφραση τζιχαντιστών που καλούν για συστράτευση στο Χορασάν, όλους τους
υποψήφιους δήμιους. (Στην Οκλαχόμα ένας αυτόκλητος τζιχαντιστής που πιθανόν δεν
έχει πάει ποτέ στην προγονική πατρίδα του, αφού προσπάθησε να πείσει τους συναδέλφους
του ότι οφείλουν να προσχωρήσουν στον μουσουλμανισμό και τον απέλυσαν,
επιτέθηκε στο εύκολο θύμα: μια γυναίκα. Την αποκεφάλισε).
Ζώντας χρόνια εκτός Ελλάδος και
ταξιδεύοντας συχνά σε όλη την Ευρώπη την τελευταία εικοσαετία, παρατηρώ τα
μαύρα λάβαρα (άλλοτε μαντίλια και άλλοτε καφτάνια) να αυξάνονται. Στην αρχή
σχολιάζαμε γελαστά με τους Ευρωπαίους φίλους την παραδοξότητα. Ύστερα που τα
φαινόμενα αυξήθηκαν και τα παιδιά φίλων, παιδιά τρίτης και τέταρτης γενιάς
αγγλάκια, γαλλάκια, γερμανάκια, έφευγαν απ’ α σχολεία και έτρεχαν στο ισλαμικό
σχολείο, το φαινόμενο πήρε σημαντικές διαστάσεις κι εμείς αρχίσαμε ν’
ανησυχούμε. Εμείς, οι ‘ξένοι’, δηλαδή εμείς που προερχόμασταν από μεσογειακές
χώρες. Ωστόσο οι ντόπιοι έκαναν τα στραβά μάτια. Μάλιστα σε κάποιες πόλεις της Ευρώπης,
όλη η δημόσια διοίκηση μετακόμισε σε περιοχές μεταναστών με την αιτιολογία ότι
έτσι ναι μεν χάνουν τις δουλειές τους οι ‘λευκοί’ όμως ελέγχονται οι ‘μαύροι’
και για μερικά χρόνια αυτή η τακτική έδειχνε να λειτουργεί.
Όχι πια. Και στην Αγγλία και στη Γαλλία
και στη Γερμανία όπου προσπάθησαν να ‘εντάξουν’ τους ‘εξ Αραβίας και Αφρικής’ πολιτογραφημένους
κατοίκους στη δημόσια διοίκηση, εμφανίστηκαν παροδικά φαινόμενα συνύπαρξης.
Όμως την τελευταία πενταετία, ξαναβγήκε στην επιφάνεια η διαφοροποίηση, όχι
τόσο ως προς το χρώμα του δέρματος, όσο ως προς τη θρησκεία.
Ας μην κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάχτυλό
μας. Κανένας δυτικός, δεν καταλαβαίνει γιατί ο δημόσιος υπάλληλος με το μαύρο
καφτάνι, ή η κοπέλα με τη μαύρη μαντίλα, σταματάει τη δουλειά της και τρέχει
κάπου στα ενδότερα της δημόσιας υπηρεσίας για να προσευχηθεί.
Στην Ελλάδα που δεν δίνουμε υπηκοότητα
σχεδόν ποτέ, δεν έχουμε ‘αλλόθρησκους’ δημόσιους υπαλλήλους. Η λέξη
‘αλλόθρησκοι’ μπαίνει σε εισαγωγικά μόνο για να δείξω ότι δεν μ’ ενδιαφέρουν
αυτοί οι όροι. Αλλού είναι το πρόβλημα. Κάναμε τα πάντα στην Ευρώπη και στην
Αμερική για να ξεριζώσουμε τους λαούς της Εγγύς Ανατολής και της Αφρικής απ’
τους τόπους τους. Οι Ευρωπαίοι αποικιοκράτες ξεκίνησαν το κακό δύο-τρεις αιώνες
πριν. Και μετά, δήθεν, τους βοήθησαν μέσω των κοινοπολιτειών να έρθουν στην
Ευρώπη. Και τώρα δεν τους θέλουν. Γιατί τώρα μας χτύπησε η κρίση. Όλους. Και οι
‘αλλόθρησκοι’ περισσεύουν.
Όμως θα τους φάμε στη μάπα. Γιατί δεν
φροντίσαμε να τους εντάξουμε τίμια, με αγάπη και σεβασμό στα δυτικά πολιτιστικά
συστήματα. Γιατί τους κρατήσαμε στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής. Γιατί τους
πήραμε τις πατρίδες τους. Γιατί τους εξευτελίσαμε.
Σε κάθε οικονομική κρίση ανά τους
αιώνες, κάποιοι ξεσηκώνονται. Τώρα ήρθε η ώρα των εξτρεμιστών κάθε είδους. Και
αυτό είναι η αποτυχία της δυτικής ευρωπαϊκής, δήθεν δημοκρατικής κουλτούρας. Και
η τιμωρία της.
Τα κρυφά τζαμιά αυξάνονται παντού στην
Ευρώπη. Δεν είναι τόποι προσευχής με τον τρόπο που νομίζουμε. Είναι χώροι
εκπαίδευσης σε ένα παντελώς αλλοιωμένο Κοράνι, με προπαγανδιστές μιας
καταστροφικής για όλους άποψης περί μουσουλμανισμού. Καμία θρησκεία από μόνη
της δεν οπλίζει κανέναν. Όμως η απελπισία, ο πανικός, η απόγνωση, η πείνα, ναι,
οπλίζει πολλούς.
Δεν υπάρχει, για μένα διαφορά, ανάμεσα
στην άνοδο του ναζιστικού κινήματος και του ισλαμικού φονταμενταλισμού. Είναι
και τα δύο αποπαίδια της πολιτικής που εφαρμόστηκε και εφαρμόζεται στη Δύση. Η
βία που ήδη βλέπουμε, θα γίνει η βία που θα ζήσουμε ο καθένας προσωπικά με
διάφορους τρόπους.
Κι όσο παριστάνουμε ότι είμαστε έξω απ’
το πρόβλημα, τόσο το πρόβλημα θα θεριεύει. Δεν περνάει πλέον η θεωρία του ‘εγώ
είμαι ήσυχος άνθρωπος’ ή ‘εγώ είμαι κουλτουριάρης’ – τώρα είναι η ώρα της
πράξης. Της θετικής αντιμετώπισης της διαφορετικότητας, είτε αυτή είναι θρησκευτική,
είναι φυλετική.
Αυτός που δεν αποδέχεται τους ομοφυλόφιλους,
παράλληλα δεν αποδέχεται τους ‘αλλόθρησκους’ , τους ‘μαύρους’ και κατά βάθος
τον εαυτό του. Και μέσα στην οργή και την παράνοια του τρόμου του, αυτός ο
άνθρωπος ξαναγίνεται ζώο.
Ένα ζώο που θα ορμήσει. Στα τυφλά. Όπως
οι ναζί ή οι τζιχαντιστές.
Ίσως αυτό το κείμενό μου φανεί σε
κάποιους αλλόκοτο. Δεν είναι. Αυτά ζω ταξιδεύοντας, αυτά ζω στην Ελλάδα, αυτά
γράφω.
Αν δεν προσπαθήσουμε να αποδεχτούμε ότι
οι κοινωνίες μας είναι απόλυτα πολύ-πολιτισμικές, αν δεν επιδιώξουμε να μάθουμε
πώς θα συμβιώσουμε, αν δεν κοιτάξουμε τον ‘ξένο’ με σεβασμό, θα έρθουν ακόμα
χειρότερες μέρες.
Ωστόσο, επειδή όπως είπα στις πρώτες
γραμμές, συνεχίζω να ελπίζω, ρωτάω πάντα τους ξένους που συναντώ, πώς λένε
‘ευχαριστώ’ στη γλώσσα τους και το μαθαίνω. Και ευχαριστώ συχνά σε πολλές
γλώσσες και έχω κατά νου ότι και η δική μου γλώσσα, είναι ξένη γι’ αυτούς, όπως
και η κουλτούρα μου. Για θρησκεία δεν συζητώ καθότι δεν διαθέτω – εξ ου και το
‘αλλήθρησκος/οι’ σε εισαγωγικά. Λυπάμαι, δεν διαθέτω ούτε ομόθρησκους, όμως
γνωρίζω πάρα πολύ καλά και λόγω σπουδών και λόγω πείρας, ότι οι θρησκείες
συνιστούν κοινωνικοπολιτικά συστήματα που δεν είναι συγκρίσιμα είδη. Οι
διαφοροποιήσεις και οι συγκρίσεις μόνο κακό κάνουν ενώ η αποδοχή της
διαφορετικότητας μπορεί να οδηγήσει σε αλληλοκατανόηση και αλληλοσεβασμό. Αν η
Δύση θυμηθεί αυτές τις έννοιες και τις εφαρμόσει, υπάρχει ελπίδα. Αν όχι, μαύρο
λάβαρο που μας έφαγε.
Άκουσα προχτές μια κυρία στο
σούπερ-μάρκετ να μουρμουρίζει: «Αυτός ο σκυλάραπας τι θέλει εδώ;» Κοίταξα τον
‘σκυλάραπα’ που ήταν ένας ψαρομάλλης Σύριος, νομίζω, κομψός και πανέμορφος. Την
άκουσε κι εκείνος και χαμογέλασε. Και αναρωτήθηκα αν χαμογελάει για να πάρει
κουράγιο, καθώς σίγουρα καταλάβαινε ελληνικά ή αν χαμογελάει γιατί κάποιοι τον
έπεισαν ότι αργά ή γρήγορα θα πάρει το αίμα του πίσω. Μου έπεσε ένα πακέτο, το
έπιασε και μου το έδωσε. Το χαμόγελό του ήταν εντελώς διαφορετικό όταν του
είπα, ‘Σοκράν’, ευχαριστώ στα αραβικά.
Μετά πήγα στο κινέζικο της γειτονιάς μου
για σαγιονάρες και ανταλλάξαμε τα ‘σίς-σχιέ’ μας, γελαστά. Κι μόλις πήρα
σταφύλια απ’ τον εβραίο φίλο μου μανάβη, είπαμε ‘τόντα’ γελώντας.