Εκδόσεις Samizdat

Στα πέντε μου μ’ έδιωξε  ο γέρος μου απ’ το σπίτι.

<<Φύγε ρε κερατά!>>

<<Άσ’ τον>> είπε η μάνα μου <<ακόμα φοβάται
τις γάτες>>.

Ακόμα τις φοβάμαι.

Σύννεφο δειλό η καρδιά μου

άντεξε την υστερία του κόσμου

μες της πλήξης το κλουβί άντεξε

της λέω ξεγελώντας τα βράδια

με παλιές φωτογραφίες.

Να ίδιος είμαι δεν άλλαξα

απλά έγινα μέλλον που αλλοιώθηκε

δε γινόταν αλλιώς παραδέχομαι.

Αγκαλιά παίρνω την κόρη μου

και ξεκινά ο διάλογος:

τα τα τατα κουτ κουτα σασα.

Απαντώ σαν πρωτόπλαστος πίθηκος:

τουτα τατα κουτα σασα.

Μ’ ένα χαμόγελο μου δείχνει τα τέσσερα δόντια της

δε με χωρά ο παράδεισος τότε

και χτυπώ τα πλήκτρα

να ζωντανέψει ο Μπαχ

σε μινουέτο παιδικών ενυπνίων.

Τα τα τατατατα…

Άκου τι όμορφα τραγουδάν οι σφαίρες!

Έχουν το μέλλον σου κλεισμένο στο κλουβί της
πλήξης

χαμάμ της θλίψης θα ‘ναι οι μέρες σου

σκέφτομαι και βυθίζομαι

σε μια σιωπή που με πνίγει.

Είθε να ‘μαι λάθος!