ΜΟΥΣΚΕΜΕΝΑ
ΑΠΟΣΙΩΠΗΤΙΚΑ
Βροχή
σκαναρισμένη στο θηκάρι της φωνής μου.
Όλα τα
φωνήεντα λίγο μουδιασμένα, όλα τα σύμφωνα
συναχωμένα. Τα
γράμματα μου πάντα βρεγμένα.
Βήχουν πάνω
σου στάμπες από σαλιωμένους πορφυρούς
πυροβολισμούς
αναμνήσεων
που
ξεροσταλιάζουν στο κατώφλι μου να τις δεχτώ.
Γυμνές με
παρακαλάνε να τις καλέσω μέσα…
να με
πονέσουν πάλι, να επιβιώσουν
παράσιτα της
δικής μου γύρης… ελεύθερες πάνω στα χαρτιά μου ντυμένες.
Πόρνες αναθυμιάσεις
του μουσκεμένου χώματος ζητάνε
να με αποπλανήσουν
στο λαγούμι τους, να με κάνουν
να σπαταλήσω
τον σπόρο μου στον υγρό τάφο της φωλιάς τους.
Νύχτες…
ατέρμονες, αποβάλλουσας αυγής φωνή
σταλαγματιά
σταλαγματιά θησαυρισμένη.
Ραγίσματα
στον σοβά του κορμιού μου ο αντίλαλός της
και η βροχή
επιμένει
να κεντρίζει
τα πλευρά μου.
Βγήκες εσύ
από την ραμμένη πληγή κι έρεψαν
τα σπλάχνα
μου από τον καημό, ράγισαν τα φτερά μου από τον
θυμό.
Αδυνάτισαν
τα χέρια μου από την ιδρωμένη αφή σου.
Ψίθυρο τον
ψίθυρο ροκάνιζε το λαρύγγι μου
ο αχός του
τραγουδιού μου.
Και μέθυσα
με της σειρήνας το κεντρί
που ελλόχευε
στη γη μου, σπάθιζε τη διαδρομή μου
με κενά
διαστήματα βημάτων.
Μέσα στη
βροχή έμενα να περιμένω
Μπροστά σε
ένα αδειανό φαράγγι…
σε ένα
κόκκινο φανάρι ακίνητος.
Να
περιμένεις εκεί βρεγμένος αν θα σαπίσεις
ή αν ο
ουρανός επιτέλους παραχωρήσει μπαλώματα στο χώμα να περάσεις
σχεδόν
αλώβητος και σήμερα.
ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ
Σμπαράλιασαν
οι ρόδες του ποδηλάτου της.
Την είδα να
αποβιβάζεται και να το αφήνει
με νεύρα να
πέφτει θορυβωδώς στην άσφαλτο.
Σε λίγο η
ξανθή νεαρά είχε χαθεί μέσα στο πλήθος.
Ούτε μια
φορά δεν κοίταξε πίσω.
Ένα ασημί
ποδήλατο με διαλυμένη ρόδα
και σπασμένα
πλευρά ξαπλώνει
στο λιοπύρι
του Αυγουστιάτικου Σαββάτου.
Είχε
νυχτώσει πια, όταν επέστρεψε η κοπέλα.
Έφυγε παιδί,
γύρισε σχεδόν έφηβη.
Το ποδήλατο
είχε αλλάξει χρώμα
μέσα στον
τόσο ήλιο.
Είχε σκάσει
το δέρμα του, είχε μαυρίσει,
είχε πληγιάσει.
Είχε
συρρικνωθεί στο μαύρο χρώμα του θανάτου.
Οι
τυμβωρύχοι είχαν σφετεριστεί τις τρύπιες ρόδες,
την
καινούρια ακόμα σέλα, την όμορφη του
αλυσίδα, το
ροζ καλαθάκι, ακόμα και
την βραχνή
του κόρνα.
«Καμιά
διαδρομή δε θα ξανακάνει αυτό το ποδήλατο»,
είπε με μια
υπόνοια κατηγόριας
ο πατέρας.
Το κορίτσι
έπεσε στα γόνατα
και έκλαυσε πικρώς
με λυγμούς.
Μα κανένα χαμένο
μέλος δε νόστησε
το κορμί του εκλιπόντος.
Καμιά ορθοπεταλιά
δεν
αναστήθηκε στο τσιμέντο.
Τίποτα δε φύεται
στην άσφαλτο, πόσο μάλλον
αν νοσήσει
επαρκώς.