Αίνιγμα
Με πνίγει πλέον η θάλασσα
των ανθρώπων
Άπατα νερά η μοναξιά
ανάμεσά τους
Βδέλες που κολλούν στα
χέρια σου
Η απόκοφη βουή τους.
Να κολυμπήσεις πώς;
Σαν τους γνωρίζεις
χαμογελούν
μα το λακάκι τους
δακρύζει,
στάζει βραχνούς λυγμούς
.
Σαν λιγάει ο χρόνος
βυθίζεσαι
Στη πλάνη τους.
Λες πως μπορείς να τους
κρατήσεις
Γελάστηκες.
Οι άνθρωποι ποτέ
αιχμάλωτοι
Δεν έγιναν ακούσια
Μήτε υπέγραψαν συνθήκη
την ψυχή τους.
Σαν φεύγουν πάλι
,χαμογελούν.
Αίνιγμα η αιτία.
Τα χέρια μας αδειανά,
Τόσο μάταια πλασμένα
Δεν μπόρεσαν ποτέ
να φέρουν πίσω
Στη ζωή
Όσα αγαπήσαμε.
Μεγάλο αίνιγμα οι
άνθρωποι ,
Όπως και τα χαμόγελα
Όπως και η θάλασσα
Σε ξεβράζουν πάντα
αδειανό
Στην αμμουδερή μοναξιά
της
μνήμης σου.
Ίσως είναι λάθος του
χρόνου
Να ξεθωριάζει καθετί
φθαρτό
Που παλέβει
Να αντέξει το αναπόφευκτο
Σμίξιμο μαζί του .
Η Παναγιώτα Καλογεράκου είναι μαθήτρια της Β’ λυκείου