ΠΡΩΤΟΣ ΟΜΙΛΗΤΗΣ: πώς θα
μεταβληθεί η έννοια του ωραίου και τα κριτήρια περί αυτού, εκτός, αλλά και
εντός μας; Μπορεί να υπάρξει καινούργια
θεσμοθέτηση σήμερα, όταν από αρχαιοτάτων χρόνων έχει οικοδομηθεί ένας Παρθενώνας, στηριζόμενος στους λιγοστούς
βέβαια, αλλά ακόμη υπάρχοντες κλασικούς
κανόνες; Ξέρουμε όλοι, λόγου χάρη, την « χρυσή τομή» σύμφωνα με την οποία οι
κίονές του έχουν τις πρέπουσες διαστάσεις και συμβαίνει επίσης να παρουσιάζουν
μία ελάχιστη καμπυλότητα, που προσομοιάζει με την κλίση του ανθρώπινου σώματος.
Και δεν μιλάμε, βέβαια, για
την αισθητική σύγκρουση που υπάρχει ανάμεσα σ’ έναν αρχαιοελληνικό αγώνα πάλης
που εξελίσσεται σε περιφανή νίκη -παράλληλα με μια αξιοπρεπή ήττα- και στην
επιθανάτια αγωνία ενός Ρωμαίου ξιφομάχου. (υπάρχει ανάλογη προβολή). Ούτε για
την διαφορετικότητα που διακρίνουμε σε έναν πληθωρικό, αναγεννησιακό πίνακα
ζωγραφικής σε σύγκριση με έναν αφαιρετικό Πικάσο. Μιλάμε για κοσμογονικές
αλλαγές, που κάποιοι τις παρουσιάζουν με τέτοιο τρόπο ώστε να μοιάζουν
αναπόφευκτες. Νομίζω ότι ο παρελθών χρόνος δείχνει ότι δεν γίνεται να χάσουμε την
ανθρωποκεντρικότητά μας, το ανθρώπινο
μέτρο. ( Στην κυριολεξία το αναφέρω.)
Ακόμα κι αν σχεδόν ολόκληροι γίνουμε τεχνητοί, όταν ακόμα κι ελάχιστα κύτταρά
μας παραμείνουν ανθρώπινα, δε θα μπορέσουμε να ξεφύγουμε από τις ανθρώπινες
παραμέτρους˙ από τις διαστάσεις της ανθρώπινης παλάμης και του ανθρώπινου
ποδιού. Κάθε διαφορετική προσπάθεια θα την ονόμαζα βαρβαρισμό και κακοποίηση.
Όπως, δηλαδή, πίστευαν οι αρχαίοι μας ότι
Έλληνας είναι αυτός που μετέχει της Ελληνικής παιδείας, κάτι παρόμοιο θα πω κι
εγώ: άνθρωπος είναι εκείνος που έχει διαβεί μέσα από την ανθρώπινη εξέλιξη και
κουλτούρα.
Ή νομίζετε, πρόσθεσε
χαμογελώντας, ότι μια γενική συνέλευση που θα αποφάσιζε ότι από δω και πέρα οι
άνθρωποι θα ονομάζονταν νέοι άνθρωποι ή παρα-άνθρωποι θα έλυνε και το πρόβλημα.
Κι αν μου δίνατε, μάλιστα,
περισσότερο χρόνο θα μπορούσα να σκεφτώ κι άλλες ονοματολογικές εκδοχές…, περισσότερες και από
τα προθέματα γύρω από τη λέξη Μακεδονία… είπε τελειώνοντας, μ’ ένα
περιγελαστικό σπινθήρισμα στα μάτια.
Μάλλον όμως δεν τού έδιναν, γιατί πήρε βιαστικά το λόγο ο
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΟΜΙΛΗΤΗΣ:
όλα αυτά
σεβαστέ συνομιλητή, έτσι τον
προσφώνησε, πρέπει να ληφθούν σαφώς υπ’ όψιν. Βέβαια, δεν μπορεί να αγνοηθεί
και το παρόν. Ας σκεφτούμε μήπως συγχέουμε την συντήρηση με την πρόοδο. Μήπως
προσπαθούμε να δώσουμε την παντοδυναμία στο φόβο και στην επικρατούσα αισθητική
του μέτριου, στο ένστικτο της αγέλης εναντίον των ανεξάρτητων φωνών και
αντιλήψεων. Μήπως πριμοδοτούμε υπέρ της συντηρητικής νοοτροπίας στην πάλη της
με τα βασικά ένστικτα της ζωής, η οποία, ζωή, επιδιώκει πάντα το
καινούργιο. Η συμπεριφορά μας μου θυμίζει κάποιους που
δηλώνουν με παντίους τρόπους ότι
επιθυμούν την ισότητα, ενώ μέσα τους
«πεθαίνουν» για διάκριση. Και ας
μην υποτιμούμε τον φόβο, τον παντοδύναμο φόβο, που έκανε τον άνθρωπο έξυπνο
μαζί και προσεκτικό. Και που χρειάστηκε, ωστόσο, πολλές φορές, να τον
υπερπηδήσουμε για να πάμε μπροστά. Σαν φωτιά το καινούργιο έκαψε πολλούς, το
ομολογώ. Αλλά πού θα ήμασταν χωρίς αυτό; Ποιος θα επιθυμούσε σήμερα να ζει
χωρίς το πολυμορφικό κρεβάτι του, τις ηλεκτρονικές συσκευές του, τα ταχύτατα
ταξίδια του, τις τηλεπικοινωνίες; Εγώ δεν βλέπω να αντέχει κανένας εύκολα την
απώλειά τους. Ας σκεφτούμε και κάτι
άλλο: το ωραίο στον άνθρωπο εμπεριέχει και τις έννοιες του καλού και του
αγαθού. Και αγαθό σίγουρα είναι αυτό που μας ωφελεί- με οποιονδήποτε τρόπο. Και
επειδή ο άνθρωπος είναι υλικό μέγεθος το οποίο εκφράζεται, βεβαίως, και ως
πνεύμα, ήτοι ως ενέργεια, οδηγούμαστε στην κατεύθυνση ότι πρέπει, ακόμα και το ωραίο να κρίνεται σα
φυσικό μέγεθος. Και ως γνωστόν, τα φυσικά μεγέθη εμπεριέχουν και την παράμετρο
του χρόνου. Δηλαδή, εδώ, και τη χρονική στιγμή που κρίνεται κάτι ως ωραίο αλλά
και τη διάρκεια του χρόνου που κρίνεται
ως τέτοιο.
Συμφωνώ όμως με την γνώμη
ότι η αισθητική τού ωραίου συμφύεται με την αίσθηση της ανθρωπινότητας. Κι αυτό
πρέπει να διασφαλιστεί. Κάθε άλλη εκδοχή θα προκαλέσει μεταξύ τών ανθρώπων
ρίξεις και ψυχολογικές αναταράξεις που
θα είναι περισσότερο δυσάρεστες κι από έναν γενικευμένο πόλεμο. Επομένως,
επιμένω στην άποψή μου: θεσμοθέτηση όσον αφορά τα επιστημονικά επιτεύγματα,
αλλά καμία συντήρηση στην αισθητική θεώρηση της
εξελικτικής πορείας της
ζωής.
ΤΡΙΤΟΣ ΟΜΙΛΗΤΗΣ:
Φυσικά και επιθυμώ να
στηρίζομαι στη βάση της ισότητας για να δημιουργήσω αυτό που δύναμαι, για να
διακριθώ. Αλλά φρονώ ότι όλες οι αμφιβολίες, που με ορισμένες πρακτικές
γίνονται θεωρίες και μας κρατάνε πίσω, βασίζονται στα αρχέγονα ένστικτά μας που
μας έλκουν σε πρωτογενή επίπεδα, στο
κοπάδι. Μη ξεχνάμε το απλό: ό,τι δεν εξελίσσεται και περιχαρακώνεται στην ιδιαιτερότητά του, υποσκελίζεται από κάτι άλλο, πεθαίνει.
Κάποιες στιγμές μου περνάει από το μυαλό ότι
μια μερίδα μόνο των ανθρώπων είναι ο ανθρώπινος νους και οι άλλοι αποτελούν
απλώς ένα «σώμα» που είναι καλό να
υπακούει. Το δε «ωραίο» είναι ένα
επιφαινόμενο, ένα ανθρώπινο δημιούργημα, που οφείλει κι αυτό να εξελιχθεί. Μας
τρομάζει η συσσώρευση γνώσεων. Μοιάζει με μαγικό χέρι που σήκωσε τον άνθρωπο
ψηλά κι από κει που βρέθηκε φοβάται ότι μια ενδεχόμενη πτώση του θα είναι όχι
μόνο οδυνηρή, αλλά και καταστροφική.
(Αργά): Στο δικό μας χέρι
όμως στηρίζεται για να μην αποβεί αυτοκτονική.
Ανέκαθεν ο άνθρωπος αποτελούσε ένα
εκκεντρικό είδος ζωής. Και για να ανέλθει στην μέγιστη μεγαλοπρέπεια και δύναμή
του πρέπει να τοποθετηθεί έξω από την τρέχουσα «πραγματολογία».
Αν αποκαλέσουμε
βαρβαρότητα το καινοφανές, τότε ο Προμηθέας, με την ζωντανή φωτιά του, ήταν ο
πρώτος βάρβαρος. Νέες αξίες, αυτό είναι κάθε φορά το ζητούμενο. Όπως δεν υπήρξαν, μέχρι σήμερα, αιώνιοι θεοί,
έτσι δεν υπάρχουν κι αιωνίως πανομοιότυπες αξίες. Χρηστικές και βιώσιμες είναι
εκείνες που υπηρετούν τον σημερινό άνθρωπο. Και θα αποβούν τέτοιες, όχι γιατί
το ένδυμά τους θα είναι προϊόν στυλίστα του εικοστού τέταρτου αιώνα, αλλά και
«ολόγυμνες» όντας, θα είναι διαφορετικές.
Και πριν ακόμα τελειώσει τη φράση του,
έστρεψε το κεφάλι και κοίταξε προς το
πίσω μέρος της σκηνής, όπου ήταν ανεβασμένος.
Τότε άρχισαν να μπαίνουν με κοφτά, μικρά βήματα χορευτές, πρόθυμοι στο
αδήλωτο κάλεσμά του.
Είχαν τα χέρια τους
κολλημένα στα πλάγια του κορμιού, έτσι που να μη μπορείς να τα ξεχωρίσεις
ανάμεσα στις πτυχώσεις των φορεμάτων τους, και παρατάχτηκαν σ’ ένα τριγωνικό
κέντρο καθώς εκείνος υποχωρούσε, βήμα- βήμα, προς την πλαϊνή έξοδο της σκηνής.
Τήρησαν ενός λεπτού σιγή, σαν για να προετοιμάσουν το ακροατήριο, και κατόπιν
ξεκόλλησαν τα χέρια από τον κορμό και τα ύψωσαν δυνατά σαν σπαθιά που τρυπούν
το αιθερικό σώμα του ουρανού, ενώ η σκεπή μαζεύονταν, σιγά-σιγά, και τ’ αστέρια
άρχισαν να ξεχωρίζουν από τον γύρω τους αφώτιστο χώρο. Κοντάρια φύτρωσαν από το
πάτωμα κι αυτοί ευθύς αναρριχήθηκαν επάνω τους. Κατέβασαν τα καπέλα στο πρόσωπο
κι άλλαξε τελείως το σκηνικό: όλοι έμοιαζαν σε κάποιο ζώο κι από μερικούς
πρόβαλαν ουρές. Τότε ήταν που πρόσεξε η Τζωρτζ ότι οι περισσότεροι αντί για
παπούτσια τού χορού είχαν οπλές ή νύχια μεγάλα.
Ισορροπούσαν πάνω στα κοντάρια σε γεωμετρικούς σχηματισμούς και μια
σέρνονταν στο έδαφος και την άλλη σηκώνονταν με ελαφράδα στον αέρα.
Το θέαμα ήταν αληθινά συναρπαστικό,
πλαισιωμένο από μια καθαρή μουσική με
κρουστές νότες-σαν σε αρχαίο θέατρο- και τελείωσε με τους χορευτές σε εμβρυική
στάση να συστρέφονται στο κέντρο της σκηνής, δημιουργώντας έναν ανθρώπινο
κοκκινόχρωμο τροχό.
Τότε μπήκε ανάμεσά τους μια μαυροντυμένη
γυναίκα, λεπτότατη και πολύ ψηλή και, κρατώντας ένα φωτεινό ραβδί, τους
ακούμπησε έναν-έναν και εκείνοι, αυτοστιγμεί, παρατάχτηκαν πάλι σε τριγωνικό
σχήμα παίρνοντας την αρχική, ανθρώπινη όψη. Με κάποιο δισταγμό, εκείνη,
ξεσκέπασε το πρόσωπό της, που ήταν πανέμορφο, και ξήλωσε τελετουργικά το φόρεμα
στο στήθος της. Φάνηκαν τότε οι μαστοί
της, μεγαλοπρεπείς.
Αυτόματα οι χορευτές γονάτισαν κι έψαλαν έναν ύμνο για
την Θεά Μητέρα, που είναι τροφός και παιδαγωγός, και την ικέτευαν να αποδεχτεί
τη λατρεία τους και ζητούσαν να τους ευλογήσει, κατά κάποιον τρόπο:
Εσύ θεά μητέρα,
Μητέρα αξιοσέβαστη,
Μητέρα μεγαλόθυμη,
Μητέρα ανεξάντλητη,
Εσύ, ώ μήτερ
γαιοκρατόρισσα,
Χαιρόμαστε που είμαστε
παιδιά σου.
Εσύ που γεννήθηκες από
μόνη σου,
Για πάντα μητέρα.
Δώσ’ ημίν την δυνατότητα
να αγωνιζόμαστε για τον άρτον ημών τον επιούσιον,
Χάρισέ μας, ζωοδότρα, την
κάθε μέρα που σιγοσβήνει, καθώς την διαδέχεται η καινούργια.
Φώτιζέ μας με το ανέσπερο
φως σου, το γονιμοποιό.
Διεύρυνε το νου μας και
κάνε τον όμοια φεγγοβόλο με τον δικό
σου.
Έσω επιεικής, μητέρα, στις οφειλές ημών προς σε,
Συνέδραμε, μητέρα, στις
οφειλές ημών προς αλλήλους,
Εξάλειψε τις αβλεψίες ημών.
Δυνάμωσε, εντός μας, την
αγάπη για την ωραιότητα της ομορφιάς και
την ανεμπόδιστη αναβάπτιση των ψυχών μας μέσα από τις κολυμβήθρες των ωκεανών σου.
Δώσε μας την χάρη να
ομνύουμε στο όνομά σου, εσύ
γαιοκρατόρισσα.
Αμήν – αμήν λέγομεν προς
σε, αμήν –αμήν- αμήν.
Λυγιόταν εκείνη ολόγυρά τους και μια έδειχνε
να συγκατανεύει και την άλλη να
αρνιέται, μέχρις που έγειρε γλυκά αποκαμωμένη μπροστά στα πόδια τους, χωρίς
σαφή απόκριση στο κάλεσμά τους.
Σε δευτερόλεπτα η σκηνή άλλαξε και οι
ομιλητές πήραν πάλι τις θέσεις τους.
ΤΡΊΤΟΣ ΟΜΙΛΗΤΗΣ: Αν επιθυμεί, ας πάρει το
λόγο ο Διογένης, είπε, ομολογώ ότι χρειάζομαι κάποιο χρόνο για να
αποστασιοποιηθώ από το θέαμα που μας κατέκλυσε κι έκανε ένα βήμα πίσω.
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΟΜΙΛΗΤΗΣ χαμογελώντας πλατιά: κι εμένα με
εντυπωσίασε, συνομολόγησε, αλλά άλλο τέχνη κι άλλο πραγματικότητα. Η τέχνη
είναι ένα παιχνίδι που χρησιμοποιεί μια συμβολική γλώσσα, είναι άσκηση της φαντασίας, χρήσιμη, δεν λέω, αλλά
η πρόοδος μας δεν στηρίχτηκε σ’ αυτήν, παρά μόνο στην τεχνολογία και στις
επιστήμες. Κι εξηγούμαι: ο ηλεκτρισμός έλυσε σχεδόν το πρόβλημα τού φωτισμού,(
κι έδιωξε τις νεράιδες- θα έλεγαν κάποιοι άλλοι), η γέννηση της τραγωδίας,
όμως, και η ενασχόλησή μας μ’ αυτήν- για αιώνες- απλώς ανακυκλώνουν τις
προσωπικές μας αγωνίες. Παίζουν μαζί μας ένα ψυχολογικό παιχνίδι˙ μερικοί λένε
ότι δεν μας έμαθαν τίποτα, γιατί επαναλαμβανόμαστε απελπιστικά πανομοιότυπα.
Εγώ βέβαια νομίζω ότι το τραγικό είναι ένα δυναμωτικό της φαντασίας, μας
μαθαίνει να αντέχουμε, να μη παραιτούμαστε. Είναι ποιοτικά χρήσιμο, λοιπόν, το
«παιχνίδι»˙ δεν είναι, όμως, το αναγκαίο. Άσχετα που η «παράσταση της κεντρικής
σκηνής» στη ζωή παίζεται από αυτούς που αντέχουν˙ αλλά αυτό δεν αφορά την παρούσα στιγμή, βέβαια. Εκείνο που με καίει,
εμένα και πολλούς άλλους, είναι η διατήρηση της ανθρωπινότητάς μου σε ό,τι την
αφορά και σε ό,τι απορρέει από αυτήν, είτε λέγεται τέχνη- είτε επιστήμη. Και
δεν νομίζω ότι οποιοδήποτε θέαμα, οποιοδήποτε «παιχνίδι», θα μπορούσε να μας
συμβιβάσει με την απώλειά της.
Αυτά είπε και με αργά
βήματα πήγε στο πίσω μέρος της σκηνής και κάθισε στην πολυθρόνα που βρίσκονταν
εκεί.
Η ΤΖΩΡΤΖ ένοιωσε έντονη δυσφορία καθώς
παρακολούθησε τα δάχτυλα του αριστερού της χεριού να κάνουν έναν τρεμουλιαστό
σπασμό, που τα τελευταία χρόνια σχεδόν τον είχε ξεχάσει. Προσπάθησε να του
αντισταθεί, αλλά αυτός «δούλευε» ερήμην της.
Με μια
απρόσμενα γενναία κίνηση βάδισε στο κέντρο της σκηνής και: αφήστε με να
σας εξηγήσω είπε. Αυτό γίνεται από τότε που η μάνα κι η γιαγιά μου μού έδεναν τα χέρια μ’ ένα άσπρο σκοινί για να
μην πειράζω τα αντικείμενα της δουλειάς τους,
να μην παίζω. Θέλω, προσπαθώντας
να σηκώσω όσο πιο ψηλά γίνεται το τρεμάμενο χέρι μου, να πω
σε όλους σας ότι όταν μου έδεναν τα χέρια μού
κλείδωναν και το μυαλό, με καταδίκαζαν στην απραξία, στην σκοτεινή
απώλεια του παιχνιδιού. Θυμάμαι ότι
προσπαθούσα να παίξω λίγο με τα μάτια, χωρίς την βοήθεια των χεριών, αλλά μου
φαίνονταν πολύ δύσκολο σ’ εκείνη την άγουρη ηλικία. Μέχρι που ήρθε αυτό το
τρέμουλο. Και ήταν σα να προσπαθούσα να σταματήσω φανταστικά τρενάκια που
έτρεχαν στον κατήφορο, και το είδαν κι εκείνες και σταμάτησαν το δέσιμο. Το τρέμουλο
όμως δείχνει να μη με λησμονά. (Σε οθόνη παρουσιάζεται συγχρόνως η Τζωρτζ στην
αντίστοιχη σκηνή σαν παιδάκι)
Σφίγγει δυνατά το αριστερό της χέρι με το δεξί και
γυρίζει να κοιτάξει τον ΔΕΥΤΕΡΟ ΟΜΙΛΗΤΗ.
Δοκίμασε εκείνος, τότε, σχεδόν χορευτικά, την
στήριξη του κορμιού του στο ένα πόδι αρχικά κι ύστερα στο άλλο και με σιγουριά
ξεκίνησε: αγαπητοί μου, είπε, εκείνο που μου κεντρίζει το μυαλό είναι ότι έχουμε ξεπεράσει τον εαυτό μας. Τι εννοώ:
όταν σαν ύπαρξη περικλείεσαι μέσα σ’ ένα ανθρώπινο σώμα, αναγκαστικά σκέπτεσαι
σαν άνθρωπος. Εμείς, αυτή τη στιγμή, τουλάχιστον νοητικά, φαίνεται να
υπεριπτάμεθα της υλικής μας υπόστασης και να την βλέπουμε από ψηλά. Και μάλιστα
όχι μέσα από τα δικά μας μάτια, αλλά από το «άνοιγμα» ενός υπερ-μικροσκόπιου που
παρατηρεί ένα-ένα τα γονίδιά μας. Δεν είμαστε, λοιπόν, ακριβώς άνθρωποι:
είμαστε ένα σύνολο γονιδιακό. Ένας πάπυρος με κωδικά ιδεογράμματα που έχουμε
την δυνατότητα να τον ερμηνεύσουμε και σύμφωνα με τη δική μας, κατακτημένη
γνώση.
Ο τωρινός κόσμος μας είναι αυτός που
εξελίχθηκε και βάσει τυχαίων, αλλά δοκιμασμένων στο χρόνο επιλογών. Ο αυριανός
θα γίνει περισσότερο «δικός μας». Θα εμπεριέχει την εμπειρία μας, την νοητική
μας εξέλιξη, τον αισθητικό μας πλούτο. Ακόμα και τα «γραμμένα» στα κύτταρα
εκείνων που εμείς, με τις σημερινές γνώσεις, υποτιμάμε, μάλλον ανόητα, σαν
ανεπαρκείς. Γιατί κι αυτά, με τους κατάλληλους συνδυασμούς, μπορεί να κάνουν
πράξη το καλύτερο, μπορεί μέσα σ’ αυτούς να κρύβεται το “θαύμα”.
Συμφωνώ, συμφωνώ, είπε ο ΤΡΙΤΟΣ ΟΜΙΛΗΤΗΣ,
μόνο που ο τόνος της φωνής του έδειχνε την πρόθεσή του να εφεσιβάλει τα
λεχθέντα. Έτσι ακριβώς, έτσι ακριβώς είναι! είμαστε φορείς γονιδίων, τραινάκια
που στα βαγονάκια τους μεταφέρουν το πεπρωμένο, τα γραμμένα της εξέλιξης. Είναι
δυνατόν όμως να μεταβαλλόμαστε κυτταρικά και να μην αλλάξει ο τρόπος σκέψης μας
και οι αξίες που υποστηρίζουμε; Και εξηγούμαι με κάποια πιθανά, όσο και απίθανα παραδείγματα:
μέχρι στιγμής ήταν ανεπίτρεπτος ο γάμος
μεταξύ συγγενών, θεωρούνταν αιμομιξία, αποτρόπαιη πράξη. Κι αυτό έγινε
αποτρεπτική συνείδηση στους ανθρώπους, όταν διαπίστωσαν ότι οι απόγονοι που
προέκυπταν από τέτοιες ενώσεις νοσούσαν με μεγαλύτερη συχνότητα. Αν όμως
σήμερα, αύριο, θα αποκτήσουμε την δυνατότητα να αφαιρούμε τα φέροντα τις νόσους
γονίδια, σε πιο «δίκαιο» θα στηριχθεί ο δικαστής για να σταματήσει αυτόν που,
ενδεχομένως, θα θελήσει να νυμφευτεί την κόρη του ή εκείνη που θα επιθυμήσει να
ενωθεί με τον αδερφό της; Η αδυναμία μας να επεξεργαστούμε παρόμοιες
καταστάσεις μπορεί να σημάνει την κατάργηση των συγγενικών σχέσεων, την
από-ουσιαστικοποίηση της οικογένειας και των γονικών συναισθημάτων εγγύτητας
και αυταπάρνησης που εμπεριέχουν. Κι αυτό θα είναι η απαρχή της πλήρους
ανατροπής του κοινωνικού γίγνεσθαι. Και προχωρώ:
Πώς θα αποκτήσω την ακουστική ικανότητα τού
λαγού, χωρίς το αυτί μου να χάσει το σχήμα που έχει μέχρι τώρα, την υφή του
τα, γενικά και ειδικά, ανατομικά του
στοιχεία; και ο εσωτερικός του κοχλίας πώς θα αναπτύξει και με ποιες μεταλλαγές
μεγαλύτερη ακουστική ικανότητα, ώστε να συλλαμβάνει υπόηχους και υπέρηχους που μέχρι σήμερα δεν
γίνονται από εμάς αντιληπτοί; Εκτός από ανθρώπους, λοιπόν, θα έχουμε σαν
στενότατους συγγενείς μας και κάποια ζώα;
-Θα επιτρέπουμε στο μέλλον
τους υπερήλικες να ζουν, αν πιστέψουμε ότι στα γερασμένα σώματά τους τα γονίδια
είναι απλώς «εγκλωβισμένα», αφού δεν μπορούν να αναβαπτιστούν, μέσα στα αιδοία των γυναικών, και να δώσουν το
δώρο της ζωής σε καινούργια σώματα;
Και, τελικά, αν μπορούμε, στο απώτερο μέλλον,
να μεταβολίζουμε όπως τα βακτηρίδια, όχι μόνο οργανικές, αλλά και ανόργανες
ύλες γιατί να νοιαστούμε για τον φυτικό και ζωικό κόσμο που μας περιβάλει;
Εκείνο που νομίζω ότι είναι δέον να συμβεί
είναι ότι οι αλλαγές πρέπει να γίνονται σταδιακά, έτσι που να μπορούμε να
αντιμετωπίσουμε τα παρελκόμενα του καινούργιου. Τις καινούργιες αρρώστιες, τις
καινούργιες ασχήμιες, τις νέες ομορφιές, τις καινουργιοφερμένες αξίες της ζωής.
Πιθανόν να μάθουμε να σεβόμαστε και τον άνθρωπο, σαν ζωντανό υλικό μέγεθος-που
επέδειξε μια θαυμαστή πνευματική πορεία- αλλά και τις δυνατότητες που μεταφέρει
στο μέλλον. Θα γεννηθεί από εμάς ένας
άλλος Σωκράτης, ένας άλλος Ευρυπίδης που δεν θα υποφέρουν, δε θα δακρύζουν για παρόμοιους με το παρελθόν
λόγους και μάλλον θα επανα-καθορίσουν το κώνειο σαν ένα απαρχαιωμένο και διόλου αποτελεσματικό
μέσο αντιμετώπισης υπαρξιακών προβληματισμών. Ένα έχω να πω: τα μισά από όσα
μέλλονται τα προσμένω με λαχτάρα και τα υπόλοιπα με φόβο, με δέος. Δηλώνω όμως
παρών. Έτοιμος να συμμετάσχω στην βίωσή τους, στην κρίση τους, στην οριοθέτησή τους, αποφεύγοντας
τις προκαταλήψεις και τις ενοχές.
Ο άνθρωπος, λοιπόν, θα συνεχίσει να πορεύεται
την μια σε ομαλούς και την άλλη σε
επικίνδυνου ς, μα ελκτικούς πάντα
δρόμους.
ΠΡΩΤΟΣ ΟΜΙΛΗΤΗΣ:
Προαισθάνομαι ότι «θα
ζούμε σε μια κατάσταση πρωτόγονης αναισθησίας
μόνοι στον παράδεισο». Ξεκινήσαμε από βακτήρια και γίναμε άνθρωποι˙ αυτό το
μέλλον, λοιπόν, μας επιφυλάσσεται: να
ξαναγίνουμε κάτι σαν βακτήρια; Ζωικοί οργανισμοί που υπάρχουν για να
αναπαράγονται και που θα αρχίσουν να ψάχνουν πάλι από την αρχή την ομορφιά μέσα
στο χάος της ασχήμιας;
Το κλάμα μου και το γέλιο μου είναι τα
τελευταία που θα ήθελα να αποχωριστώ. Η
συναίσθηση τού πόνου και της χαράς με έκαναν άνθρωπο. Κι αυτό δεν νομίζω ότι
χρειάζεται επεξηγήσεις.
Αγαπητέ μου, είπε ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΟΜΙΛΗΤΗΣ, ας
συλλογιστούμε λίγο την έννοια του άσχημου. Φαντάζομαι ότι το άσχημο, που
φοβόμαστε, είναι αυτό που είναι άξιο να το αρνηθούμε, γιατί δεν έχουμε
κανόνες για να το κατατάξουμε, δεν
μπορούμε δηλαδή να του δώσουμε συγκεκριμένο
νόημα. Είναι κάτι καινούργιο, άνευ
νοήματος ακόμα, α-σχη-μά-τι-στο. Νομίζω, βέβαια, ότι κάποιες φορές σημαίνει
παρακμή, έλλειψη ισορροπίας και δηλώνει προκαταβολικά κάτι το απεχθές. Συνάμα, όμως, το αιώνια δημιουργικό είναι
συνδεδεμένο με τον πόνο και στο διηνεκές αναγκασμένο και να καταστρέψει και να
αναγεννήσει. Την δε νοσταλγία για το παλιό την θεωρούμε συχνά πνευματικότητα,
μπορεί και απλώς ρομαντισμό. Πρόοδο, ωστόσο, δεν θα μπορούσαμε να την
ονομάσουμε…
ΟDamien Hirst, συνέχισε ο ΤΡΙΤΟΣ ΟΜΙΛΗΤΗΣ, και στις οθόνες φάνηκαν τα έργα του, υπήρξε
ένας καλλιτέχνης που ζωγράφισε και έπλασε αυτό που μέχρι τώρα προσπαθούσαμε να
μείνει κρυφό˙ αυτό που μόλις πρόβαλε από την μήτρα που το γέννησε. Το
αφτιασίδωτο και το θρασύ, ακόμα και το άσχημο. Έχουν όμως τόση σαγήνη τα κλλιτεχνήματά του τόσο μεγαλείο! Μοιάζουν να έχουν
ελευθερωθεί από την βαθύτερη, την αδιάγνωστη
-ακόμα- πραγματικότητα.
Δημιουργήθηκαν πριν από δύο αιώνες κι όμως διατηρούν ένα ευρύ κοινό που τα
θαυμάζει, γιατί βλέπουν σ’ αυτά και την
άλλη πλευρά τού ανθρώπου, την άγρια την κακοφωτισμένη μέχρι τώρα. Εκείνη
πιθανόν, που σήμερα ζητά τα εαυτής. Θέλει να ψάξει για έναν άλλο σταυρό, ένα άλλο δισκοπότηρο που
δεν θα μας προσφέρουν αντί για αγίασμα χάπια και υπόθετα. Με την τέχνη του
ερμηνεύει έναν αδιάγνωστο ακόμα κόσμο. Αντιστοιχεί στον επιστήμονα που ψάχνει
τον μικρόκοσμο μέσα από την κβαντική φυσική.
Υπάρχουν κι άλλοι, σαν τονHirst, που έβγαλαν
το μη συνειδητό, και αυτό που κρύβεται από την
τρέχουσα λογική, μέσα από τις
σπηλιές τους και το άφησαν ελεύθερο να ζει μαζί με την διάχυτη
παντού «ενέργεια» μας.(
προβάλλονται στους τοίχους της αίθουσας του κοινού σκηνές αιματοβαμμένες,
αποκεφαλισμοί και σωθικά που χύνονται έξω απ’ τα σώματα, εξορύξεις οφθαλμών που συνοδεύονται από τραγικές
εκφράσεις προσώπων, σαν μάσκες αρχαίας τραγωδίας. -Το κοινό εκφράζει και
ικανοποίηση και αποτροπιασμό). Για την
ενέργεια ομιλώ, που είναι φυσικό και πνευματικό
μέγεθος, και που αλλάζει συνεχώς μορφές και μια γίνεται κομμάτι της
ζωής, την άλλη ανεμοστρόβιλος- τη μια ευλογία και την άλλη κατάρα.
Κι όλα είναι
μαζί, στην κοινή θέα, για να τα
γνωρίσουμε καλύτερα, γιατί μέσα στις συνεχείς εναλλαγές τους υπάρχει ο μεγάλος πλούτος, που είναι αόρατος πολλές
φορές, αυτός που δρα σαν τα πολύτιμα μέταλλα που κρύβονται στα έγκατα της
γης. Και οι καλλιτέχνες αυτοί δεν το έκαναν για να μας φοβίσουν, να μας
φωτίσουν περισσότερο ήθελαν. Η δε τέχνη δεν είναι πάντα μια πεταλούδα που μας συνεπαίρνει με τα
χρώματα και το παιχνίδισμα των φτερών της. Συχνά λειτουργεί σαν αλογόμυγα που
διεγείρει πρώτα το μυαλό μας, για να δημιουργήσει καινούργια πράγματα ή για
επελευθερώσει από το παλιό κοίταγμα τον κόσμο μας.
Το μη όμορφο δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είναι
και βλαπτικό σήμερα. Παλιότερα ίσως η επιλογή της ομορφιάς να μας προφύλαγε από
το επικίνδυνο και από το μη υγιές, τώρα όμως έχουμε κι άλλες μονάδες
μέτρησης γι’ αυτά. Και η πενικιλίνη από
τη μούχλα βγήκε άλλωστε.
Ας βρει επομένως και το ά-σχημο, αυτό που
νομίζαμε εμείς άσχημο -μέχρι στιγμής- την αξία του. Ο Σίλλερ είπε κάποτε ότι όσο απλώνονται τα
όρια της επιστήμης τόσο στενεύουν τα όρια της τέχνης, αλλά η τέχνη που
αναπτύχθηκε από την εποχή του κι εντεύθεν δείχνει ότι τίποτα δεν την σταματά.
Ας το διευρύνουμε λίγο, είπε ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ
ΟΜΙΛΗΤΗΣ. Υπάρχουν μερικοί που
διατείνονται ότι η λογική και η
φαντασία, που φιλικά ενωμένες
δημιουργούν την τέχνη, υπάγονται σε ένα είδος «κολλητικής ευαισθησίας». Η οποία
«μολύνει» μόνον αυτούς που έχουν τις
«πρίζες», τους υποδοχείς να την υποδεχθούν στο σώμα τους και στο μυαλό
τους.
Μπορεί, όμως, αυτό, σαν γεγονός, να εκληφθεί
από άλλους σαν κάποια ασέβεια προς ό,τι
φανταζόμαστε πως πρωτοστάτησε στην δημιουργία μας, κάτι σαν δυσεβής ανταγωνισμός. Ή δυνατόν να είναι μία ακόμα προσπάθεια για
θρασεία αυτονόμηση. Και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, βέβαια, ότι είναι χαρά
μεγάλη που εγώ ο άνθρωπος έκανα με την γνώση μου αναπαυτικότερο κάθισμα κι από
το μαλακότερο χορτάρι, πιο άνετο και ασφαλές σπίτι
από κάθε σπηλιά, τέχνη που απορρέει από την φαντασία μου και ταυτόχρονα
δεν σταματά να την κεντρίζει. Ποιος είμαι λοιπόν; Ένας θνητός Θεός; Ένα
δημιούργημα που συνεχώς τείνει προς την τελείωσή του; ή ένα λάθος της φύσης που
ξέφυγε κι αυτό-εκπολιτίστηκε; Και το πιο σπουδαίο είναι ότι μπορώ να χαίρομαι
με τα πάντα και να περιγελώ τα πάντα.
Και η θλίψη
όταν με παρασέρνει στα βάθη της, σε χαράδρες και γκρεμούς πελώριους,
μπορεί και με φέρνει συχνά κοντά στην
εκμηδένιση. Κάποιες φορές, ύστερα, μου
βάζει ένα μικρό φωτάκι από πάνω, που φέγγει αχνά, τρυφερά, και κάνει να
αναβλύζει από μέσα μου το αντιφλογιστικό νεράκι της ελπίδας. Αυτή η ιερή θλίψη
πόσο καλό κάνει στον άνθρωπο, πόσο τον εξαγνίζει! Κι
άλλες φορές συμμαζεύει πρώτα την ενέργεια μας σ’ ένα σπυρί σιτάρι κι ύστερα σπέρνει, όπου δη, τα μαλαματένια θραύσματα
της αισθητικής της έκρηξης. Γι’ αυτό
ίσως πρέπει να την αφήνουμε να αγγίζει τα τρίσβαθα της
ψυχής μας. Και σαν ξανοίξουμε τα μάτια
μας, βλέπουμε τον κόσμο με καθαρότητα και διαύγεια και απολαμβάνουμε την
παράσταση της ζωής με ηρεμία και σεβασμό. Υπάρχει κανείς που δεν το ένοιωσε,
δεν προχώρησε μέσα απ’ αυτό;
ΠΡΩΤΟΣ ΟΜΙΛΗΤΗΣ: αγαπητέ
μου Ματθαίε, συμφωνώ με όσα κατέθεσες.
Αλλά ο Στησίχορος δεν μίλησε για σύμπνοια με την ζωή και τους κανόνες που την
εδραίωσαν ως τα τώρα, μιλά για μια καινούργια ζωή στην οποία το μέχρι σήμερα
θεωρούμενο άσχημο και απευκταίο τείνει να θεσμοθετήσει νέους κανόνες και δεν
συλλογίζεται ότι και η άσχημη επιφάνεια,
γιατί σ’ αυτήν φαντάζομαι αναφέρεται περισσότερο, απαιτεί ένα υποστηρικτικό
υπόβαθρο, ένα υπόστρωμα,το έχετε σκεφτεί; Μπορεί αυτό να είναι ασφαλές όταν
κρατά στην επιφάνεια ή δηλώνει σαν λειτουργία κάτι δίχως εμφανές νόημα, όπως
προαναφέρατε για την αιτιολόγηση της ασχήμιας; Και έχει οτιδήποτε νόημα από
μόνο του, χωρίς να του το δώσουμε εμείς;
Τι νόημα έχει ο κόσμος όλος, χωρίς το μάτι
του ανθρώπου να τον κοιτά; Τι
νόημα; τι νόημα; συνέχισε μονολογώντας.
Είναι δυνατόν να υπάρχει ζωή άνευ νοήματος;
Χωρίς ένα ευρύτερο, καθολικότερο, ωραίο νόημα, και να μη συμμετέχουμε κι εμείς σ’ αυτό; Είναι δυνατόν;
Γιατί αποχτήσαμε τότε νου;
( γίνεται σιωπή για λίγο)
-Μόνο, μόνο που δεν σκεφτήκαμε ότι εμείς οι
ίδιοι, εμείς, εμείς είμαστε το
νόημα. Μπορεί να μην είμαστε απλώς το
έργο, αλλά και η δικαίωσή του μαζί….
Αυτόματα όλοι γύρισαν και κοιτάχθηκαν,
ψαχτήκανε, αναμεταξύ τους με περίσκεψη.
Αλαφιασμένη
η ΤΖΩΡΤΖ είχε σηκώσει, σαν από ένστικτο, το τηλέφωνο της, πριν καν λάβει
ειδοποίηση, και άφωνη άκουγε τον Κύριλλο
που την ενημέρωνε ότι: κάτι μεγάλο
γίνονταν στο διάστημα και έπρεπε όλοι να προφυλαχθούν στις κρύπτες τους.
Μίλα μου, Κύριλλε, μίλα μου! του είπε. Ο ήλιος, είπε, διαστέλλεται, όλο και μεγαλώνει, όλο και
μεγαλώνει…όλο και μεγαλώνει … τα όρια των πλανητών χάνουν λίγο-λίγο την
σαφήνειά τους κι εγώ, της είπε, εγώ… εγώ, παρ’ όλα αυτά, είμαι ευτυχής που σου μιλώ, αισθάνομαι σα να
γίνεται η ανάληψή μου στους ουρανούς!
μάλλον κάτι πρωτόγνωρο συμβαίνει.
Αντιλαμβάνομαι ότι διευρύνομαι ότι
διασπείρομαι…το συναίσθημα μου απλώνεται, γίνεται ωκεάνιο, δεν είμαι
μακριά σου, είμαι δίπλα σου, είμαι και
δίπλα σου…. Ένας από όλους και η μητέρα Φύση μαζί με όλα…όλοι, όλα μαζί…
-Τα φαινόμενα, όμως, είχαν τρέξει έως τη γη ταχύτατα μέσα από τις οθόνες και η
αίθουσα κατακλύστηκε από το λυπημένο
μουγκανητό όλων των ζωντανών που έσβηνε σιγά-σιγά.
( ο χορός ξαναμπαίνει αθόρυβα στη σκηνή και
όλα τα μέλη του λικνίζονται λυπημένα μέσα
σ’ ένα χρυσοκίτρινο φως, ενώ η Μητέρα στέκεται παράμερα.)
Και η ΤΖΩΡΖ διαγιγνώσκει:
Η φύση όλη σε μία μέθη γιατί όλα είναι λαμπρά και μεθυσμένα. Κάπου, ένα επέκεινα
ανθρώπινο κοινό, είναι ενθουσιασμένο μπορεί ακόμα και γενετήσια ευχαριστημένο. Και συνεπαρμένη συνεχίζει: είναι η τέχνη της φύσης αυτή, η καθαρή, με
Απολλώνια λάμψη κι όνειρο, μπορεί και με Διονυσιακή αναταραχή και μέθη, που
θυμίζουν κατάσταση ζωικής ρώμης και ένα ξεχείλισμα ρέουσας σωματικότητας
μέσα από τον κόσμο των εικόνων!
Ένα απροσδόκητο, αλλά άκρως ελκυστικό, ένα
πανώριο τέλος!
-Ή
μήπως ένα ακόμα τέλος;
Απαγγέλει: βλέπουμε τώρα στις οθόνες τα οργανικά
μέρη κάποιων όχι και τόσο μακρινών ανθρώπων: τα νεύρα, τις αρτηρίες, τον μυελό
των οστών και του εγκεφάλου, καθώς αναλύονταν στα εξ ων συνετέθησαν. Μια αντιστροφή της δημιουργίας. Τα κύτταρα
ένα, ένα σπάζουν τους δεσμούς τους με τα άλλα και μπαίνουν ήρεμα στο χρυσό φως˙ σαν οδηγημένα από ένα αόρατο σχέδιο μοιάζουν.
Ακούγονται ανάκατες συλλαβές από τραγούδια και από ανθρώπινες σκέψεις, που
ταξιδεύουν στον αέρα σαν άσπρα και μαύρα πουλιά που πετούν ζευγαρωτά, με φόντο
εικόνες που είναι όμορφες και άσχημες μαζί, όπως κάθε τραγικό που ακολουθεί τον
άνθρωπο…
-Κι ύστερα μια μακριά, άχρωμη σιωπή επικράτησε και στην οθόνη και στην
αίθουσα.-
ΤΖΩΡΤΖ: Σιωπή..
Σιωπή… Θα είναι, όμως, παντοτινή η
σιωπή;
Αναρωτιέται, μέσα από το
δικό μου στόμα, εδώ, μπορεί και σε έναν πολύ
μακρινό γαλαξία, ένας Άνθρωπος, που
νομίζει ότι ο χρόνος που του δόθηκε ήταν λίγος, ότι η συνομιλία μεταξύ των
ανθρώπων έμεινε στη μέση…
-Και η εικόνα μιας γλυκιάς και παράδοξα ήρεμης Τζωρτζ, με το φαρδύ- γαλάζιο φόρεμα,
που όλο και φούσκωνε, όλο και μεγάλωνε μαζί μ’ αυτήν, αλλά περισσότερο απ’
αυτήν, γέμισε τη σκηνή και τις οθόνες.-