Ένας μάρτυρας του Ιεχωβά κτυπά με διακριτικότητα, και προσοχή, μια πόρτα, στο Ναϊρόμπι της Κένυας ή στο Πέραμα – σε μια λαϊκή πολυκατοικία. Η σύντροφός του, πιο αποφασιστική, ίδιας ηλικίας, χρησιμοποιεί το ρόπτρο, παρακάμπτοντας την αμηχανία του: καθώς αδράχνει το επίχρυσο χεράκι για να ακουστεί, τού αγγίζει ελαφρά την παλάμη. Τού χαμογελάει κι εκείνος κοκκινίζει, μέσα από το σφιχτό, ζεστό γιλέκο του. Ακούγονται πολύ απαλά αλλά σταθερά βήματα, που πλησιάζουν, πίσω από την ετοιμόρροπη πόρτα˙ μάλλον από ξυλοπάπουτσα. Ο σύρτης τραβιέται˙ οι χιλιαστές χαϊδεύουν ασυνείδητα την Αγία Γραφή, που κρατούν υπό μάλης, και, για ένα δευτερόλεπτο, ο νεαρός σκέπτεται να ρωτήσει τη σύντροφό του ποιο είναι το αγαπημένο της χωρίο˙ εντωμεταξύ, από την καταχνιά του διάδρομου, που ανοίγει μπροστά τους στο κατώφλι της πόρτας, ξεπροβάλλει και τους καλεί, χωρίς δεύτερη κουβέντα, στο σπίτι Του, ο Ιησούς Χριστός.