Διαβάζω τα βιογραφικά των νέων
ποιητών, με τις κοπιώδεις σπουδές τους, τα μεταπτυχιακά, τα μάστερς, τις
διακρίσεις τους στον επαγγελματικό χώρο, τις δημοσιευμένες εργασίες τους σε
επιστημονικά έντυπα της χώρας μας, αλλά και της αλλοδαπής, κι εύλογα μου
γεννάται το απλό ερώτημα: «Με μια τόσο επιτυχημένη καριέρα, γιατί να γράφουν
ποιήματα;» Τι τους λείπει, δηλαδή, αφού «εκ του υστερήματος» προκύπτει η
ποίηση, την προσωπική μας αναπηρία, τι τα θέλουν τα ποιήματα μέσα σε μια τόσο
καλά τακτοποιημένη ζωή; «Εντάξει», θα μου πείτε «όλοι οι πτυχιούχοι έχουν
δικαίωμα να βγάλουν μια ποιητική συλλογή, ένα μυθιστόρημα, μια νουβέλα, ένα
βιβλίο με διηγήματα. Οι απλοί φιλόλογοι, οι πανεπιστημιακοί καθηγητές, οι
ελεύθεροι επαγγελματίες Μηχανικοί, Γιατροί και Δικηγόροι.
Δικαιολογώ τις απόπειρές τους για
το ένα βιβλίο, αλλά δεν συγχωρώ την επιμονή τους για το δεύτερο και το τρίτο.
Προγραμματισμένα, βγάζουν ένα βιβλίο κάθε τέσσερα χρόνια: με φειδώ, με
παρσιμόνεια και στοχευόμενες κινήσεις στήνουν τη λογοτεχνική τους καριέρα σαν
στελέχη επιχειρήσεων. Περνάν μέσα από τη γραφή ανέγγιχτοι, ατσαλάκωτοι,
επιτηδευμένοι στις κρατικές διακρίσεις, τα κρατικά βραβεία, τις ιν συναναστροφές
και τις ολοσέλιδες συνεντεύξεις, και το μόνο που έχω να κάνω είναι να τους
καταραστώ. Μια ευχετική κατάρα, όπως την αναφέρει ο Φ.Σ.Φιτζέραλντ στην
«Τρυφερή είναι η νύχτα»:
«Το καλύτερο που έχω να σου
ευχηθώ παιδί μου», λέει η νεράιδα
Μπλάκστικ στο «Ρόδο και το Δαχτυλίδι» του Θάκεραιϋ, «είναι λίγη κακοτυχιά».
«Λίγη κακοτυχιά» σας εύχομαι
παλικάρια μου χομπίστες ποιητές. Λίγη κακοτυχιά μπας και γράψετε ουσιαστικά.