Παλιά δεν πήγαινε σε κηδείες. Ήταν μικρή,
δεν ήξερε τι σημαίνει θάνατος. Την πρώτη φορά που παρέστη ήταν σε μια ομαδική.
Οι γονείς και τα παιδιά που ξεκλήρισε κάποιος Σαμουράι υπηρέτης. Έπαθε τέτοιο
σοκ που ορκίστηκε ότι δεν θα ξαναπάει. Ακόμα δεν ήξερε.
Ύστερα από χρόνια αναγκάστηκε να
ξαναπάει. Στην αρχή παρατηρούσε ψύχραιμη τα τεκταινόμενα. Μέτρησε δεκαεφτά
κηδείες σ’ ένα εξάμηνο. «Η επόμενη κηδεία που θα πάω θα είναι η δική μου, σε
άλλων δεν ξαναπατάω» είπε στη φίλη της.
Μπαρούφες. Πήγε σε πολλές. Έχασε το
μέτρημα. Κι ενώ πριν παρατηρούσε, τώρα συμμετείχε, κλαίγοντας γοερά ακόμα και
σε κηδείες όπου πήγαινε χάριν ευγενείας προς τους ζωντανούς. Έκλαιγε ασύστολα
μπροστά σε συγγενείς που την κοιτούσαν παραξενεμένοι. Σε κάποια, η χήρα την
πλησίασε και της έριξε ένα χαστούκι, σίγουρη ότι νταλαβεριζόταν με τον νεκρό. Το
κλάμα κόπηκε μαχαίρι, έφυγε ντροπιασμένη απ’ το νεκροταφείο, πήγε σπίτι της και
ξαναείδε την ταινία ‘Οι εντιμότατοι φίλοι μου’ όπου όλοι μαζί οι ρεμπεσκέδες
κλαίνε πάνω απ’ τον τάφο μιας άγνωστης για να τρελάνουν τον άντρα της. Κι όπως
γελούσε, αναρωτήθηκε γιατί συμμετείχε σε κηδείες αγνώστων και σπάραζε μπροστά
σε τάφους. Ακόμα δεν ήξερε. Δεν ήθελε να ξέρει. Μόνο που αγόρασε αδιάβροχη
μάσκαρα και σκληρό μολύβι ματιών, λέγοντας στην πωλήτρια, «θέλω να κλαίω χωρίς
να μουτζουρώνομαι».
Κι ύστερα η ζωή της πλημμύρισε
φαντάσματα. Και το κλείδωσε το εντός της νεκροταφείο με λουκέτο κι αλυσίδα που
τέλειωνε στον αστράγαλό της. Κι αποφάσισε να κλαίει όπου γουστάρει, να γελάει
όπως γουστάρει, να αγκαλιάζει τους ζωντανούς της ξέροντας ότι θα τους χάσει
όποτε γουστάρουν, ξέροντας ότι δεν θα προλάβει ποτέ να πει όσα σκέφτηκε, να
κάνει όσα ήθελε μαζί τους, να τους χαρεί όσο τους αγάπησε. Με μάσκαρα
αδιάβροχη.
Και τότε ο Θάνατος έγινε φίλος. Όχι καρδιακός,
βέβαια, όχι, αλλά φίλος. Μερικές φορές περπατούσαν μαζί κάτω απ’ τον ήλιο.
Άλλοτε τη συντρόφευε στις άυπνες βόλτες της. Καμιά φορά έμπαινε στο σπίτι της
και τον έβλεπε να κάθεται στην πολυθρόνα της, να ρουφάει γουλιές απ’ τον καφέ
της. Μια φορά τον πέτυχε να παίζει με το σκυλί της. Ήταν πολύ χαρούμενοι και οι
δύο. Ο Θάνατος γάβγιζε κεφάτα, μόνο που δεν είχε ουρά να κουνήσει. Του έβαλε να
φάει στο πιατάκι του σκυλιού. Τον είδε να πέφτει στα τέσσερα πεινασμένος.
Σκέφτηκε πόσο μόνος του ήταν κι αυτός. Του χάιδεψε την πλάτη, έπιασε την
καμπούρα του, ένιωσε τον πόνο του. Κοιτάχτηκαν με ευγνωμοσύνη. Χωρίς χαμόγελα.
Ο Θάνατος δεν έχει δόντια, ούτε χείλη, ούτε γλώσσα. Ούτε καν πρόσωπο. Αλλά έχει
μάτια.
Τώρα που ξέρει, φοράει συχνά μαύρα.
Κάνει πρόβες πένθους. Βάζει τυφλές γριές να της τραγουδάνε για άσβηστους
έρωτες. Παινεύει ρωσίδες για την ελληνική μαγειρική τους. Επισκευάζει
καναπέδες. Θαυμάζει γερασμένα αγόρια. Αγοράζει ρούχα για παιδάκια. Γελάει με
κορίτσια που αντί να καρφώνουν καμπαράδες, καρφώνουν δάχτυλα. Ποτίζει ξένους
κήπους. Παζαρεύει σε πρακτορεία για μακρινούς προορισμούς. Ερωτεύεται, χωρίζει,
ξαναερωτεύεται, φτιάχνει μουρλές φιλίες, βλέπει όνειρα που τα λέει στόχους.
Ο Θάνατος σε μια γωνία της κορνίζας ενός πίνακα με
λουλούδια, την παρατηρεί μισοκλείνοντας τα μάτια. Ένα βράδυ του βάφει με
αδιάβροχη μάσκαρα τα ξασπρισμένα βλέφαρα. Ω, τσιτσόρνια.