εκδόσεις Γαβριηλίδης



ΤΟ ΤΡΕΝΟ ΓΙΑ ΤΟ ΛΕΝΙΝΓΚΡΑΝΤ

                                                                                                            
Σαράντα πόντοι από κάτι.

Μια γυναίκα στο σταθμό των υπεραστικών συρμών

σηκώθηκε απ’ τη σειρά με τις σιδερένιες καρέκλες

και περπάτησε λίγο στο χιονάκι της αποβάθρας προς νότια

πριν σταθεί στο κράσπεδο με παράλληλους

τους μηρούς στο καλσόν

πάνω απ’ τις μισοθαμμένες ράγες.

Φορούσε ένα πράσινο κασκόλ που καθρεφτίζαν τα μάτια της

κι έναν υγρόφαιο αέρα με σκούφο

που μεγάλωνε κατά μία έννοια τα πόδια.

Μικρό σουλάτσο με στάση,

σίγουρα χωρίς να βλέπει τι κοίταζε.

Ύστερα ήρθε το τρένο, χτύπησε η καμπάνα,

κατέβηκε ο σταθμάρχης, βγήκαν οι μεθυσμένοι,

άνοιξε η πληγή, τέλειωσε η διάρκεια της εποχής

και ξεκίνησε αυτό που είμαι τώρα
όταν επιμένω.

  

ΝΑΥΠΛΙΟ

                                                                                
        Θύματα της αγάπης.

                                                                                                   
          Θέματα που ταφήκαν.

Το αλαργινό καταύγασμα

οι ελιές της αλέας προς το μουράγιο

και κάτω απ’ το γυάλισμα οι καρποί τους,

και κείνα τα βήματα, πανωφόρια στο κόκκινο κρύο τους

έτοιμα να χρωματίσουν τα ίδια στενά με τα παγωτάδικα

δίπλα στ’ ανδρείκελα των προθηκών με τις μικρές πλακέτες.

Ύβρις

    το ότι θέλαμε να τα ξαναδούμε,

έπαρση κοιτώντας τις ίδιες πόρτες

απ’ όπου σε λίγο θα βγαίναν

   προς το παλιό δημαρχείο

κι όπως τότε

επάλξεις κι αναδιπλώσεις

    του σκοταδιού στις τρίλιες του,

μονόλογος του πλακόστρωτου μιας άδειας πλατείας

και το χιόνι εκεί που περνούσαμε χέρι χέρι

    σκόρπιο και λιγοστό σαν αλάτι

στ’ ακτινωτά της σοκάκια γεμάτα παιδιά

με τα κυριακάτικα μαγαζάκια κλειστά

όπου την άνοιξη βγαίναν σφυρίζοντας

    πως ακόμα θυμούνται

κάνοντας τάχα

πως αγόραζαν για τα είδωλα της
ανάμνησης

ρούχα.

ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ
ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ

                                                                                                   Έκπαγλα
κι ήσυχα και χαρτονένια.

Όταν

πού και πού

μπαίνει η
άνοιξη

μετά το τρίτο
γκονγκ

–γεμάτη η
πλατεία, κατανυκτικός ο εξώστης–

και ρίχνει το
φως της

στα μέλη

του θίασου

αρχινούν τα
φανάρια

κι ανάρια

   απλώνεται

   η βρομιά

  
των χρωμάτων

ή μαδημένα 

  
απ’ την από μηχανής

   ομίχλη

ανεβαίνοντας

τον ψεύτικο
δρόμο

της σκηνής

ή περιδιαβαίνοντας

μες στα ζωγραφισμένα

σκίνα.