photo NOEL S. OSZVALD


Το
πρώτο πράγμα που έκανε μόλις ξυπνούσε ήταν να αρπάζει το κινητό του.

Σχημάτισε
τον αριθμό. Ακούστηκε το συνηθισμένο μήνυμα: «Γεια σας, καλέσατε τη Μαρία. Αυτή
τη στιγμή απουσιάζω, πείτε τα δικά σας  και μάλλον θα επικοινωνήσω μαζί σας».

Μήνυμα
δεν άφησε. Δεν άφηνε ποτέ. Ήθελε μόνο να ακούει τη φωνή της. Την ηχογραφημένη.
Έστω αυτήν. Θυμήθηκε κάποιες συζητήσεις τους. Άλλες φορές η φωνή της ήταν μες
στο νάζι,  άλλες μες στο παράπονο. Πιο
πολύ του άρεσε όταν ανέβαζε τους τόνους, ο θυμός ανάβλυζε, έτοιμος να πνίξει τα
πάντα, ζώντα και τεθνεώτα.  Όταν μιλούσε
πιο γρήγορα, η φωνή της δεν γινόταν τσιρίδα αλλά πιο μπάσα, ένα μπάσο σαν αυτό
που άκουγε στις συναυλίες στις οποίες πήγαιναν μαζί, ένα μπάσο που ανέβαινε από
το έδαφος, έφτανε στα πόδια του, διαπερνούσε το στήθος του και του ανατίναζε το
μυαλό, καυλώνοντάς τον. Ένιωθε ότι είναι ένας βράχος που προσκρούει κάπου και
σπάει σε χίλια κομμάτια, μέσα της.

Στο ηχογραφημένο
μήνυμα υπήρχε μια υπόνοια βιασύνης κι ένα ξεθυμασμένο άρωμα ανίας. Μια ανία
δυσδιάκριτη, που ο ίδιος γνώριζε καλά. Όταν κάποιες φορές της πρότεινε να
βγούνε έξω για να ξεράσουν κάτι απ’ την ψυχή τους στα μπαράκια, εκείνη προφασιζόταν
κούραση. Εκείνος όμως ήξερε ότι η φωνή της υποδήλωνε συγκαλυμμένο φόβο: Τον
φόβο που του έσπαγε τις κνήμες, τον φόβο που τον ανάγκαζε να φοράει το ακάνθινο
στεφάνι όχι στο κεφάλι, αλλά στο λαιμό του. Κι έμενε να αιμορραγεί. Και κάθε
φορά που την άκουγε να μιλάει ήρεμα, έτρεμε σύγκορμος. Φωτιά έμπαινε μέσα του, έκαιγε
τα σωθικά του, καρβούνιαζε το είναι του. Με τον καιρό η φωτιά έσβηνε, έμεναν  κάρβουνα, πυρωμένα στην αρχή, που ξεσπίθιζαν στο
τέλος. Λίγη στάχτη απέμενε πάντα. Τη σήκωνε ο άνεμος, την έριχνε πότε στα νερά
και πότε στον κήπο του γείτονα, στους πανσέδες, στον ευκάλυπτο, γίνει λίπασμα για
μελλοντικές γενεές, αμήν. Χους εις χουν. Ένιωθε ότι είναι ο πηλός που προσκρούει
στο έδαφος και διαλύεται, έξω της.

Το
βράδυ ξανακάλεσε τον αριθμό της. Ήταν το τελετουργικό του, το τηρούσε ευλαβικά
το τελευταίο δίμηνο, ένα τηλεφώνημα το πρωί  κι ένα το βράδυ.  Αντί για τη φωνή της, άκουσε: «Ο αριθμός που
καλέσατε έχει απενεργοποιηθεί». Ούτε μπιπ, ούτε τηλεφωνητής, τίποτα. Ο ήχος της
απώλειας.  Ήθελε κάτι να πει, αλλά οι λέξεις
είχαν μαγκώσει, για να τις εκφέρει θα έπρεπε να κόψει το λάρυγγά του, αλλά τόσο
αυτοκαταστροφικός δεν ήταν. Μούδιασε. Τα αυτιά του βούιζαν. Τελικά, το μόνο που
έκανε ήταν να πετάξει το κινητό του στον τοίχο. Διαλύθηκε. Πόνεσε για το κινητό
του, ταυτίστηκε. Κι αυτός βίδες ήταν. Μάζεψε ένα από τα κομμάτια του -το δεξί
του χέρι συγκεκριμένα-  κι άνοιξε το
άλμπουμ. Κοίταξε μια φωτογραφία της Μαρίας. Διάβασε ξανά το απόκομμα της
εφημερίδας που έγραφε για εκείνη την κοπέλα που είχε πέσει από τον πέμπτο όροφο
ουρλιάζοντας «πετάω». Πετάει η Μαρία; Πετάει, πετάει, πετάε, πετ, πέθ, πέθαν,
πέθανε.

Τώρα
μόλις ένιωσε την πρόσκρουση, μέσα του και έξω του.