Ο πατέρας μου ήταν μάγκας και εγώ λουγκράκι. Βέβαια ούτε τρελό – Αστέρω έγινα,
ούτε τίποτα τέτοιο. Ίσως επειδή στην κλιμακτήριο έχω μπει μόνο ψυχικά. Δεν μ’
αρέσει να κλαίγονται οι άνθρωποι για χαμένους έρωτες, για χαμένα νιάτα, ακόμα
και για χαμένους αντρισμούς. Αντιπαθώ τους ανθρώπους που βρίζουνε αυτούς που
ξεκινήσανε μαζί – το οτιδήποτε – που πρόκοψαν. Κύρια κατηγορία οι ποιητές μας,
που βρίζουν ότι έκανε καριέρα ενώ αυτοί έμειναν στην αφάνεια. Χωρίς ενοχή –
χωρίς συνοχή. Σαν και αυτό εδώ τώρα. Αγαπώ τις πουτάνες. Είναι ξηγημένες. Δεν
ασφαλιστήκαν σ’ ένα γάμο και δεν παρουσιάσανε κάτι άλλο έξω από τον εαυτό τους.
Κάτι σαν το ανάποδο των ποιητών και των πολιτικών… Ούτε εγώ, ούτε ο πατέρας μου
υπήρξαμε ποιητές, ο πατέρας μου ψήφιζε ΝΔ και εγώ εξωκοινοβουλευτική Αριστερά.
Κανένας μας δεν είδε εσωτερικά την βουλή.
Επιστροφή στους ποιητές. Όλες οι λούγκρες ποιητές έχουν γυναίκα και
παιδιά – δηλαδή οικογένεια. Ο κύριος Χριστιανόπουλος – που και πεθαμένο θα τον
αποκαλώ κύριο- έχει παιδιά, τους διακαείς πόθους των οικογενιάρχιδων ποιητών.
Για αυτό δεν έχει οικογένεια. Γιατί οι ποιητές δεν καίγονται από πόθους,
καίγονται να γίνουν διάσημοι. Έχει
φανατικούς οπαδούς και φανατικούς αρνητές. Αγαπώ τα κωλόμπαρα. Κυρίως τα έκτος
πόλεων. Παίζουν κανονικά σκυλάδικα – υπέροχα. Δουλεύουν κορίτσια που ντύνονται
με φτηνά εξώβυζα ρούχα, από λαϊκές
μπουτικ. Εγώ η λουγκρίτσα τα γουστάρω. Τα κραγιόν τους δεν είναι του
Ντιόρ – 3 κραγιόν 10 ευρώ και η μάσκαρα δώρο. Μασκαράδες μπαρόβιοι. Πιά δεν
πηγαίνω πουθενά. Δεν πίνω. Δεν είναι πρέζες αυτές, δεν είναι ξύδια αυτά, δεν
είναι χασίσια αυτά. Είναι κατά ευφημισμόν. Γεμάτο πορτοφόλι δεν έχω. Γιορτάζω
την νίκη της Ζωής. Η ποίηση –άρα οι φέροντες αυτής, στην προκείμενη οι ποιητές-
νικάει και οι ποιητές έχουν γεμάτο πορτοφόλι. Μόνο τους παλιούς τους θάψανε με
ρεφενέ. Καυλώνω με γραβατωμένους. Ενστερνίζομαι έτσι την επιτυχία. Και τους
δασκάλους μου. Μπαινοβγαίνω σε ψυχωσικά επεισόδια, όποτε γουστάρω και έτσι ζω
υπέροχα. Εγώ η λουγρίτσα. Εγώ, που επειδή δημοσιεύω νομίζουν ότι είμαι καλά και
έχω λεφτά. Που σ’ αυτούς που τους βρήκα γυναίκα – γιατί οι πολύ άντρες γνώρισαν
το μουνί μόνο επί χρήμασι ή τους το γνώρισαν άλλοι – ακόμα και σε τρελές
χαρμάνες, δεν κέρασαν κάνα κονιάκ. Όπως δεν με κέρασε πότε τίποτα ο πατέρας
μου.