Με μια
ψιθυριστή φωνή από τόσο μακριά, την παραθαλάσσια Καβάλα, μα τόσο οικεία,
η ποιήτρια Γεωργία Τριανταφυλλίδου, συνομιλεί με τον συνεπώνυμο της
Δημήτρη για τη μοναξιά του ποιητή, τις ποιητικές γενιές, αλλά και τον αόρατο
εαυτό με τον οποίο μάχεται στο αλώνι της λευκής σελίδας. Ολιγόλεκτη ως
ποιήτρια, δε σπάει τον κανόνα αυτό ούτε κατά τη διάρκειας της συνέντευξης, στα
λόγια της όμως, διακρίνεται η αγωνία της ποιήτριας για την αλήθεια και το
κόστος της.
Ο ποιητής έξω στη θύελλα
της βιωτής ή μέσα στη μοναξιασμένη περισυλλογή του;
«Τώρα
αν ο ποιητής ζει αυτοεξόριστος …νομίζω ότι υπερδραματοποιούμε κοινούς τόπους. Ο
ποιητής δεν είναι προϊόν εμπνεύσεως, παραδείσιο πτηνό ή ό, τι άλλο γιατί τότε
κινδυνεύει να συνορεύσει με το ψώνιο… Εντάσσεται στον καθημερινό βίο κι αυτός
ως εργαζόμενος ή αντιμετωπίζοντας τα προβλήματά του. Δεν πιστεύω στις
περιπτώσεις των υψιπετών εκείνων «Γκαμπριέλε ντ’ Αννούντζιο» ή άλλων οι οποίοι
σιτίζονταν από το πρυτανείο της κοινωνίας για να γράψουν. Γιατί τότε, ακριβώς,
η έστω αυτοεξορία τους θα ήταν πληρωμένη. Ενώ πρέπει να είναι ακριβά πληρωμένη
από τους ίδιους». Επιλέγω τα λόγια του ποιητή Γιάννη Βαρβέρη ως απάντηση στην
ερώτησή σας.
Ο έσω
τόπος του ποιητή και ο έξω κόσμος. Σχέσεις αγάπης, μίσους ή απλά φυγής;
Ο έσω
τόπος του ποιητή, αν κατάλαβα τί εννοείτε με τον χαρακτηρισμό, δε νομίζω ότι
διαφέρει από τον έσω τόπο οποιουδήποτε ανθρώπου που βρίσκεται αντιμέτωπος
άλλοτε με μια εχθρική κι άλλοτε με μια φιλική, εξωτερική πραγματικότητα. Την
αγαπά, τη μισεί ή της διαφεύγει. Απλώς, ο ποιητής επιδεικνύει ενίοτε μια
«διπλωματία» στο χειρισμό των εσωτερικών του υποθέσεων. Καλή ή κακή. Αυτή είναι
η ποίηση που γράφει.
Είναι η ποίηση γεωργία γλώσσας και
αισθημάτων ή μήπως ο ποιητής μιλάει έξω από τα δόντια και λέει αυτά που δε
τολμά να πει ο φιλόσοφος, ο θεολόγος ή ο πολιτικός;
Δεν
μπορώ να φανταστώ τους ποιητές να αναλαμβάνουν ρόλους. Όχι , τουλάχιστον
συνειδητά και στοχευμένα. Δηλαδή να προσανατολίζονται προς μια θεολογική
κοσμιότητα, πολιτική παρέμβαση ή έναν φιλοσοφικό στοχασμό σκοπεύοντας να
χαρίσουν στους αναγνώστες την αίσθηση του υψηλού. Δεν πιστεύω στην καταγγελτική
ποίηση και δεν πιστεύω ότι η ποίηση μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Ο κόσμος δεν
έχει ανάγκη τα ποιήματα για να μεταμορφωθεί, να πάει προς το καλό ή να αποφύγει
το χειρότερο εξαιτίας τους. Πιστεύω μόνο στην παρηγοριά που δίνουν σε κάθε
άνθρωπο ξεχωριστά και κυρίως στο ξάφνιασμα της σύμπτωσης: τη στιγμή που
αισθάνεται κανείς ότι το ποίημα γράφτηκε γι ’αυτόν. Οι πιθανότητες να συμβεί
κάτι τέτοιο αυξάνονται, κατά τη γνώμη μου, μόνο όταν οι αρέσκειες του υποθετικού
αναγνώστη αφήνουν παγερά αδιάφορο τον ποιητή την ώρα της συγγραφής.
Πολλοί
λένε πως ο ποιητής εξομολογείται σε έναν αόρατο αναγνώστη, άλλοι πάλι ότι
συνομιλεί με την εποχή του. Όταν βουτάτε την πένα στο μελανοδοχείο ποιον έχετε
απέναντι σας;
Νομίζω
ότι σας απάντησα προηγουμένως. Παρά τον κίνδυνο που διατρέχω να παρεξηγηθώ,
τολμώ να πω ότι απέναντί μου έχω συνήθως τον εαυτό μου ο οποίος στην προσπάθειά
του να λυτρωθεί, « να τινάξει» από πάνω του ακόμη και τους αγαπημένους άλλους,
εμπνέεται ποιήματα.
Είναι προνόμιο ή κατάρα
να μεγαλώνεις χωρίς «ποιητική γενιά»;
Άρα,
δέχεστε εξαρχής ότι μεγάλωσα χωρίς ποιητική γενιά. Δεν έχω κανένα πρόβλημα με
τις γενιές. Κατανοώ ότι οι μελετητές της λογοτεχνίας κάπως έπρεπε να
διευκολυνθούν στο έργο τους. Κατάρα είναι να μεγαλώνει κανείς χωρίς να έχει
διαβάσει τις προηγούμενες γενιές γιατί τότε στέκεται εντελώς ανυποψίαστος
απέναντι στο γεγονός ότι έχουν τελειώσει από καιρό όσα πρέπει να ειπωθούν. Οι
ποιητές που δεν διαβάζουν παλαιότερη ποίηση δυσκολεύονται να καταλάβουν ότι δεν
κηρύττουν με τη σειρά τους κανενός είδους «έναρξη» ποιητικών εργασιών -δυο τρία
πράγματα απασχολούν το σινάφι, τα ίδια μέσα στο πέρασμα του χρόνου- οπότε
καταλήγουν «στον καθρέφτη να κοιτιούνται και μονάχοι ν’ αγαπιούνται». Αυτοί που
δεν τελειώνουν, ευτυχώς, είναι οι τρόποι να μιλήσεις για τα ίδια πράγματα.
Τι θα
αισθανόσασταν βλέποντας κάποια από τα ποιήματα σας σε μια ανθολογία;
Οι
ανθολογίες ανήκουν… στους ανθολόγους τους. Τα ποιήματα επιλέγονται με βάση τo
γούστο, το θέμα ή το αξιολογικό κριτήριο του ανθρώπου που τη συντάσσει. Συνήθως
τα ποιήματα που συναντάει κανείς στις ανθολογίες δεν είναι εκείνα που θα
«ξεχώριζε» ο ποιητής αν είχε ζητηθεί η γνώμη του. Και πολύ σωστά συμβαίνει
αυτό. Γιατί ο ποιητής είναι μάλλον ακατάλληλος να υπερασπιστεί τον εαυτό του.
Οι ανθολογίες, όμως, «διδάσκουν» κάτι άλλο που το ένιωσα κι εγώ ξεφυλλίζονταs
αυτές τις δύο στις οποίες έτυχε να συμπεριληφθώ. Τη συμφιλίωση με τη σκέψη ότι
δεν θ ’αφήσουμε πίσω μας παρά μερικά ποιήματα από το βουνό κάποτε της ποιητικής
μας παραγωγής.
Από τον
αφρό των ημερών της αμεριμνησίας στ’ ανταριασμένα νερά της θύελλας μιας
απροσδόκητης κοσμογονίας. Και μια βάρκα με στίχους προσπαθεί να πιάσει λιμάνι.
Αντέχουν τα χέρια στο κουπί;
Τα
χέρια των ποιητών αντέχουν στο κουπί γιατί αυτό έχουν μάθει να τραβούν κάτω από
οποιεσδήποτε συνθήκες. Οι ποιητές γράφουν ποιήματα. Και είναι αφέλεια να τους
ζητηθεί να τα περιορίσουν για να εναρμονιστούν σε μια νέα κοινωνική,
αντιποιητική συνθήκη όπου ο αγώνας για επιβίωση καθιστά, ας πούμε, την έκδοσή
τους ολότελα περιττή. Ή ακόμα χειρότερα να τους ζητηθεί να συνομιλήσουν ευθέως
με τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα διότι αν δεν το κάνουν θα θεωρηθούν
τουλάχιστον αναίσθητοι και εγωκεντρικοί. Δεν φταίνε τα ποιήματα που
ξεπροβάλλουν. Δεν φταίνε οι ποιητές που εξακολουθούν το χαβά τους. Απεναντίας η
υπερθέρμανση της κοινωνικής αναστάτωσης και η συνακόλουθη εκφραστική διαφωνία
καθιστούν ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη των ποιητών «να συνδικαλιστούν με το
μαξιλάρι τους, να συνωμοτήσουν κατά της (κραυγαλέας) συλλογικότητας». Να είναι
δηλαδή ο εαυτός τους .
Ο Βαρλάμ Σαλάμοφ λέει
ότι ο ποιητής «είναι το εργαλείο, με τη βοήθεια του οποίου εκφράζεται η φύση».
Νιώθετε «μεταφραστής» υπ’ αυτή την έννοια;
Περιμένετε
να σας πω ότι αισθάνομαι μεταφράστρια της φύσης; Μια χαρά συνομιλεί η φύση με
τους ανθρώπους αιώνες τώρα χωρίς την παρέμβαση των ποιητών, πόσο μάλλον την
αμελητέα δική μου. Αν συμβαίνει αυτό που λέει ο Σαλάμοφ, οι μόνοι αρμόδιοι να
το επιβεβαιώσουν είναι οι αναγνώστες. Ως αναγνώστρια, ένιωσα συχνά να μου
αποκαλύπτεται μια αναπάντεχη «φυσικότητα» στους στίχους άλλων ποιητών με την
έννοια ότι η ποίηση, όχι η ποιητικότητα, καρδιοχτυπάει τις περισσότερες φορές
εκεί ακριβώς που ζούμε τη ζωή μας.
Αν η
ποίηση είναι η «βάτος η άφλεκτος», μπορεί ο ποιητής να δει το ανέσπερον φως;
Ωραία
λόγια όλα αυτά. Αλλά νομίζω η πικρή αλήθεια είναι πως οι ποιητές δεν κάνουν
άλλο από το να ομολογούν δημόσια ότι δεν «ξέρουν την τύφλα τους». Η ποίηση
είναι μια παραδοχή της τυφλότητας. Όποιος βρήκε το φως του, το ακολουθεί. Από
τους υπόλοιπους, κάποιοι γράφουν ποιήματα.
Στον
αιώνα της γραφομανίας, γράφετε λακωνικά, μιλάτε τηλεγραφικά, ωθείτε τον
αναγνώστη να θέλει να συνεχίσει μόνος το ποίημα από εκεί που τελειώνει. Πόσο
πάει το εισιτήριο στο πορθμείο;
Είναι ο
τρόπος που μου ταιριάζει. Δεν είμαι ολιγογράφος από αντίδραση στη γραφομανία
ούτε βέβαια λακωνική από σνομπισμό. Πάντα ένιωθα να με ελκύουν τα ολιγόστιχα
ποιήματα γιατί σε κρατούν σ’ ένα είδος εγρήγορσης: να μεταφέρεις ακαριαία μια
στιγμιαία εντύπωση, να ασκείσαι στη συμπυκνωμένη διατύπωση ακόμη και των
χρόνιων παθημάτων και παθών. Θα ήθελα κάποτε να εκφράζομαι ποιητικά με τα
τελείως απαραίτητα. Καλώς ή κακώς, η δυνατότητα να το κρίνω μου παρέχεται
αποκλειστικά. Απ’ αυτή την άποψη συμμερίζομαι απόλυτα τη αγωνία του ποιητή όπως
προβάλλεται στο δεύτερο κιόλας ποίημα της πρώτης μου συλλογής: «Βαθιά μέσα του
ελπίζει ότι μία των ημερών η ποίησή του θα ανταγωνίζεται την πυκνότητα
γραμματοσήμου».