Συζήτηση
του ποιητή και θεατρικού συγγραφέα
Σταμάτη Πολενάκη

με
τον σκηνοθέτη
Κώστα
Παπακωνσταντίνου

με
αφορμή την πρόσφατη σκηνοθεσία του
«
Βόυτσεκ»
στο
Θέατρο
Σημείο

~.~

Σταμάτης
Πολενάκης:
Προηγήθηκαν
δουλειές σας βασισμένες σε πεζογραφικά
κείμενα. Πάνω σε σημαντικά νεοελληνικά
κείμενα του Παπαδιαμάντη, του Βιζυηνού,
του Εφταλιώτη, του Μητσάκη. Τώρα
καταπιάνεστε με τον Γκέοργκ Μπύχνερ
(1813-1837), έναν συγγραφέα που πέρασε σαν
υπέρλαμπρος κομήτης από την παγκόσμια
λογοτεχνία. Μιλήστε μας λίγο για την
πορεία σας μέχρι σήμερα και πώς καταλήξατε
στον Βόυτσεκ.

Κώστας
Παπακωνσταντίνου: Η πρώτη μου σκηνοθεσία
ήταν το 2012 οι «Χαλασοχώρηδες» του
Παπαδιαμάντη, ένα πολιτικό διήγημα που
σχολιάζει τα κακώς κείμενα των εκλογών
σε ένα επαρχιακό ελληνικό χωριό για να
φωτίσει τυχοδιωκτισμούς, τραμπουκισμούς
και συμφεροντολογίες που άπτονται και
της σύγχρονης πραγματικότητας στον
πολιτικό χώρο. Με τα παιδιά που κάναμε
την παράσταση, ηθοποιοί και συντελεστές,
γίναμε μια παρέα και συνεχίσαμε να
κάνουμε παραστάσεις μαζί. Ανεβάσαμε
την «Μαζώχτρα» του Αργύρη Εφταλιώτη,
τον «Αυτόχειρα» του Μιχαήλ Μητσάκη και
προσφάτως το διήγημα «Μεταξύ Πειραιώς
και Νεαπόλεως» του Γεωργίου Βιζυηνού,
μια παράσταση με την οποία εγκαινιάστηκε
το «Θέατρο στη Μουσική Βιβλιοθήκη» του
Μεγάρου Μουσικής.

Πέρσι
κάναμε αίτηση στο Υπουργείο Πολιτισμού
για επιχορήγηση ως ομάδα και επιλέξαμε
ένα δύσκολο, κλασικό, ημιτελές έργο, με
πολλά πρόσωπα και πάμπολλες, εν μέρει
αποσπασματικές και γριφώδεις μικροσκηνές,
προτείνοντας να γίνει μια νέα δική μας
μετάφραση από καλό γνώστη των Γερμανικών
και του έργου (Αλέξιος Μάινας), λόγω των
δυσκολιών του πρωτοτύπου, αλλά και να
γραφτεί πρωτότυπη μουσική (Βασίλης
Κουτσιλιέρης) και να γίνει μια σκηνογραφική
δουλειά (Βίκυ Πάντζιου) που στην υλοποίησή
της θα ήταν πιο απαιτητική, κλπ. Μια
τέτοια σύνθετη παραγωγή θα ήταν δύσκολο
να την πραγματοποιήσουμε μόνοι μας,
χωρίς επιχορήγηση. Δεδομένης όμως της
στήριξης στην προκειμένη περίπτωση,
καταπιαστήκαμε με ένα από τα πιο δύσκολα
έργα της παγκόσμιας δραματουργίας από
αγάπη για το ίδιο το έργο, που αποτέλεσε
τομή για το παγκόσμιο θέατρο –λόγω της
ανοιχτής μορφής του και της ανήκουστης
ώς τον Νατουραλισμό χρήσης της γλώσσας–
και θαυμάστηκε ως πρόδρομος πολλών
ακόμα λογοτεχνικών ρευμάτων, του
Εξπρεσιονισμού, του Επικού θεάτρου του
Μπρεχτ, του Θεάτρου του Παραλόγου κ.λπ.
Στο πρόγραμμα της παράστασης διατυπώνει
ο δραματουργός μας Αλέξιος Μάινας την
άποψη ότι μπορεί να θεωρηθεί πρόδρομος
και του Θεάτρου-ντοκουμέντου, λόγω των
ιστοριογραφικών στοιχείων της ποιητικής
του Μπύχνερ, που χρησιμοποίησε τσιτάτα
από εξωλογοτεχνικά κείμενα, όπως π.χ.
την ιατροδικαστική έκθεση που αποφάνθηκε
οριστικά για την ικανότητα καταλογισμού
του ιστορικού Βόυτσεκ δώδεκα χρόνια
πριν αρχίσει ο Μπύχνερ να γράφει το έργο
του. Όπως καταλαβαίνετε, όλα αυτά
αποτέλεσαν μια μεγάλη πρόκληση για την
ομάδα ως προς το ανέβασμα του έργου και
οδήγησαν σε πολύωρες συζητήσεις τόσο
για τα νοήματα και τις προεκτάσεις του
έργου ή τον τρόπο που θα μπορούσαν να
αποδοθούν σκηνικά, όσο και πάνω στον
τρόπο που προσεγγίστηκαν σε προηγούμενα
«ανεβάσματα» του έργου. Αναφέρω ότι η
κοινή δουλειά της ομάδας πάνω στο έργο
ξεκίνησε με την εξονυχιστική μελέτη
και των άλλων μεταφράσεων και δραματουργικών
προσεγγίσεων που έχουν γίνει στα
ελληνικά.

Σταμάτης
Πολενάκης:
Ο
Βόυτσεκ
είναι ένα έργο πρωτοποριακό που λειτουργεί
σε πάρα πολλά επίπεδα. Μια σύγχρονη
τραγωδία, στην οποία το άτομο συντρίβεται
από τις δυνάμεις της μοίρας αλλά και
από τους μηχανισμούς της κοινωνίας. Ήδη
πριν από τον Μαρξ (το κομμουνιστικό
μανιφέστο γράφεται μια δεκαετία μετά
τον θάνατο του Μπύχνερ), ο Γερμανός
δραματουργός διακρίνει καθαρά τις
ταξικές σχέσεις εκμετάλλευσης, τη
μετατροπή του ανθρώπου σε αντικείμενο,
σε πειραματόζωο, την έλευση της
καινούργιας, φοβερής εποχής. Πώς βλέπετε
αυτό το κείμενο σε σχέση με την εποχή
μας; Υπάρχει, θεωρείτε, στο έργο μια
προφητική διάσταση;

Κώστας
Παπακωνσταντίνου: Ο Μπύχνερ γράφει έτσι
«μοντέρνα» και καταπιάνεται με τα θέματα
αυτά στο έργο Βόυτσεκ, γιατί ήταν ήδη η
σύγχρονη πραγματικότητα γύρω του, την
οποία πρώτος εκείνος αφουγκράστηκε.
Υπήρχε ήδη η συστημική φτωχοποίηση, η
εκμετάλλευση του αγρότη και του στρατιώτη
στο τέλος της παλιάς τάξης πραγμάτων
την εποχή της Παλινόρθωσης, και ταυτόχρονα
ήδη του εργάτη στη νέα βιομηχανική εποχή
που είχε ανατείλει. Τα διατροφικά
πειράματα για τη φτηνή σίτιση του στρατού
και του προλεταριάτου είχαν ήδη ξεκινήσει,
ο άνθρωπος ήταν ήδη το μέσο για τις νέες
δυνατότητες πλουτισμού από τη μαζική
παραγωγή και το εκτεταμένο εμπόριο. Τα
αναφέρω αυτά, γιατί είναι σημαντικό να
αντιλαμβάνεται κανείς ότι το θέατρο
δεν γράφεται και δεν σκηνοθετείται ως
προφητεία, αλλά ως κριτικός έλεγχος και
συνειδητοποίηση του παρόντος.

Ταυτόχρονα
όμως θέατρο σημαίνει επικαιροποίηση
των μεγάλων και διαχρονικών ζητημάτων.
Και αυτό θα πει τελικά ότι πρέπει να
λειτουργεί και ως αλληγορία, ανοιχτή
σε πολλών ειδών συσχετισμούς, που
εξασφαλίζουν ότι θα υπάρξει ενδιαφέρον
για το έργο και από μελλοντικές γενιές.
Υπάρχει όμως και για τον σκηνοθέτη μια
κρίσιμη απόφαση, πώς συγκεκριμενοποιεί
και οπτικοποιεί το ηθικό-κοινωνικό και
το πολιτικό διακύβευμα ενός κειμένου.
Εμείς, στην παράσταση αυτή, δεν θέλαμε
να περιορίσουμε τις δυνατές αναγνώσεις
του έργου και μείναμε διακριτικοί τόσο
ως προς το σκηνογραφικό και ενδυματολογικό
μέρος της, που επιμελήθηκε η Βίκυ
Πάντζιου, όσο και ως προς τη γλώσσα, που
ρέει φυσικά επί σκηνής χωρίς να διεκδικεί
να είναι στο επίκεντρο της προσοχής ή
να παραπέμπει σε κάποια εποχή. Πιο
ανοιχτή σύνδεση με το παρόν –και τον
άνθρωπο ως πειραματόζωο– υπάρχει στο
γραφιστικό εύρημα του Μανόλη Αλμπάνη
στην αφίσα της παράστασης.

Συνολικά,
όμως, θελήσαμε να εστιάσουμε στην
ανθρώπινη διάσταση της ιστορίας, να
βάλουμε τον άνθρωπο στο κέντρο του
έργου, τον άνθρωπο, που ήδη γίνεται
αντικείμενο εκμετάλλευσης στην ανερχόμενη
σταδιακά καπιταλιστική πραγματικότητα
που μας συνοδεύει ως σήμερα με διάφορες
μορφές και πολιτικά προσωπεία, που
σχετίζονται με οικονομικά συμφέροντα
και βιοπολιτικές στρατηγικές. Αλλά
θελήσαμε να εστιάσουμε στον άνθρωπο
και για την εκκρεμή ανθρωπολογικά θέση
του στον κόσμο, την αμφίβολη ελευθερία
της βούλησης, τον άνθρωπο έρμαιο της
μοναξιάς και των επιλογών του περιβάλλοντός
του, τον διχασμένο ανάμεσα σε ατομική
ηθική και κοινωνική συμμόρφωση.

Τελικά,
θα μπορούσε να πει κανείς ότι το θέμα
του έργου δεν είναι μόνο η εκμετάλλευση,
στην οποία ενδίδει ο «φτωχοδιάβολος»
λόγω της οικονομικής εξάρτησης, αλλά
και η εξάρτηση από τη συμπεριφορά και
τις επιλογές του περιβάλλοντος και ο
φόβος της απώλειας που φέρει ο καθένας
χωρίς να το ομολογεί, νιώθοντας ανά πάσα
στιγμή τη λεπίδα μιας γκιλοτίνας πάνω
από κάθε νόημα που θέτει για τη ζωή του.

Σταμάτης
Πολενάκης:
Πριν
από λίγες εβδομάδες είχαμε την ευκαιρία
να παρακολουθήσουμε στην Αθήνα μια
παράσταση πολωνικού θιάσου βασισμένη
στη
Δίκη
του Κάφκα. Είναι ίσως μια ενδιαφέρουσα
συγκυρία το ανέβασμα, την ίδια χρονική
περίοδο, αυτών των δύο εμβληματικών
κειμένων του Μπύχνερ και του Κάφκα.
Συμφωνείτε ότι υπάρχουν κάποια κοινά
σημεία που συνδέουν τα δύο κείμενα;
Υπάρχει, για παράδειγμα, η αίσθηση ότι
ο κόσμος είναι για τον άνθρωπο μια παγίδα
φοβερή από την οποία δεν είναι εφικτό
να ξεφύγει. Ποια είναι τα εργαλεία της
δουλειάς των ηθοποιών και ενός σκηνοθέτη
και πώς προσεγγίζεται ένα κείμενο τόσο
σκοτεινό και αινιγματικό όπως ο
Βόυτσεκ;

Κώστας
Παπακωνσταντίνου: Δυστυχώς δεν είδα τη
παράσταση, όμως έχοντας διαβάσει τη
«Δίκη» μπορώ να πω πως ναι, έχουν κοινά
στοιχεία τα δύο έργα. Αλλά προσωπικά,
δουλεύοντας τον
Βόυτσεκ
στις πρόβες, το μυαλό μου δεν πήγαινε
στον Κάφκα. Ο Κάφκα, και μιλώ ως αναγνώστης,
μου προκαλεί μια κλειστοφοβικού τύπου
δυσφορία, σαν να στριμώχνομαι, ενώ ο
Μπύχνερ με τον
Βόυτσεκ
μού απλώνει τον χώρο και μου προκαλεί
μια μοναξιά σαν να είμαι σε έρημο. Στο
έργο του Κάφκα μοιάζουν να ακυρώνονται
όλες οι δυνατότητες για πρωτοβουλία, ο
άνθρωπος βρίσκεται στη φάκα και υπόκειται
σε διαρκή έλεγχο και ψαλίδισμα των
ελευθεριών του, ένας συνεχής περιορισμός
που είναι και εξωτερικά ορατός. Στον
Βόυτσεκ
του Μπύχνερ συναντάει κανείς ένα
παράδοξο: ενώ ο πρωταγωνιστής μοιάζει
να έχει πολύ μεγάλες ελευθερίες κίνησης,
και το λέω δεδομένου ότι είναι στρατιώτης
–π.χ. περνάει από το δωμάτιο της Μαρίας
πριν πάει στο προσκλητήριο, ή αφήνει με
το έτσι θέλω το φυλάκιο για να πάει στην
ταβέρνα όπου βλέπει τη Μαρία να χορεύει
με τον αρχιτυμπανιστή–, ταυτόχρονα
στριμώχνεται εσωτερικά από τη σταδιακή
απαξίωση κάθε ανθρώπινης πτυχής του
και την υπονόμευση κάθε νοήματος ζωής.
Η βούλησή του παραμένει εξωτερικά
ελεύθερη, έχει όμως καθοριστεί εσωτερικά
από την αίσθηση προδοσίας, την
απανθρωποποίηση και την υπονόμευση της
σωματικής και ψυχικής του υγείας. Τυπικά
και φιλοσοφικά είναι ελεύθερος – επί
της ουσίας όμως βρίσκεται και αυτός σε
μια φάκα, αυτήν του έμμεσου ετεροκαθορισμού.

Στην
προσπάθεια να προσεγγίσει κανείς το
έργο
Βόυτσεκ
ανακαλύπτει πως δεν υπάρχουν εύκολες
συνταγές και απαντήσεις. Χρειάζεται
κανείς δυνατούς φακούς για να φωτίσει
τα κρυφά νοήματα και μηνύματα του έργου.
Για να ασχοληθούμε με τον
Βόυτσεκ,
απαραίτητη προϋπόθεση για εμάς ήταν η
συνεργασία μας με τον ποιητή Αλέξιο
Μάινα, ο οποίος ανέλαβε την μετάφραση,
αλλά κυρίως ανέλαβε όλη την δραματουργική
δουλειά πάνω στο έργο. Η γνώση και η
φιλολογική μελέτη του Αλέξη στο έργο
και τον Συγγραφέα –που οδήγησε σε
πρωτότυπα ευρήματα π.χ. ως προς τις
παραφράσεις σημείων από τον Γάλλο
αισθησιοκράτη φιλόσοφο Λα Μετρί στις
σκηνές του πανηγυριού
(
http://www.thraca.gr/2019/04/blog-post_5.html)–
ήταν όχι μόνο απαραίτητο εργαλείο, αλλά
βασικός στόχος, για να μείνει στο τέλος
μια κατάθεση/πρόταση και μεταφραστικά
και δραματουργικά για τους επόμενους.
Γιατί καλώς ή κακώς, κατά τα άλλα το
θέατρο είναι η τέχνη του εφήμερου.

Σταμάτης
Πολενάκης:
Στην
παράσταση προτείνετε μια νέα, ενδιαφέρουσα
ανάγνωση του έργου με μια διαφορετική
σειρά παρουσίασης των σκηνών; Το τέλος
προηγείται της αρχής και ο θεατής
πληροφορείται αμέσως για την καρατόμηση
του πραγματικού Βόυτσεκ στην πλατεία
της πόλης. Ακόμα, στην παράσταση δεσπόζει
η φοβερή παρουσία μιας γκιλοτίνας πάνω
στη σκηνή. Πώς προέκυψε η ιδέα για αυτές
τις παρεμβάσεις; Η αποσπασματικότητα
του ίδιου του κειμένου και η ιδιαίτερη
δομή του δεν δημιουργεί επιπλέον
δυσκολίες στην προσέγγισή του;

Κώστας
Παπακωνσταντίνου: Η σειρά των σκηνών
της παράστασης είναι η πρόταση του Αλέξη
Μάινα που βασίστηκε στην ενδελεχή έρευνα
όσων είναι γνωστά για το έργο και στη
φιλολογική του κατατριβή με τη λογοτεχνία
του 19ου αιώνα στη Γερμανία, καθώς και
στην επιβεβαίωση των προτάσεών του όπως
αυτή προέκυψε στην διαδικασία των προβών
με όλο τον θίασο, ηθοποιούς και συντελεστές
μαζί, που παρευρίσκονταν και στις αρχικές
πρόβες και συνέβαλαν στις συζητήσεις
και δημιουργικές ζυμώσεις.

Η
ανακοίνωση του τέλους του ιστορικού
Βόυτσεκ στην αρχή της παράστασης είναι
η μόνη προσθήκη που έγινε στο έργο,
μετατρέποντάς το σε «αναλυτικό δράμα»,
όπου η έκβαση δίνεται ευθύς εξαρχής.
Σκοπός της είναι να απαλλάξει τον θεατή
από την αγωνία της εξέλιξης της πλοκής
και να τον βάλει στη θέση του παρατηρητή
και του αναλυτή των παραμέτρων και
συνθηκών που οδηγούν στην καταστροφή.
Ο θεατής ξέρει από την αρχή τι θα γίνει
στο τέλος και κρίνει σε κάθε βήμα της
παράστασης τι επηρεάζει πόσο και πώς
το αποτέλεσμα – την σκοτεινή επιλογή
του Βόυτσεκ. Η παρουσία της γκιλοτίνας
στο κέντρο του σκηνικού δεν τον αφήνει
να ξεχαστεί.

Η
αποσπασματικότητα του έργου μάς
δημιούργησε δυσκολίες που έπρεπε να
ξεπεράσουμε. Το έργο αποτελείται από
πολλές μικρές σκηνές – σχεδόν πενήντα
ξεκινάει να γράφει ο Μπύχνερ στα τέσσερα
ημιτελή χειρόγραφα, που συμψηφίζονται
τελικά σε περίπου τριάντα σκηνές, ανάλογα
με το πώς τις διαβάζει κανείς. Εμείς
στην παράστασή μας χρησιμοποιούμε 28
σκηνές που χορογραφούνται (Κατερίνα
Γεβετζή) στη σκιά της γκιλοτίνας,
οργανώνοντας μια λογική σειρά που
κλιμακώνει τα αδιέξοδα του «ήρωα».
Πράγμα που σημαίνει ότι έπρεπε να
αντιμετωπίσουμε 27 αλλαγές σκηνών, είναι
μεγάλο το νούμερο. Η μεγαλύτερη δυσκολία
όμως είναι ότι δεν προλαβαίνουμε οι
ηθοποιοί, σε τόσο μικρές σκηνές, να
αναπτύξουμε σκηνικές σχέσεις, κάτι που
είναι πολύ βασικό στον τρόπο που
δουλεύουμε γενικά τις παραστάσεις μας
ως ομάδα. Στον
Βόυτσεκ
μέχρι να κοιταχτείς με τον παρτενέρ, η
σκηνή έχει τελειώσει και πρέπει να
περάσεις στην επόμενη. Αυτό που καλύπτει
εν μέρει το κενό και την τόσο περιορισμένη
διάρκεια διάδρασης, είναι η επιλογή να
βρισκόμαστε στις περισσότερες σκηνές
όλοι επί σκηνής. Από την αποσπασματικότητα
του έργου πάντως δεν μπορείς να ξεφύγεις
τελείως, είναι στη φύση του έργου, την
οποία ακόμα και να θέλεις σκηνοθετικά
δεν μπορείς να παρακάμψεις – εκτός αν
προσθέσεις υλικό αναπτύσσοντας τους
διαλόγους, πράγμα που δεν ανήκει στον
τρόπο που προσεγγίζει η ομάδα τα κείμενα.

Σταμάτης
Πολενάκης:
Στην
Ελλάδα, ήδη πολύ πριν από τα χρόνια της
κρίσης, ήταν πολύ δύσκολο για έναν
καλλιτέχνη να επιβιώσει με αξιοπρέπεια
και να συνεχίζει να δουλεύει πάνω στην
τέχνη του. Την τελευταία δεκαετία, λόγω
και των γνωστών προβλημάτων, η κατάσταση
επιδεινώθηκε και κανείς δεν μπορεί να
μας πείσει ότι στο άμεσο μέλλον τα
πράγματα θα βελτιωθούν. Ίσως το αντίθετο…
Εσείς ως καλλιτέχνες του θεάτρου που
αγωνίζεστε καθημερινά για τη ζωή και
την τέχνη σας, πώς βλέπετε όλη αυτή την
κατάσταση;

Κώστας
Παπακωνσταντίνου: Πριν την κρίση, στους
περισσότερους εργαζόμενους υπήρχε ένα
κλίμα σταθερότητας και σιγουριάς. Οι
καλλιτέχνες ήμασταν από αυτούς που
βιώναμε την αβεβαιότητα και τότε. Με το
ξέσπασμα της κρίσης εμείς ήμασταν ήδη
προπονημένοι, όμως από την αβεβαιότητα
περάσαμε στην ανασφάλεια, αφού στην
υπόλοιπη κοινωνία η απώλεια της
σταθερότητας προκάλεσε φόβο, πράγμα
που είχε συνέπειες για όλες τις τέχνες.
Θεατρικά, απελευθερώθηκαν δυνάμεις,
δεν περίμενες πια να σε προσλάβει
κάποιος, έβρισκες κι άλλους, έσμιγαν οι
παρέες κι έκαναν παραστάσεις, φοβερές
παραστάσεις. Κι ακόμα, σε μεγάλο βαθμό
κάπως έτσι γίνεται το θέατρο. Τα πράγματα
έχουν αρχίσει να βελτιώνονται γιατί
έχει καταλαγιάσει ο διάχυτος φόβος που
υπήρχε. Το επάγγελμά μας όμως έχει
απορυθμιστεί και θέλει προσπάθεια και
αγώνα πάλι για να το φέρουμε σε ένα
σημείο που να μπορούμε να ζούμε αξιοπρεπώς
από τη δουλειά μας.

~.~

Η
συζήτηση του Σταμάτη Πολενάκη με τον
Κώστα Παπακωνσταντίνου έγινε τον Μάρτιο
του 2019.

~.~

Ταυτότητα
παράστασης «Βόυτσεκ»

Μετάφραση
– Δραματουργική επιμέλεια: Αλέξιος
Μάινας

Σκηνοθεσία:
Κώστας Παπακωνσταντίνου

Βοηθός
σκηνοθέτη: Χαρά Δημητριάδη

Σκηνογραφία
– Ενδυματολογία: Βίκυ Πάντζιου

Πρωτότυπη
μουσική – Στίχοι τραγουδιών: Βασίλης
Κουτσιλιέρης

Κινησιολογία:
Κατερίνα Γεβετζή

Φωτισμοί:
Γιώργος Αγιαννίτης

Φωτογραφίες:
Νίκος Βαρδακαστάνης

Trailer:
Αντώνης Κουνέλλας

Εικαστικό
– Σχεδιασμός εντύπων: Μανόλης Αλμπάνης

Κατασκευή
σκηνικού: Αντώνης Χαλυβίδης

Υπεύθυνη
επικοινωνίας: Λήδα Ασλανίδου

Παραγωγή:
Ξανθίας Α.Μ.Κ.Ε.

Παίζουν:
Ελισσαίος Βλάχος, Αγγελική Μαρίνου,
Δημοσθένης Ξυλαρδιστός, Κώστας
Παπακωνσταντίνου, Βασιλική Σουρρή,
Φοίβος Συμεωνίδης.

Η
παράσταση επιχορηγείται από το ΥΠ.ΠΟ.Α.

Ημέρες
και
ώρες
παραστάσεων:

Παρασκευή-
Σάββατο 21.00

Κυριακή
20.00

Έως
21.4.2019

Διάρκεια:
1 ώρα και 15’

Εισιτήρια
– Πληροφορίες

Τηλεφωνικές
κρατήσεις: 210-9229579

Προπώληση:
https://www.viva.gr/tickets/theater/theatro-simeio/woyzeck/

Τιμές
εισιτηρίων:

12,00

8,00
(φοιτητικό,
ομαδικό)

5,00
(άνεργοι, ΑμεΑ)

Ισχύει
ατέλεια Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών

Θέατρο
Σημείο
, Χαριλάου
Τρικούπη 4, Καλλιθέα

πίσω
από το Πάντειο Πανεπιστήμιο

~.~