της Σοφίας Γουργουλιάνη
Ένας άντρας γεννιέται και, τελικά, πεθαίνει μέσα σε ένα πλοίο. Και η όποια μοίρα κι ένας ναύτης που θα τον βρει του χαρίζουν το όνομα 1900. Κι αν ο δια βίου εγκλεισμός φέρνει στο νου φουρτούνες, τρικυμίες και καραβοτσακισμένους μελοδραματισμούς, ο μονόλογος του Αλεσάντρο Μπαρίκο, 1900, και η παράσταση, Lemon, της ομάδας Experimento, ξορκίζει το μελόδραμα για να μιλήσει για την απεραντοσύνη της ζωής και για τον πηλό που σου προσφέρει αφειδώς για να της δώσεις, μόνος, σχήμα.
Την παράσταση φιλοξενεί η αίθουσα χορού του ιστορικού ξενοδοχείου «Μπάγκειον» αγκαλιάζοντας με την αίσθηση των περασμένων μεγαλείων την ιστορία ενός άντρα που πέρασε τα χρόνια του παίζοντας πιάνο στα διαφορετικά σαλόνια ενός πλοίου. Κι αν ίσως τα περασμένα μεγαλεία επιτάσσουν «θυμώντας τα να κλαις», εδώ η συνειδητοποίηση πως ο χρόνος κυλάει, τελικά, με τα δικά μας μέτρα και σταθμά καλεί σε συγκρατημένα πλην αισιόδοξα χαμόγελα.
Ενώ, οι δύο πρωταγωνιστές, Γιώργος Δρίβας και Μελαχρινός Βελέντζας υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση της Γεωργίας Τσαγκαράκη, μοιάζουν να ανήκουν στην «κάστα» των παθιασμένων. Και να πετυχαίνουν, εδώ, εκείνη την περιβόητη ισορροπία ανάμεσα σε πάθος και φόρμα, χαρίζοντας μια θεατρική εμπειρία απεκδυμένη από κινησιολογικούς ελιτισμούς κι από αναίτιους θεατρινισμούς.
Με τη βεβαιότητα ότι η θεατρική εμπειρία είναι σύνολο συνιστωσών αλλά και ζωντανό συναίσθημα, το Lemon παραδίδει «θέατρο» με αξιοσημείωτη συνέπεια, αλλά (κυρίως) τον παλμό μιας αγνής θεατρικής καρδιάς. Και γοητεύει τελικά, όχι μόνο με την αρτιότητα του καλλιτεχνικού του αποτελέσματος, αλλά με την αυταρέσκεια της ακλόνητης πίστης στις προθέσεις του και στο θάρρος του να (σε) κοιτάξει κατάματα και να σου αφηγηθεί μια ιστορία για την ομορφιά της ζωής και τα αυτοσχέδια σύνορα που πλάθουμε γύρω από πάσης φύσεως εαυτούς.
Με αφορμή την παράσταση και την «ομορφιά» της συνάντησα τον έναν εκ των δύο πρωταγωνιστών, Μελαχρινό Βελέντζα, για μια κουβέντα για το Lemon, το πάθος για θέατρο και το αδικοχαμένο νόημα των λέξεων
Η
ζωή είναι απέραντη. Ενώ είναι τοπικά και χρονικά περιορισμένη, είναι απέραντη.
Ο 1900 έδωσε σχήμα στη δική του απεραντοσύνη.
Στην ιδέα δίνεις σχήμα.
Σε κάτι το οποίο σου έχει δοθεί. Το θέμα είναι πως θα συνθέσουμε τα πράγματα.
Το πιάνο του 1900 έχει 88 πλήκτρα. Το πώς θα τα συνδυάσεις και τι θα δεις τελικά
εξαρτάται από τη δική σου πρόθεση στα πράγματα και την τελική επιλογή. Ο 1900,
δύο φορές ορφανός καθώς μετά τους γονείς του που τον εγκατέλειψαν πεθαίνει και
ο ναύτης που τον βρήκε, οδηγείται στη μουσική. Για να επιβιώσει. Ο Μπαρίκο
συμβολικά τον τοποθετεί εγκαταλελειμμένο πάνω στο πιάνο με την ουρά στην
αίθουσα χορού της πρώτης θέσης.
Ο
1900 δημιουργεί την αίσθηση μιας φιγούρας θεϊκής. Και γενικά, ο γιατρός και ο
καλλιτέχνης δημιουργούν συχνά μια τέτοια αίσθηση…
Το πλάσμα αυτό, ο 1900,
είναι λίγο απόκοσμο. Δεν είναι γειωμένος. Έχει αρκετά ρομαντικά στοιχεία. Είναι
σαν αερικό. Έχει επίσης μια παιδικότητα. Παρατηρεί πάρα πολύ. Έτσι προσλαμβάνει
τον κόσμο. Και παίζει πιάνο γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Με τη μουσική του
ζει πέρα από το καλό και το κακό λέγοντας
με τον δικό του τρόπο πως αυτή είναι η
πραγματικότητά μου. Και μέσα σε αυτή ζει ευτυχισμένος, δημιουργώντας μία
υπερβατική εικόνα για τους άλλους που παρακολουθούν την ιστορία του.
Νιώθω
πως η μεγάλη εικόνα του ρόλου της τέχνης είναι ότι μπορεί να φτάσει στην έφηβη
στο χωριό μου στο Πήλιο και να την επηρεάσει. Σε ένα αστικό περιβάλλον μπορεί
να καλλιεργήσει μια αισθητική. Είναι αυτό αρκετό σήμερα;
Αρχικά το να δημιουργούμε
και να εκφραζόμαστε μέσω της τέχνης μας είναι ένα ζητούμενο. Επίσης, το ό,τι
προβαίνουμε σε πράξεις καλλιτεχνικές είναι θετικό. Παράγουμε. Δεν πιστεύω σε
κάποιον υψηλό και απώτερο στόχο της τέχνης. Γιατί αν πιστέψω τότε ίσως γίνω
ελιτιστής. Αυτό θα με απομακρύνει από την έφηβη στο χωριό σου και από τον εν
δυνάμει θεατή στο αστικό περιβάλλον της Αθήνας. Η παιδεία είναι το ζητούμενο
και όχι η εκπαίδευση. Στην παιδεία συζητάς για όσα δεν ξέρεις και θες να
αναλακύψεις, στην εκπαίδευση προϋποθέτεις ότι ξέρεις.
Δεν
είναι πολύ αστική λέξη η παιδεία;
Ξέρεις, σήμερα έχουμε
χάσει τις λέξεις. Το μικρό μου όνομα είναι Μελαχρινός. Από την παιδική μου
λοιπόν ηλικία έμαθα να ακούω σε ένα όνομα και μετά όταν κοιταζόμουν στον
καθρέφτη, όντας ξανθός η λέξη ερχόταν σε σύγκρουση με την πραγματικότητά μου.
Έτσι, συνειδητοποίησα από παιδί ακόμη πως οι λέξεις είναι συμβάσεις που τις
κατασκευάζουμε για να συνεννοούμαστε. Και λίγο μεγαλύτερος, κατάλαβα πως τις
λέξεις τις χρησιμοποιούμε για να εξουσιάζουμε. Να επιβάλλουμε το δικό μας
νόημα. Που είναι πάντοτε υποκειμενικό.
Η
αισθητική φαίνεται πιο αντικειμενική ως λέξη. Είναι αισθητική η επιλογή να
βγαίνεις στα Εξάρχεια και όχι στο Κουκάκι. Το ότι σου αρέσει ο Φασμπίντερ και
όχι ο Τζέιμς Κάμερον. Το Παρίσι και όχι το Λονδίνο.
Λέει ένας φίλος μου πολύ
ωραία «Η αισθητική είναι μία. Ή την έχεις
ή δεν την έχεις.» Εννοώντας την αισθητική της αισθητικής. Είναι η πρόθεση να βλέπεις τα πράγματα με μια αισθητική
προσέγγιση. Ο Μάνος (Χατζιδάκις) μιλούσε για μία συνολική αισθητική στα
πράγματα. Τώρα, η επιλογή μιας συγκεκριμένης αισθητικής είναι μία καθαρά υποκειμενική
επιλογή. Ευτυχώς. Γιατί μας θυμίζει πως είμαστε διαφορετικοί. Αλλιώς, ο φασιμός
παραμονεύει για να ομογενοποιήσει τους πάντες που θα υποταχτούν σε μία κυρίαρχη
ιδεολογία. Λένε πως ο Χίτλερ ερχόταν σε στύση όταν έβλεπε από το βάθρο της
ομιλίας του να συγχρονίζονται τόσες χιλιάδες άνθρωποι μ’ ένα του παράγγελμα.
Νομίζω πως τα πράγματα γονιμοποιούνται και ανθίζουν εάν αποδεχτούμε τη
διαφορετικότητά μας και δεν την υποτάσσουμε σε ένα κυρίαρχο δόγμα. Σκέψου το
απλό παράδειγμα της φράσης: το κοινό της
παράστασης. Είναι λάθος. Το μόνο κοινό είναι πως διαφορετικοί άνθρωποι
έχουν μαζευτεί για να παρακολουθήσουν την ίδια παράσταση. Την οποία θα
προσλάβουν με διαφορετικό τρόπο ο καθένας. Και θα προκύψουν ανάμεσά τους
ομοιότητες και διαφορές. Που πολλές φορές δεν εξηγούνται λογικά, διότι μιλάμε
για ανθρώπους. Για ανθρώπους που καταλαβαίνουν και αισθάνονται διαφορετικά.
Έτσι είναι.
Όλα
έχουν μια εξήγηση. Δεν ακούγεται πολύ ρομαντικό το ότι νιώθουμε πράγματα χωρίς
εξήγηση;
Πάντα θέλουμε να δώσουμε
εξήγηση στα πράγματα. Βαθύτερα, για να δώσουμε νόημα στην ύπαρξη μας. Το νόημα
όμως δεν υπάρχει. Εμείς το κατασκευάζουμε. Θυμήσου στο σχολείο την ερώτηση: ποιο είναι το νόημα του ποιήματος; Και
σε βαθμολογούσαν κιόλας. Ας αφήσουμε κάποια πράγματα ανεξήγητα. Τότε, θα
αναγκαστούμε να προσεγγίσουμε εξωλεκτικά: με το σώμα, με τις αισθήσεις μας.
Η
τέχνη εξηγεί πράγματα; Υπάρχει αντικειμενικότητα;
Δες λιγάκι ακόμα ακόμα τη
διαδικασία που κάνουμε τώρα: συνέντευξη. Προσπαθούμε να επικοινωνήσουμε με
λέξεις. Κυνηγώντας το νόημα. Το νόημα μας διαφεύγει διαρκώς, γιατί ψάχνουμε να
το βρούμε. Κι αυτό πολλές φορές μας ευχαριστεί. Ένας θεωρητικός του θεάτρου
έλεγε για την αποτυχία του βλέμματος στο θέατρο. Μπαίνεις και νομίζεις ότι
βλέπεις όλη τη σκηνή. Το βλέμμα ποτέ δεν μπορεί να πιάσει όλη τη σκηνή. Για
δικούς σου λόγους εστιάζεις σε πράγματα που για σένα έχουν ενδιαφέρον.
Πόσο
γοητευτικό είναι όμως όταν ξαφνικά συνειδητοποιείς πόσο όμορφή είναι ολόκληρη η
εικόνα. Έχει τρομερή ομορφιά.
Αυτό δε γίνεται με το
βλέμμα. Γίνεται με την ψυχή. Είναι ένα ενεργειακό βλέμμα.
Έχοντας
δει την παράσταση και μιλώντας μαζί σου, νιώθω ότι δεν έχετε τίποτα το
ελιτίστικο, αλλά ταυτόχρονα έχετε μια σοβαρότητα σ’ αυτό που υπηρετείτε. Βλέπω γύρω
μου πολύ κόσμο που δημιουργεί χωρίς διάθεση να το επικοινωνήσει, να επηρεάσει
ένα-δύο-τρία μυαλά. Αν δεν το επικοινωνείς γιατί το κάνεις; Είναι η
ψυχοθεραπεία σου;
Κι εδώ όμως αναζητάς μια εξήγηση…
Ναι,
γιατί σε ό,τι αφορά την τέχνη, την έχω πολύ ψηλά.
Αυτό δεν είναι
ελιτίστικο;
Με
την έννοια ότι μπορεί να έχω τις
καθημερινές ανάγκες πολύ χαμηλά, ίσως. Αλλά με την έννοια πως πιστεύω ότι ο
ρόλος της τέχνης είναι κυρίως να επηρεάσει την έφηβη στο χωριό μου και όχι να
καταναλωθεί από μια καθηγήτρια πανεπιστήμιου που μένει στην Κηφισιά, νομίζω πως
όχι.
Πολλές φορές μπορεί η
προβληματική να είναι ότι διαχωρίζουμε την τέχνη από τη ζωή και την
καθημερινότητα. Ας σκεφτούμε ότι το θέατρο είναι κάτι το εγγενές. Αν
παρατηρήσεις τα παιδιά, το πρώτο πράγμα που κάνουν είναι να στήνουν θεατρικές
παραστάσεις για γονείς. Λένε «μπαμπά,
μαμά! Έχουμε θέατρο σήμερα. Ελάτε!» Η αναπαράσταση και η αφήγηση αυτή είναι
μέσα μας. Αν το δούμε έτσι, θα πάψουμε να υποφέρουμε από τέτοιους διαχωρισμούς.
Ως
καλλιτέχνες; Δε μ’ αρέσει η λέξη καλλιτέχνης.
Οι άνθρωποι είμαστε φύσει
καλλιτέχνες. Αλλά, όταν μπλέκουμε με τους τίτλους χανόμαστε στη μετάφραση.
Αυτό,
πάλι, ακούγεται πολύ ρομαντικό. Από τη στιγμή που γεννιέσαι έχεις κάποιον «πάνω
από το κεφάλι σου». Είσαι ποτέ αγνός;
Πρέπει να επιστρέψεις
στον εαυτό σου. Να απομονωθείς λίγο από τους άλλους. Πολύ εύστοχα ο 1900 το
προτείνει. Είναι ένας άνθρωπος που γεννιέται και εγκαταλείπεται μόνος του. Και καταλήγει
μόνος του. Μέσα σ’ αυτό το πράγμα ανακαλύπτει πάρα πολλά για τον εαυτό του.
Σήμερα αυτό που γίνεται εσφαλμένα είναι, ότι σου έχουν δώσει δομές να
παρουσιάσεις τον εαυτό σου ως συμπαγές αντικείμενο (πχ τοfacebook). Και όλο αυτό σε
εξουθενώνει και σε διασπά. Σε εκατομμύρια αδιάφορες εικόνες. Οπότε δεν μπορείς
να συγκεντρωθείς. Σήμερα δεν υπάρχει σιωπή, δεν υπάρχει παύση. Παλαιότερα, το
ανθρώπινο υποκείμενο εξουθενωνόταν από εξωτερικούς παράγοντες. Σήμερα λόγω των
υπερβολικών επιλογών εξουδετερώνει και εξουθενώνει το ίδιο τον εαυτό του.
Είμαστε σκλάβοι του εαυτού μας.
Μέσα
σε όλο αυτό, μπορείς να βρεις τον εαυτό σου αν τον «ψυχαναγκάσεις» να ασχοληθεί
με την τέχνη ή ο εαυτός βρίσκεται αν διαβάζεις, ακούς, μιλάς μόνο για όσα σε
ικανοποιούν;
Πρώτα απ’ όλα ο εαυτός
δεν είναι κάτι έξω από μας. Να σου δώσω το παράδειγμα του πιάνο. Συχνά, σου
δίνουν μια παρτιτούρα και σου λένε παίξε. Η παρτιτούρα δεν είναι παρά μια
γραπτή αποτύπωση της φωνής. Άρα αυτό που θα παίξω υπάρχει μέσα μου. Προϋπάρχει.
Δεν υπάρχει κάτι έξω που πρέπει να ανακαλύψουμε. Σήμερα ψάχνουμε έξω γιατί
έχουμε φτιάξει καθρέφτες και ψάχνουμε επιβεβαιώσεις για να αισθανθούμε πιο
συμπαγείς. Σε σχέση με τον ψυχαναγκασμό σκέψου έναν ηθοποιό πάνω στη σκηνή. Σου
είναι πιο επιδραστικός, σου περνάει την ιστορία εάν δεις πράγματα που του
συμβαίνουν όντως. Του βγαίνουν οργανικά. Βλέπεις έναν ηθοποιό που κάνει ότι
κλαίει και έναν που κλαίει. Στη δεύτερη περίπτωση ,μάλλον, επηρεάζει πιο πολύ
το θεατή. Το ζητούμενο δεν έχει να κάνει με ψυχαναγκασμούς. Είναι να βρεις
εσένα τι σου προκύπτει. Σκέψου τις σέλφι. Γιατί είναι αποτυχημένες φωτογραφίες;
Γιατί δεν έχει προκύψει κάτι. Και μάλιστα ο χρήστης επανέρχεται σε αυτές για να
τις ξανα-κατασκευάσει. «Μαλακία είναι, ξαναβγάλτη». Φτάνουμε έτσι σ’ αυτό που
λέει οBaudrillard«Η κατασκευή της
πραγματικότητας προηγείται της πραγματικότητας φτάνοντας ακόμα και να την
ορίζει.»Είμαστε γεμάτοι λάθη, κι αν αυτό το αγκαλιάσουμε δε
θα χρειάζεται ούτε να ψυχαναγκαζόμαστε ούτε να υπηρετήσουμε τι είπε ποιος. Θα
είμαστε πιο αρμονικοί σε σχέση με τον εαυτό μας. Ο 1900 ας πούμε ήταν ο σπουδαιότερος
πιανίστας του Ωκεανού. Αν κατέβαινε στη στεριά θα αποκτούσε τα πάντα. Δεν
μεγάλωσε, όμως, σε μια αστική κοινωνία. Ο 1900 εκφράζει την ακατέργαστη πλευρά
των ενστίκτων που οι αστοί φαντασιώνονται στον ύπνο τους και όταν είναι ξύπνιοι
η ίδια αυτή πλευρά τους τρομάζει.
Άρα
ίσως αν κανείς μεγαλώσει μακριά απ’ την αριστεία της αστικής κουλτούρας να
μπορεί να βρει πιο εύκολα την ηθική ικανοποίηση απ’ αυτό που έχει μέσα του.
Κάνω ιδιαίτερα μαθήματα
πιάνο. Διαλογικές συναντήσεις τα
ονομάζω. Έρχεται λοιπόν μία μητέρα με το παιδί της και η πρώτη της ερώτηση
είναι «πότε θα πάρει πτυχίο;» Καταλαβαίνεις
τη ρίζα του πράγματος εκεί. Στην παράσταση αντιλαμβάνομαι πολύ τον κόσμο που
είναι από κάτω. Και έχουμε κάποιες κυρίες
που έρχονται και νομίζουν ότι θα δούνε Τορνατόρε στα βελούδινα καθίσματα του
Παλλάς. Χαίρομαι πολύ για τη διασκευή της Γεωργίας (Τσαγκαράκη) στο κείμενο και
τον τρόπο που έχει ενεργοποιήσει τα σώματά μας επί σκηνής. Στον τελευταίο
μονόλογο μου αρέσει που στάζω ιδρώτα
πάνω από τα κεφάλια τους και γίνεται άβολο. Το θέατρο θεωρώ ότι θα πρέπει να
είναι λίγο άβολο, να σε μετακινεί.
Το
ζωντανό της υπόθεσης είναι εξ’ ορισμού άβολο. Και θα πρέπει να γίνεται όσο πιο
άβολο πάει.
Εδώ βέβαια υπάρχει ένας
κίνδυνος. Υπάρχει αυτή τη στιγμή ένα ρεύμα στις ελληνικές θεατρικές παραγωγές
με πολύ γαμωσταύρισμα και μπινελίκι. Υπάρχει όλο αυτό το θέμα της ελληνικής
οικογένειας (πχ Στέλλα κοιμήσου κα)
Όλο
αυτό το οικογενειακό δράμα στο θέατρο, νιώθω ότι αργοπεθαίνει. Ο Τένεσι
Ουίλιαμς ήταν επανάσταση για την εποχή που ανήκε… Δεν υπάρχει ένας πιο
μοντέρνος συμβολικός τρόπος να μιλήσεις για τα πράγματα;
Ξέρεις γιατί δεν έρχεται
η αλλαγή. Γιατί κι αυτοί που το αντιλαμβάνονται δεν το βάζουν στη δημόσια
σφαίρα. Όταν αυτά τα πράγματα θα αρχίσουμε να τα συζητάμε ανοιχτά τότε θα
αλλάξουν. Τα πράγματα στην τέχνη γεννιούνται στα σημεία μετάβασης.
Και
όλο, όμως, αυτό το στερεότυπο της οικογένειας που κάθεται γύρω από ένα τραπέζι
και πλακώνεται. Δεν το είδαμε; Δεν πρέπει να κάνουμε κάτι καινούριο; Κάτι που
θα αγαπηθεί γιατί σπάει το κατεστημένο; Να πειραματιστούμε και λίγο με τη
φόρμα. ΤοLemonτο κάνει αυτό. Δεν είναι κωμωδία, δεν είναι δράμα, δεν είναι μιούζικαλ…
Αν πάψουμε να μας
απασχολεί να βρεθεί ένα νόημα, θα πάψουμε να μας απασχολεί να βρούμε μία
αισθητική. Αυτό που πρέπει να κάνουμε όταν δημιουργούμε μια παράσταση και αυτό
που κάναμε εμείς στο Μπάγκειον είναι να δημιουργήσουμε την αίσθηση ότι ο θεατής
μπαίνει σε ένα κόσμο. Αυτό παραβιάζεται πολύ συχνά. Πόσες φορές βγαίνει κάποιος
(σε ρόλο ταξιθέτη) και φωνάζει δυνατά «όσοι έχετε εισιτήρια…». Κάτι χάνουμε
εκεί. Αυτό είναι ζήτημα παιδείας, η ένταση της φωνής στο θέατρο. Ή οι θεατές με
τα κινητά. Ένας ηθοποιός μπαίνει στη σκηνή για να συγκεντρωθεί και ο κόσμος
κάθεται με τα κινητά. Μόλις αρχίσει να μιλάει κάποιος, τότε «α, αρχίζει η
παράσταση». Έχουμε να κάνουμε επίσης με περιπτώσεις απαίδευτων θεατών, που
φέρουν μία τηλεοπτική κουλτούρα. Άμα τους δώσεις ποπ κορν θα το φάνε
παρακολουθώντας την παράσταση.
Σχετικά
με την ένταση της φωνής υπάρχει και η άποψη ότι το κοινό πρέπει να είναι
ελεύθερο να αντιδράει σε αυτό που βλέπει.
Η σιωπή, όμως, είναι πιο
δυνατή από τις λέξεις. Έχει την εξής διαφοροποίηση από τις λέξεις. Όταν
επιλέγεις κάποιες λέξεις, αυτό έχει μια εξουσία. Να γιατί η φράση που λένε
συχνά οι δημοσιογράφοι «Μια εικόνα ίσον χίλιες λέξεις» είναι μια μαλακία και
μισή. Γιατί ποιες ίδιες λέξεις; Σκέψου ότι παρουσιάζουν το γεγονός ότι στα
Εξάρχεια δείρανε έναν άντρα, τον αφήσανε γυμνό και του είπανε «να σε πηδήξω από
πίσω». Η πρώτη εκδοχή είναι «ένταση στο κέντρο της Αθήνας». Η δεύτερη «γδύσανε
κάποιον και πήγαν να τον γαμήσουν από πίσω». Οι λέξεις είναι που καθοδηγούν την
ερμηνεία. Στο θέατρο οι πιο δυνατές στιγμές πολλές φορές βρίσκονται στις
σιωπές, τις εικόνες και τις παύσεις.
Ποια
είναι τα πλάνα τουLemonμετά το Μπάγκειον;
Εμείς μετά το Μπάγκειον,
παίρνουμε το βανάκι μας και με όρους χειροποίητου θεάτρου πάμε και παίζουμε σε
μικρές πόλεις και χωριά ανά την Ελλάδα. Πάμε να κάνουμε ένα ερευνητικό
οδοιπορικό με όρους εντελώς ανεξάρτητους. Είσαι εσύ, το μέρος και η παράσταση. Και
θα κάνουμε και φεστιβαλικές παραστάσεις. Σκεφτόμαστε να έχουμε και
εναλλασσόμενο ρεπερτόριο. Να έχουμε ένα δεύτερο έργο, όπως κάνανε παλιά στα
μπουλούκια. Τη μία μέρα να παίζει το ένα και την άλλη το άλλο.
Το
σκέφτεστε για καλοκαίρι;
Και πιο νωρίς ίσως.
Η παράστασηLemonμε
τους Μελαχρινό Βελέντζα και Γιώργο Δρίβα, σε σκηνοθεσία Γεωργίας Τσαγκαράκη, θα
παίζεται στο «Μπάγκειον Ξενοδοχείον» στην Πλατεία Ομονοίας, κάθε Σάββατο (19:15
και 21:15) και κάθε Κυριακή (20:00) μέχρι 1/12.
*Extraπαράσταση
λόγω μεγάλης προσέλευσης: Τετάρτη 27/11 (20:00)