Εγώ επέμενα να πάμε στο  χωριό. Ο Γιάννης δεν ήθελε, δεν είχε καλή
θάλασσα έλεγε κι ο  χωματόδρομος σε
μερικά σημεία, σκότωμα  για το καινούργιο
αυτοκίνητο. Τον  έπεισα με γλυκόλογα κι  επίπλαστη γκρίνια. Δυσκολεύτηκα κάπως,  αλλά  κατάφερα
να βρω  το σημείο που ήταν χτισμένο ή
στηριγμένο το σπίτι. Ακόμη και μετά  από
τριάντα χρόνια δεν είχα  καταλάβει πώς στηριζόταν
το ξύλινο σπίτι μας στους πρόποδες ενός μικρού λοφίσκου στην άκρη του χωριού, έστεκε
μόνο του ν’   αγναντεύει  τη μαλακή θηλιά της θάλασσας στον ήλιο.

Κάθισα ακίνητη με το βλέμμα
καρφωμένο στην είσοδο της μικρής πανσιόν που έπιανε τώρα όλο τον ζωτικό χώρο
του παλιού σπιτιού κι  ένας βήχας,
επίμονος τραχύς που μύριζε στάχτη με καθήλωσε σχεδόν στο χώμα.  Ένιωσα τη θερμότητα στα δάχτυλα των ποδιών,
άκουσα την αγωνιώδη κραυγή της μαμάς: «Κατεβείτε γρήγορα, πάρτε το μωρό!  βοήθεια! βοήθεια! Φωτιά!» Είδα πάλι τη  γοητεία της τεράστιας λάμψης  και  το
παρηγορητικό χαμόγελο της   γειτόνισσας που
μας πήρε να κοιμηθούμε στο σπίτι της,  τη
μέρα της φωτιάς.  

Το σπίτι το είχε νοικιάσει ο
μπαμπάς χωρίς να το δει, ο πρόεδρος του χωριού το είχε βρει για  λογαριασμό του.  Σε μια βδομάδα από την ημέρα που έμαθε για τη
δυσμενή του μετάθεση , έπρεπε να παρουσιαστεί στο διθέσιο σχολείο του χωριού
που απείχε 300  χιλιόμετρα από την πόλη
που ζούσαμε.

 Όταν φτάσαμε, με το φορτηγό που βογκούσε από
το βάρος της οικοσκευής στην καρότσα του μα κυρίως από την ταλαιπωρία που τράβηξε
το καημένο στα 50 περίπου χιλιόμετρα χωματόδρομου, έβγαλα το κεφάλι μου έξω απ’
το παράθυρο κι έψαχνα με αγωνία να βρω  το καινούργιο μας σπίτι.  Προσπαθούσα να μαντέψω ποιο ήταν, μα δεν
μπορούσα να συγκεντρωθώ. Ο  δυνατός άνεμος
 έφερνε στο πρόσωπό μου μια πρωτόγνωρη αλμύρα,
έμπαινε στα μάτια κι ανακατευόταν με τα δάκρυα που ζύμωνα στην άκρη των
βλεφάρων μου σχεδόν σ’ όλη τη διαδρομή. Έκλαιγα για τις φίλες μου  που είχα αφήσει στην πόλη, για το σχολείο, τη
γειτονιά,  μα κυρίως θρηνούσα  γιατί δεν πρόλαβα να αποχαιρετήσω τον Θανάση, εκείνο
τον συμμαθητή μου με τα πεταχτά δόντια που έμοιαζε με μικρό φοβισμένο
λαγουδάκι.  

Κάποτε σταμάτησε  το φορτηγό και δεν χρειάστηκε να συνεχίσω την
οδυνηρή αναζήτηση, τη μάταιη μαντεψιά,  αφού στο σπίτι που διάλεξε ο πρόεδρος θα
μέναμε είτε το ήθελα είτε όχι.

Στην αρχή μου φάνηκε σαν υπερφυσικό
 δεντρόσπιτο που έπεσε από ένα αόρατο,
άφαντο, γιγαντιαίο δέντρο,  που ζούσε
κάποτε στην άκρη του χωριού.  Σε λίγο
συνειδητοποίησα ότι ήταν ένα κανονικό, δίπατο ξύλινο σπίτι, που στηριζόταν με
κάποιο αδιευκρίνιστο για μένα τρόπο,  στο
έδαφος.  Με τρόμαζε κάπως το γεγονός  ότι ήταν ολόκληρο φτιαγμένο από ξύλο.

Τα πρώτα βράδια μου, όπως και τα
επόμενα  φοβόμουν πολύ . Άκουγα ή νόμιζα
πως άκουγα,  το κλάμα των δέντρων που
υπήρξε κάποτε και το επίμονο βογκητό απ’ τα σαράκια που τα τρώγανε. Μια νύχτα  άκουσα και φωνές  που έρχονταν από την πλευρά του λόφου. «ΚΑΤΩ Η
ΧΟΥΝΤΑ!!» ακούστηκε μια δυνατή αποφασιστική κραυγή κι έπειτα ένας πυροβολισμός.
Την άλλη μέρα ρωτούσα τι είναι “χούντα”  απαντήσεις φυσικά δεν έπαιρνα, ούτε για τον
πυροβολισμό ειπώθηκε τίποτε στο σχολείο.

Τα πρωινά ησύχαζα κάπως κι απορούσα
με το φώς που έμπαινε από τα τεράστια παράθυρα, τρεμόπαιζε στις χοντρές σανίδες
του ασυνήθιστα ψηλού ταβανιού και μου αποκάλυπτε  κάτι υπέροχα σχήματα απ’ τα νερά που έκανε το
ξύλο των  δοκαριών.   Μεγάλα  μάτια παγωνιού με μάγευαν για λίγο κι  αμέσως μεταμορφώνονταν σε μικρούς
ελλειψοειδείς ξύλινους πλανήτες μαζί με τους δορυφόρους τους. Κι ύστερα μια  γιορτή ήταν για μένα τα σπουργίτια και το
τερέτισμά τους,  όταν  πλησίαζαν στα ξύλινα περβάζια για να φάνε τα
ψίχουλα που τους άφηνε ο μπαμπάς από το προηγούμενο βράδυ.

Σ’ αυτό το σπίτι που στα μικρά
μου μάτια φάνταζε σαν το σπίτι της Χιονάτης  χωρίς την οικοδέσποινα και χωρίς τους εφτά
νάνους, μόνο με την αδερφή μου κι ένα μωρό που ξυπνούσε τις νύχτες και φώναζε “μαμά”,
ήταν κι αυτό αδερφή μου,  αλλά εγώ δεν
ήθελα να το πιστέψω- όλο φοβόμουν ότι κάποιο ξωτικό της νύχτας θα το πάρει πίσω
όπως τό’ φερε –  έπιασα τους γονείς μου
αγκαλιασμένους κάτω από μια καρό κουβέρτα,   μια
νύχτα του Νοέμβρη του 73,  με τα πρόσωπά
τους κολλημένα σ’ ένα μικρό ραδιοφωνάκι,  να κλαίνε σιωπηλά. «Τα φάγανε τα παιδιά οι
φασίστες, μπήκε το τανκ στο Πολυτεχνείο…»  έλεγε η μάνα μου με πνιχτά αναφιλητά. «Ψυχραιμία
θα πέσουν, θα δεις, δεν είναι πολλά τα ψωμιά τους…»έλεγε ο μπαμπάς.   Δεν
έκανα τον κόπο να ρωτήσω, ήξερα ότι καμιά απάντηση δεν θα’ παιρνα και θα τ’  άκουγα κι από πάνω, γι αυτό προτίμησα τη
σιωπηλή υποχώρηση.

Συνήθισα σιγά σιγά κι αγάπησα το
ξύλο, τη μυρωδιά του και το φόβο του για τη φωτιά . «Να προσέχετε πολύ!»  Φώναζε συνέχεια η μαμά και μας άρπαζε τα
σπίρτα απ’ το χέρι τις σπάνιες φορές που παίζαμε μ’ αυτά.

Η αγάπη μου για το σπίτι απέκτησε
υπόσταση στα πρώτα γενέθλια του μωρού. Η μαμά έφτιαξε τούρτα,  ήρθαν συμμαθήτριες και κάποιες γειτόνισσες και
μετά το «Να ζήσεις μπεμπούλα  και χρόνια
πολλά» με σιγανή, σχεδόν βουβή φωνή τραγούδησαν τον ύμνο της ελευθερίας κι εγώ τις
κοιτούσα σαστισμένη ενώ χάιδευα τρυφερά με το πίσω μέρος της παλάμης μου τον ξύλινο
τοίχο.

Τη μέρα της μεταπολίτευσης οι
καμπάνες χτυπούσαν στο χωριό, το σπίτι σα ν’ άλλαξε υφή  και διαστάσεις κι έγινε  πάλι δένδρο σε δάσος σκιερό με πουλιά παραδείσια
που  κελαηδούσαν στα κλαδιά του και
χαρωπούς σκίουρους να  κρύβονταν στις
οπές του.

Σε λίγες μέρες ο ταχυδρόμος έφερε
 το χαρτί για την επάνοδο του μπαμπά στην
υπηρεσία του: «Αποκατάσταση διωχθέντων»  έγραφε
 κι εγώ ως συνήθως  δεν ήξερα ούτε τι είναι η «αποκατάσταση»  ούτε για το «διωχθέντων»  είχα καμιά  ιδέα.

Δεν  ήθελα να φύγω, είχα αγαπήσει το ξύλινο σπίτι,
δεν ήθελα να ξαναβρεθώ στο τσιμεντένιο χαμηλοτάβανο σπίτι της πόλης,  μόνο τον Θανάση  σκεφτόμουν κάπως και δεν έκλαιγα γοερά για τη
μυρωδιά του ξύλου που έπρεπε ν’ αποχωριστώ.

Η φωτιά ξεκίνησε απ’ το υπόγειο,
χωρίς προειδοποίηση, όπως άλλωστε όλες οι φωτιές, μα με αιτία που τη μάθαμε
πολύ αργότερα. «Εμπρησμός» αποφάνθηκαν οι αρχές, το σπίτι ήταν το πατρικό  ενός διοικητή της ασφάλειας της χούντας. Απ’
ότι μάθαμε πολύ αργότερα, αυτοκτόνησε με το υπηρεσιακό του περίστροφο.

Τη μυρωδιά του ξύλου,  την έχασα για πάντα. Θάφτηκε  στης στάχτης το σαθρό φέρετρο. Κάποιες φορές
όμως, κάτι με πνίγει στον ύπνο μου. Ξυπνώ μ’  έναν βήχα ρυθμικό σαν κρώξιμο μαύρου πουλιού ή
σαν πένθιμο εμβατήριο.