Ο
ΣΟΛΙΣΤ και άλλα πεζά, εκδ. θράκα
του
Δημήτρη Στατήρη
η
βαρύτητα της μονωδίας
γράφει
ο Νίκος Φιλντίσης
«Απόλυτη
σιωπή στο ακροατήριο. Οι προσδοκίες
ήταν μεγάλες. Ο μουσικός, […], πέρασε στη
σκηνή με βήμα εμφατικό και προσεγμένο,
πρόσωπο ανέκφραστο και με το μαύρο,
διχαλωτό του σμόκιν να ανεμίζει ελαφρά
πίσω του. Φτάνοντας στο κέντρο, περιέστρεψε
το κορμί του προς τον κόσμο με στρατιωτική
ακρίβεια κι έφερε το βιολί του μεταξύ
του σαγονιού και του ώμου. Το ακροατήριο
παρέμεινε σιωπηλό, παρακολουθώντας
κάθε κίνηση του βιολιστή.»
Ο
σολίστ, απόσπασμα
Σολίστ είναι
ο εξέχων του μουσικού συνόλου, ένας
κορυφαίος πάνω στην σκηνή ελαφρώς
προωθημένος από την πολυπρόσωπη ασφάλεια
της ορχήστρας, που θα έρθει αναπόφευκτα
αντιμέτωπος με τον έξω κόσμο αλλά και
με τον ίδιο του τον μεγάλο εαυτό, αφήνοντας
να ξεχυθούν από μέσα του οι καθαροί και
αυθεντικοί ήχοι της δικής του μονωδίας.
Πλήρως εκδεδυμένος και μόνος –όπως
μαρτυρά και η ίδια η λέξη– στην υπερέκθεση
του φωτός, συνειδητά και με τόλμη. Στο
περίοπτο σημείο που θα σταθεί,
αντιλαμβάνεται κανείς πως, ο βιρτουόζος
επωμίζεται το βαρός της ύπαρξης όταν
αυτή αποκτά μία ταυτότητα, την ψηλαφίζει
ανιχνευτικά φτάνοντας κάποτε σε έναν
εσωτερικό τόπο όπου κάθε ανωνυμία
εκφυλίζεται.
Ιδωμένο λοιπόν,
αρχικά από αυτή την σκοπιά, το πρώτο
βιβλίο του Δημήτρη Στατήρη «Ο ΣΟΛΙΣΤ
και άλλα πεζά» όχι μόνο φέρει από τίτλου
το αγωνιώδες τίναγμα ενός νέου συγγραφέα,
ο οποίος ελίσσεται προς την επιφάνεια
για να εντοπίσει και να οριοθετήσει τον
δικό του χώρο, αλλά συμπυκνώνει επίσης
με διακριτική δεξιοτεχνία ένα φιλοσοφικό
διύλισμα περί μοναχικότητας, την βαθύτερη
οπτική της κάθε διηγηματικής πλοκής θα
τολμούσε ίσως να πει κανείς, η οποία
διατρέχει εμφανώς τη ράχη του βιβλίου
και επικάθεται ήσυχα στο μεδούλι του.
Σε αυτό το
λογοτεχνικό σύμπαν της σόλο περιστροφής
λοιπόν, ο Στατήρης μάς παρουσιάζει μία
συλλογή από μονό και μονοψήφιο αριθμό
–εννέα τω σύνολω– αυτόνομων μεν
διηγημάτων πλεγμένα όμως σε μία μάλλον
αλυσιδωτή παράταξη που δημιουργεί την
αίσθηση καλοσυγκερασμένης συλλογής με
συνοχή. Το διηγηματικό καρέ που ξετυλίγεται
μπροστά στα μάτια του αναγνώστη είναι
άλλοτε φωτεινό, άλλοτε μαυρισμένο και
κάποιες φορές το αρνητικό της φωτογραφίας
που κάποτε τραβήχτηκε.
Ιδιαίτερο
ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός πως
ο συγγραφέας επιλέγει και επιχειρεί
μέσα από μια μάλλον φαινομενικά
πολυθεματική προσέγγιση να αποτυπώσει
όλες τις αποχρώσεις, τις εκφάνσεις και
τις λεπτές υφές μιας βαθύτερης εσωτερικής
μοναχικότητας, περνώντας έτσι τη γραφή
του όχι μέσα από ένα φωτογραφικό διάφραγμα
που παγώνει την εικόνα σε μια στιγμή
αλλά πιο εύστοχα θα έλεγε κανείς μέσα
από ένα περιστρεφόμενο καλειδοσκόπειο
που διαμορφώνει όλκιμα θεματικά σχηματικά
διατηρώντας έτσι την πλαστικότητα ενός
πολυεπίπεδου τοπίου, που αλλάζει
νοηματικές μορφές. Θα ήταν εμφανές πως
ο Στατήρης τραβά τις σκηνοθετικές
γραμμές του με κιμωλία πάνω στην άσφαλτο
χωρίς να τις καθιστά αφόρητα ανεξίτηλες.
Παραθέτω
επιγραμματικά μερικά σκηνογραφήματα
από το βιβλίο: Λίγα κέρματα στο πάτωμα
της Τέχνης που αναζητά τον ουσιαστικό
άνθρωπο. Ο έρωτας σαν αποθέσεις άκαμπτου
σκληροδέρματος κάτω από ένα περαστικό
αέρινο παλτό. Τα εφημερεύοντα μπαρ και
οι αθεράπευτα νοσούντες. Οι διαρκώς
τροφοδοτούμενες εξαρτήσεις του online
ανθρώπου και η ψυχοτρόπος φόρτιση. Ήρωες
που κοινωνούν τον ίδιο τους τον εαυτό
– μεταλήψεις του παρελθόντος σε
κατειλημμένα κτίσματα της πόλης. Αλλά
και τοπία εκ πρώτης όψεως εξωτικά ή
μακρινά, όπως αυτό μιας κατάφυτης μη
αλληλέγγυας ζούγκλας ή το χαράκωμα που
ρίχνει τον άνθρωπο σε διαρκές εμπόλεμο
κι αιώνιο εμφύλιο. Εύστοχα δοσμένα ως
αλληγορικά σχήματα που μάς κλείνουν
συνθηματικά και κάπως πικρά το μάτι.
Τα διηγήματα
του βιβλίου «ο σολίστ και άλλα πεζά»
δίνουν την εντύπωση ενός διαρκούς
μετεωρισμού, σαν να ισορροπούν οριακά
στο βαμβάκι και το ξυράφι, στο σχοινί
και το χάος. Ένα σύστημα εντροπίας που
εμπεριέχει την υποψία της εν εξελίξει
διάβρωσής του. Γρανάζια σε περίπλοκα
συστήματα, είτε βιολογικά είτε κοινωνικά
είτε της νόησης – αντιποιητικές συνθήκες
που αναδεικνύουν φιλοσοφικές ίσως
αναζητήσεις στο επέκεινα – κι ύστερα
πάλι πεζολογικός αισθαντισμός – σίγουρα
όχι λυρισμός ή πεζοποίημα – αλλά ένα
ποιητικό σκηνικό από καταρρέουσες
μνήμες, φιλίες που συλήθηκαν από ένα
ατσάλινο αμείλικτο.
[…]Μια
μπουλντόζα είχε κατεδαφίσει, ήδη, το
μισό κτίριο και όδευε ολοταχώς προς την
αποθηκούλα. […]. Όλα είχαν πάρει το δρόμο
τους. Ο ατσαλένιος βραχίονας με την
οδοντωτή χούφτα περιστράφηκε και την
έκανε χίλια κομμάτια.
ο
φίλος, απόσπασμα
Όλα αυτά είναι
δοσμένα με έναν ιδιαιτέρως μεστό τρόπο,
σε μια γραφή ρέουσα, απέριττη, ανάγλυφη
και ευλαβικά δουλεμένη. Ο Δημήτρης
Στατήρης με τεχνικά μέσα μάλλον κλασικής
γραφής όπως τον συμβολισμό, τον
διαπεραστικό του ρεαλισμό και τις
αλληγορίες των εικόνων που λειτουργούν
σαν παραβολές, υφαίνει με παγανιστικό
σχεδόν τρόπο και ψιλοκεντημένη ειρωνική
διάθεση μια ολόκληρη κοσμοθεώρηση μέσα
στην πλέξη κάθε ιστορίας. Υποδόριο βάθος
ντυμένο με το κουκούλι μιας ματιάς
γνώριμης, απλής καθαρής που παίρνει τον
αναγνώστη από το χέρι και τον πηγαίνει
μέχρι το τέλος. Αξίζει την προσοχή μας,
ένας νέος τεχνίτης και μονωδός που οι
λέξεις του είναι μελετημένη επιλογή
σαν σπάνια συλλογή.