έργο του Ρέμπραντ |
Πάσχα
Της Τάμμυς Τσέκου
Πλησιάζει Πάσχα. Και ούτε που το κατάλαβα.
Πάσχα ήταν για μένα οι Μεγάλες Παρασκευές που με την αδελφή μου χωνόμασταν απρόσκλητες στη χορωδία του χωριού -του χωριού των διακοπών μας, γιατί εμείς δεν είχαμε πατρικό χωριό να προσκυνήσουμε- και με ένα Ακάθιστο ύμνο τσέπης, ζούσαμε λαθραία το Θείο δράμα, γεμάτο ευωδιές από κρίνα και σπαρακτικές μελωδίες.
Ήταν η μεγάλη βόλτα γύρω από το χωριό, με τα κεριά να φέγγουν διαφορετικά τις γωνιές του δρόμου που μάθαμε ποδήλατο, το φλερτ που ξαναζωντάνευε με το αγόρι που είχαμε να δούμε από το περασμένο καλοκαίρι και που είχε ψηλώσει τόσο όμορφα που πόναγε η καρδιά μας, ήταν οι πασχαλιές απέναντι από το καφενείο του σταθμού που δεν μαραίνονταν, παρά μεγάλωναν χρόνο με το χρόνο, η καμπάνα που χτυπούσαμε πένθιμα με βάρδιες ένα τσούρμο πιτσιρίκια, παριστάνοντας πως η κηδεία δεν είναι ανθρώπου δικού μας, αλλά ενός ξένου. (Μα τότε, γιατί δεν είχε κανείς μας διάθεση να πει μια κουβέντα αστεία στον ασπρισμένο περίβολο;)
Ήταν το Jesus Christ Super Star που έλιωνε τη Μεγάλη Εβδομάδα στο πικ απ, ο πατέρας που γκρίνιαζε γιατί θα γυρνούσε πάλι μόνος του τη σούβλα, τα κλαρίνα που μισούσα κι όμως μου λείπουν.
Πάσχα είναι η μάνα που έφτιαχνε τη μαγειρίτσα σαν φρικασέ για να μου αρέσει. Πάσχα είναι το κεράκι που μου άφησε το τελευταίο της Μεγάλο Σάββατο -κι ας μην προνόησα να το περάσω μαζί της. Πάσχα είναι το λουλούδι που της αφήνω στο κοιμητήριο κάθε Μεγάλη Παρασκευή.
“Ω γλυκύ μου έαρ…” που παρήλασες τόσες φορές κρεμάμενος μπροστά μας, χωρίς να μάθουμε ποτέ την πραγματική σου λύπη.
Καλή Ανάσταση.