Η πλάνης, η αναζήτηση και άλλα δαιμόνια
Γράφει ο Γιώργος Δρίτσας
(Για το βιβλίο Πλάνης στην πλάνη της της Κατερίνας Γκιουλέκα, εκδ.Θίνες 2024)
Είναι γεγονός ότι η περιπλάνηση εμπεριέχει και εμπεριέχεται σε μια συγκεκριμένη ψυχοπνευματική κατάσταση που εναλλάσσει πολλές διαβαθμίσεις των αισθήσεων και των ερεθισμάτων ενός ατόμου· οι οποίες γαζώνουν κυριολεκτικά τα αισθητηριακά του όργανα, μέσα σε μια συνεχή κίνηση που ενδέχεται να περιέχει την ίδια την πλάνη του ατόμου αυτού, ως πλάνητα-flaneur, κατά την τραγική αυτή πορεία προς τη βίωση της ζωής. Εξάλλου, υπάρχει μεγαλύτερη πλάνη από την ίδια τη ζωή, που παραμένει πάντοτε άγνωστη, εν είδει στοιχειού;
Η Κατερίνα Γκιουλέκα στην πρώτη της ποιητική συλλογή, Πλάνης στην πλάνη της, (εκδ. Θίνες, Αθήνα 2024), πλάθει το δικό της ποιητικό φλανέρισμα και μας καταγράφει τη δικιά της απάντηση στο παραπάνω ρητορικό ερώτημα, συνοδευόμενη από τα πανέμορφα σχέδια του Γιώργου Τσόπανου. Μέσα στη πολυσέλιδη συλλογή της, αποτελούμενη κυρίως με μακροσκελή ανομοιοκατάληκτα ποιήματα, που δεν χάνουν σε προφορικότητα και ρυθμό, η ποιήτρια πλάθει το δικό της σύμπαν, αυτό της περιπλάνησης, έναν κόσμο αληθινό και βγαλμένο κατευθείαν από τις αισθήσεις, τα όνειρα και την επαφή της με τον κόσμο – ή τουλάχιστον τον δικό της κόσμο.
Πιο συγκεκριμένα, ήδη από το πρώτο ποίημα της συλλογής με τον τίτλο «Τολμώ», η ποιήτρια μάς δείχνει ξεκάθαρα την ονειρική της διάθεση για φυγάδευση από τις συμβάσεις, φθάνοντας την περιπλάνησή της μέχρι την ολοκληρωτική ανυπαρξία της («να μην υπάρχω»). Με μια ξεκάθαρη επιδίωξη ενός ποιητικού φλανερίσματος, με μια υπερρεαλιστική ή και συμβολική προοπτική στην έκφρασή του, η ποιήτρια αφουγκράζεται κάθε στιγμή ακόμη και μες τη σιωπή («Σαλτάρει η τσαγιέρα απαλά»).
Όλα στο τέλος, όμως, αποτελούν μια μελαγχολική συνειδητοποίηση, μια συνειδητοποίηση ότι όλα «παρέρχονται» μέσα στις σχισμές του χρόνου («Βουνό όλα»). Έτσι, δεν μένει χώρος για άσκοπες επιστροφές ακόμη και στην ίδια την πατρική εστία, αφού μέσα στον κλαυσίγελο της περιπλάνησης δεν χωράει η άσκοπη επιστροφή στο παρελθόν («Του ανέμου») αλλά η πορεία προς το άγνωστο – ακόμη και αν αυτό το άγνωστο μάς πλανεύει και μας σπρώχνει σε ξέρες και νέους ωκεανούς.
Κλείνοντας, έχουμε να κάνουμε με μια πολλή όμορφη ποιητική σύλληψη για την αναζητητική πορεία του ανθρώπου μέσα στον κόσμο (του). Έναν κόσμο που δεν σταματάει στα ριζώματα, αλλά τα προσπερνάει ακόμη και αν αυτό φέρει μια νέα τραγική συνθήκη.
Τολμώ
Να κόβω τα μαλλιά μου
να κάνω δεμάτια που θα
σκορπίζω στους αγρούς
να ’χουν τα που στέλνεις
να βοσκήσουν τα σύννεφα
Να κουβαλώ μπαούλο
αφοδράριστο να χώνεσαι κάθε
που κρύβεσαι απ’ το φως
με μαύρα τα φτερά και ζουληγμένα
να σε φυγαδεύω
Να ’μαι κουκέτα σε αρχιπέλαγος
χωρίς διεύθυνση
να απαντάς μόνον αν θες· ποτέ
να μην το φέρνει η ώρα να θελήσεις
να μου απευθύνεσαι
–να μην υπάρχω–
Ανίερο ν’ αντέχω προσκύνημα
απόλαυση ανάλεκτη κι ανέκκλητη
μεταξωτού υπογάστριου μιας
αναχώρησης λαθραίας
Να πλέω
Ο Γιώργος Δρίτσας γεννήθηκε το 1994 στην Κόρινθο. Είναι απόφοιτος του Φ.Π.Ψ. (Φιλοσοφία, Παιδαγωγική, Ψυχολογία) της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, στο οποίο και συνέχισε τις μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές του. Το 2016 εξέδωσε την ποιητική συλλογή Η ηχώ του Ζαρατούστρα, σε μορφή αυτοέκδοσης, ενώ από τις εκδόσεις Οδός Πανός κυκλοφορούν οι, κοινής θεματικής, ποιητικές συλλογές του σκιά θανάτου (2022) και το ματωμένο όνειρο (2023), με παλιά και νέα ποιήματά του. Ποιήματα και διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε διαδικτυακά και έντυπα περιοδικά και ανθολογίες.