«Συνομιλίες»: Συνέντευξη με τον Σωκράτη Σαπουνά

Του Γιώργου Δρίτσα

Με τον τίτλο «Συνομιλίες» στη στήλη BAUHAUS θα προσπαθήσουμε να παρουσιάζουμε κάποιες συνεντεύξεις, οι οποίες θεωρούμε ότι ταιριάζουν με τη γενικότερη αισθητική και φιλοσοφία τής στήλης. Ξεκινάμε, λοιπόν, με τον εικαστικό και κομίστα Σωκράτη Σαπουνά, ο οποίος μας παραχώρησε την παρακάτω συνέντευξη στο ατελιέ του.

 

1) Καλησπέρα, Σωκράτη!

Αρχικά θα ήθελα να μας πεις κάποια πράγματα για σένα και τις τεχνικές που χρησιμοποιείς στο έργο σου.

Ονομάζομαι Σωκράτης Σαπουνάς. Είμαι αυτοδίδακτος δημιουργός και ονειροπόλος – μια λέξη που μου αρέσει πολύ. Ασχολούμαι με τον σουρεαλισμό περισσότερο. Πάρα πολλοί βάζουν την ετικέτα – και αναγκάζομαι και εγώ να το κάνω αυτό, dark σουρεαλισμός. Αν και, όποτε βρισκόμαστε στο σκοτάδι, είναι για να ανακαλύψουμε ξανά το φως. Ασχολούμαι αρκετά χρόνια με αυτό, για την ακρίβεια επαγγελματικά πέντε και γενικότερα πάνω από δέκα, διαβάζοντας βιβλία και μαθαίνοντας καλύτερα τεχνικές από βίντεο και άλλα σχετικά μέσα. Σχεδιάζω μόνο με το χέρι, «παραδοσιακά» δηλαδή, οπότε τα κυριότερα υλικά που χρησιμοποιώ είναι το κάρβουνο και το μολύβι σαν βάση και από ’κει και έπειτα προχωράω σε ακρυλικά, λάδια, φύλλα χρυσού, καφέ με μελάνι, παστέλ. Γενικά στα έργα μου με ενδιαφέρει η ατμόσφαιρα, το μυστήριο και το να υπάρχει ένα μήνυμα το οποίο με τη σειρά του να προσκαλεί τον θεατή σε έναν διάλογο. Τα πράγματα γίνονται ενδιαφέροντα όταν καταργείται η παθητικότητα.

 

2) Σε συνέχεια του πρώτου ερωτήματος.

Τί σε ώθησε, εξαρχής, να ασχοληθείς με όλα αυτά; 

Αρχικά για να δώσω μερικές επιπλέον χρήσιμες διευκρινήσεις, εγώ σπούδασα επικοινωνιολόγος, δηλαδή δημοσιογραφία. Ήδη από τότε ακόμη με ενδιέφερε να βρω το πιο φιλοσοφικό κομμάτι πίσω από την επικοινωνία, όπως θα το όριζε ο Marshall McLuhan. Στη συνέχεια έκανα πρακτική στο ραδιόφωνο, γνωρίζοντας πολλές γνωστές «περσόνες» του χώρου της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου και κατάλαβα ότι όλο αυτό δεν μου ταίριαζε παρά πολύ ή τέλος πάντων δεν μου ήταν αρκετό, γιατί πάντα αναζητούσα κάτι με το οποίο θα μπορούσα να εκφραστώ καλύτερα. Έξαλλου, η έκφραση είναι το πιο σημαντικό πράγμα, με βάση τη δική μου αντίληψη, μαζί με το κομμάτι της σκέψης, του στοχασμού και της αμφιβολίας. Ειδικά δε, η αμφιβολία πηγάζει και έρχεται και δένει και με τη δημιουργία και τον στοχασμό, γιατί προφανώς κάποια αμφιβολία σε οδηγεί σε όλο αυτό το ταξίδι. Οπότε από τη δημοσιογραφική μου ενασχόληση κατάλαβα ότι κάποια πράγματα δεν μου ταίριαζαν· ίσως ο πάρα πολύ μεγάλος έλεγχος, ίσως η αδυναμία για παραγωγή μιας έκφρασης που θα είναι λιγότερο «νοθευμένη». Κάτι που με οδήγησε, εν τέλει, στο τωρινό μου μονοπάτι. Αν και υπήρχε πάντα η ροπή, καθώς ήδη από τις σπουδές μου στο Πάντειο με ενδιέφερε η σκηνοθεσία και γενικότερα το πιο εικαστικό ή καλλιτεχνικό κομμάτι.

 

3) Ποιές είναι οι επιρροές σου;

Γιατί π.χ. στο έργο σου βλέπω, πέρα από πολλές άλλες επιρροές – κάποιες από τις οποίες προανέφερες, και πολλά κινηματογραφικά στοιχεία που φέρνουν στο μυαλό μου τον David Lynch.

Είναι πολύ πρόσφατο που έχει «φύγει» ο David Lynch και τον αγαπούσα πολύ και σαν άνθρωπο, στον βαθμό που τον έχω παρατηρήσει στις δημόσιες εμφανίσεις του, αλλά και σαν δημιουργό. Νομίζω, σίγουρα, είναι μια τεράστια επιρροή στη δουλειά μου. Σαν αποτύπωμα, δηλαδή, το οποίο άφησε πίσω του αυτός ο άνθρωπος και ακόμη περισσότερο επειδή έδωσε πάτημα σε όλους αυτούς τους ανθρώπους που έχουν αυτήν την αμφιβολία, που ανέφερα και πριν, όπως επίσης και την ατμόσφαιρα και την αισθητική. Έδωσε γενικά αυτή την πνοή στο υπαρξιακό horror, που αγαπάω πάρα πολύ. Και το έκανε σχεδόν να είναι okay να ανήκεις σε αυτό το είδος. Όταν ξεκινάς ειδικά έχεις πολλή μεγάλη ανάγκη να ξέρεις ότι υπάρχουν άνθρωποι που σκέφτονται, όπως και εσύ και για αυτό οφείλω παρά πολλά στον David Lynch, για αυτό τον λατρεύω σαν δημιουργό – το ίδιο, βέβαια, θα πρέπει να αναφέρω και για τον David Bowie. Γιατί όταν η έκφραση συνδέεται με το θάρρος κάτι μαγικό συμβαίνει. Το πιστεύω πραγματικά αυτό, γιατί όταν υπάρχει το θάρρος και υπάρχει και η αλήθεια, αυτές οι δύο λέξεις πάνε μαζί, πάντα κάτι μαγικό συμβαίνει. Και αν αυτό έχει σαν αποτέλεσμα αυτή την πανέμορφη αισθητική τόσο το καλύτερο.

 

4) Οπότε, θα λέγαμε ότι το έργο σου κινείται σε μια μείξη στοιχείων κινηματογράφου, φωτογραφικών καρέ, μουσικής και διάφορων ειδών ποίησης, όπως μπορεί κάποιος να παρατηρήσει στο τελευταίο σου comic, Metamorphosis: Hide & Seek (2024). Σωστά;

Φυσικά. Θα πρέπει να αναφέρουμε και τον Rimbaud σε αυτό το σημείο, όπως και  άλλους  πολλούς, γιατί θα είναι διαφορετικά άδικο, όπως τον Poe, τον Ginsberg, τον Burroughs. Όπως και τα απίστευτα ηθικοπλαστικά έργα του Dostoyevsky. Σίγουρα επίσης έχω επηρεαστεί κι από έργα του Καζαντζάκη και σίγουρα του Nietzsche. Αλλά υπάρχουν και άλλες μικρές και πολυποίκιλες αναφορές, όπως του Bob Dylan, του  Philip Glass, του Allan Moore, τoυ Dave Mckean. Αν και νομίζω ότι το βασικό στοιχείο είναι ότι εμπνεόμαστε από τη ζωή γιατί η τέχνη είναι και αυτή ζωή. Με την έννοια ότι αυτό που βλέπεις με το «μάτι» του μυαλού είναι τόσο έγκυρο με κάτι που βλέπεις στον δρόμο, γιατί μιλάμε για τη δημιουργία και του τι «φέρνουμε» στη ζωή ή του τι επιλέγουμε να «φέρουμε» στη ζωή. Οπότε εμένα με ενδιαφέρει αυτό το στοιχείο του «κίνδυνου», θα λέγαμε το καλώς νοούμενο «επικίνδυνο», αυτό δηλαδή που προκαλεί, θέτει ερωτήματα, οπότε αν κάτι εμπεριέχει κάτι τέτοιο με ενδιαφέρει. Αλλά, γενικότερα, οι επιρροές μου είναι αυτές.

 

5) Τί σημαίνει για σένα αυτή η σύνδεση της ζωής, όπως αυτή είναι πραγματικά, και της τέχνης; Γιατί, πιστεύω, ότι είναι ένα πολύ βασικό ζήτημα αυτό, έτσι δεν είναι;

Ναι, το πιστεύω και εγώ αυτό. Νομίζω ότι δεν μπορούμε να κρυφτούμε. Οι δουλειές των καλλιτεχνών που μας αγγίζουν βαθιά είναι αυτές που είναι αμιγώς ανθρώπινες κι όσο σουρεαλιστικές κι αν μπορεί να φαντάζουν, κάποιες φορές, πηγάζουν από κάτι πολύ προσωπικό και πολύ καθημερινό. Αυτή είναι η σύνδεση που βλέπω. Εξάλλου, δεν μπορούμε να μένουμε στην απραξία, όταν βλέπουμε τόση αδικία, όταν νιώθουμε απομονωμένοι, αποκομμένοι κοινωνικά, βομβαρδιζόμενοι συνεχώς από πληροφορίες, αρκούμενοι απλά στα emojis κάποιων μέσων μαζικής δικτύωσης. Οπότε κάπου εκεί, νομίζω, βρίσκεται μια γέφυρα ανάμεσα στη ζωή και σε όλο αυτό το χάος, το οποίο είναι επίσης τεράστιο μέρος της ζωής, που είναι η δημιουργία. Αλλά είναι πολύ σημαντικό και το συζητάω πολύ με φίλους, ότι είναι καλύτερα να κάνεις κάποιο λάθος και να δημιουργήσεις κάτι «άσχημο», παρά να είσαι όλη την ώρα ένας αντιγραφέας πραγμάτων που έχουν ήδη συμβεί. Νομίζω έχει πολύ ενδιαφέρον να παρατηρείς τη ζωή. Πάντα θα την επηρεάζεις με την παρατήρησή σου – ποτέ δεν θα δούμε το ίδιο πράγμα εγώ και εσύ. Οπότε ας επιτρέψουμε στο μάτι μας να επεμβαίνει στα πράγματα γιατί αν επεμβαίνει το μάτι θα επέμβει, σιγά σιγά, το χέρι και η καρδιά και θα επέλθει έτσι και η δημιουργία. Άρα, πιστεύω είναι άρρηκτα συνδεδεμένη η ζωή με την τέχνη, φτάνοντας στο σημείο, πολλές φορές, να μη ξέρεις ποια μιμείται ποια.

6) Θέλω να σε ρωτήσω τώρα κάτι επιπλέον, πάνω σε αυτό που είπες.

Εσύ πιστεύεις, ότι έχεις επιλέξει να εκφραστείς με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο στο έργο σου ή όχι;

Όχι, θα έλεγα ότι το έργο μου δεν είναι τόσο στέρεο όσο φαίνεται. Γιατί προσπαθώ να αφήνω πάντα ένα παράθυρο ανοιχτό.

 

7) Τώρα όσον αφορά για τη «μορφική» έκφραση της δουλειάς σου, δηλαδή τα comics. Πιστεύεις, ότι αυτά σου δίνουν μεγαλύτερο περιθώριο έκφρασης σε σχέση με το «κλασικό» βιβλίο, όπως τουλάχιστον το έχουμε συνηθίσει; 

Είναι περισσότερο το τι λειτουργεί καλύτερα στον καθέναν. Για εμένα προσωπικά  αυτός ο τρόπος έχει ένα πολύ μεγάλο θετικό και αυτό είναι το budget. Εγώ μπορεί να σχεδιάζω μια κλασική σκηνή με ένα αεροπλάνο που πέφτει πάνω σε μια έρημο, με αυτό στη συνέχεια να διαλύεται και τα κομμάτια του να εκσφενδονίζονται σε όλη τη σελίδα και όλο αυτό να μου κοστίσει το ίδιο με το να σχεδιάσω ένα θεατρικό κοστούμι. Δηλαδή, αυτό που θέλω να πω, είναι ότι το comic έχει τεράστια ελευθερία σαν μέσο, και εμένα αυτό είναι το αγαπημένο μου πράγμα στην τέχνη· το να είναι αυτή, δηλαδή, κάτι το ασυμβίβαστο, κάτι το καλώς νοούμενο προκλητικό, κάτι το έξυπνο, κάτι που θέτει ερωτήματα. Όταν, βέβαια, μπαίνει το budget στο πλάνο και η εξωτερική κρίση του έργου, μερικά πράγματα αλλοιώνονται, σε μεγάλο βαθμό. Περιορίζονται; Ας το πούμε, έτσι. Όπως και να ‘χει, ένας λόγος της επιλογής αυτής είναι το budget, δεύτερος λόγος το να εκφράσεις ακριβώς αυτό που θέλεις να πεις με ένα μέσο, το οποίο είναι κατ’ εξοχήν underground και υπερβαίνει τις όποιες συμβάσεις σε μεγάλο βαθμό. Μπορεί να είναι, εξάλλου, self published. Αυτά τα δύο στοιχεία παίζουν τεράστιο ρόλο. Επίσης, ένας τρίτος λόγος, για μένα, είναι η λατρεία για τον σινεμά. Έτσι, μπορεί να μην έχω το budget για να σκηνοθετήσω μια ταινία αυτήν τη στιγμή αλλά μπορώ να κάνω κάτι που επιθυμώ comic, με τις ιδιαιτερότητες βεβαίως που έχει αυτό. Τέλος, είναι ότι ταίριαξε σε μένα, που έκλινα προς το ζωγραφικό κομμάτι και στο σκίτσο και κατάλαβα ότι ήθελα να αφηγηθώ μια ιστορία, για να συνδυάσω το background μου το επικοινωνιολογικό και τη δημιουργική γραφή με τη ζωγραφική. Και, έτσι, η καλύτερη διασταύρωση όλων αυτών που μπορούσε να γεννηθεί στο μυαλό μου ήταν το comic.

 

 8) Μιας και μίλησες για self published, είναι κάτι εύκολο αυτό στην Ελλάδα; Επίσης, πιστεύεις ότι στηρίζεται η «σκηνή» αυτή στην Ελλάδα, μέσω π.χ. των festival και των διάφορων διοργανώσεων;

Ναι! Πιστεύω ότι αυτή η «σκηνή» αποκτά όλο και περισσότερο έδαφος στη χώρα μας, γιατί οι άνθρωποι έχουν μπουχτίσει να βλέπουν τα ίδια και τα ίδια. Για να είμαι ειλικρινής αυτό πιστεύω. Επίσης, υπάρχει μια πολύ όμορφη κοινότητα. Άνθρωποι που νοιάζονται, που αγαπούν το συγκεκριμένο μέσο, αγαπούν τη δημιουργία, θέλουν να έρθουν σε επαφή με τους αγαπημένους τους δημιουργούς, απλά και μόνο επειδή σημαίνει κάτι όλο αυτό για αυτούς και αυτό είναι το ανθρώπινο στοιχείο της τέχνης, κάτι για το οποίο μιλήσαμε και προηγουμένως. Εμείς σαν άνθρωποι είμαστε φθαρτοί, αλλά μπορούμε να είμαστε και «ήρωες». Μπορούμε να είμαστε «ήρωες» για έναν ακόμη άνθρωπο που θέλει να εκφραστεί και αυτό σημαίνει παρά πολλά για μένα. Τώρα όσον αφορά το self published, αυτό έχει τεράστια σημασία. Γιατί κάποιος μπορεί να το κάνει μόνος του, ενάντια σε όλα τα εμπόδια και τα εμπόδια είναι πολλά: ο χρόνος, η ανεπάρκεια γνώσεων, το κόστος των εκτυπώσεων, τα κομμάτια που θα χρειαστεί να «κόψεις», και φυσικά το ότι όλο το βάρος πέφτει στους δημιουργούς. Πρέπει να είσαι, λοιπόν, ένα πολυεργαλείο, ένας ελβετικός σουγιάς. Τη μια μέρα είσαι στο management, την άλλη στη διαφήμιση, την άλλη στο customer support, την άλλη πρέπει να ελέγξεις τη βιβλιοδεσία, θα πρέπει επίσης να ξέρεις και λίγο από σκηνοθεσία και κάπου εκεί πρέπει να κρατήσεις ζωντανό όλο αυτό το όραμα και να μην χαθεί η αλήθεια αυτού που θέλεις να πεις, να μην λερωθεί, να μην χαλάσει, να μην διαβρωθεί. Πάρα πολύ σημαντικό το τελευταίο, το πιο σημαντικό απ’ όλα, αλλά θα πρέπει να βρεις την ισορροπία με τα υπόλοιπα. Το να κάνεις, δηλαδή, στην άκρη όλους τους αντιπερισπασμούς αυτούς και να μπορέσεις να πεις καθαρά αυτό που νιώθεις.

 

9) Τα σύγχρονα μέσα επιβαρύνουν ή βοηθούν την προώθηση των έργων και ποια θα πρέπει να είναι η χρήση τους;     

Είναι ένα δίκοπο μαχαίρι αυτό, όπως ήταν τα πάντα στην ιστορία του ανθρώπου. Νομίζω ότι όταν μιλάμε για αυτά τα μέσα θα ήταν υποκριτικό να πούμε ότι δεν έχουν πολλά καλά. Από τη στιγμή, μάλιστα, που μπορώ να δω τη δουλειά ενός καλλιτέχνη από τη Νέα Υόρκη μέχρι κάποιου άλλου από ένα υπόγειο στη Σουηδία και μπορούν αυτά να με εμπνεύσουν και να έχω γενικά πρόσβαση σε τόσες πολλές πηγές και επιρροές. Αυτό μπορεί να είναι φοβερά καλό, μπορεί όμως, να είναι και φοβερά ψυχοπλακωτικό γιατί βλέπεις έργα που βρίσκονται σε πάρα πολύ υψηλό επίπεδο, τα οποία, όταν ξεκινάς, πιστεύεις ότι δεν μπορείς να τα φτάσεις ποτέ. Γιατί τείνει ο άνθρωπος να συγκρίνει τον εαυτό του με κάθε άλλον άνθρωπο που έχει μείνει στην ιστορία. Ένα τεράστιο λάθος, γιατί  αυτό που θα έπρεπε να γίνεται είναι να έρχεσαι πιο κοντά σε αυτό που αισθάνεσαι εσύ. Αλλά ζυγίζοντάς τα λίγο, από τη μία πιστεύω ότι υπάρχει παρά πολλή πληροφορία και αυτό είναι κακό, γιατί δημιουργεί, αυτό το βάρος – ειδικά αν δεν το έχεις δουλέψει μέσα σου και δεν έχεις αυτοπεποίθηση προτού δημοσιεύσεις κάτι δικό του, όπως επίσης κακό είναι και το κομμάτι  της ντοπαμίνης που εκρήγνυται με τα likes και τις αντιδράσεις, τα οποία είναι, προφανώς, αντιπερισπασμοί. Αυτή είναι η κακή πλευρά. Από την άλλη η καλή πλευρά είναι, για μένα π.χ. που δραστηριοποιούμαι κυρίως στο instagram, ότι τα αρνητικά γίνονται με τη σωστή χρήση θετικά. Ανάλογα με το πόσο χρησιμοποιείς το μέσο και αν επιτρέπεις στον εαυτό σου να το αφήνει στην άκρη και να μην σου στέκεται έτσι αυτό εμπόδιο στη διαδικασία της δημιουργίας σου – δεν υπάρχει ανάγκη να ανεβάζεις ανταγωνιστικά όλη την ώρα δικά σου πράγματα. Βρίσκεις, επίσης, κοινότητες φίλων ή ανθρώπων με τους οποίους σε συνδέουν πάρα πολλά, στέλνεις εύκολα τη δουλειά σου στο εξωτερικό ή ξεκινάς ένα kick starter. Έτσι, όπως όλα τα πράγματα, έχουν παρά πολλά κακά, αυτήν την τεχνολογική άνθηση πρέπει να την προσέξουμε για να μην μας «καταπιεί» (προσοχή στον εθισμό!), αλλά και πολλά καλά επίσης.

10) Τώρα θα ήθελα να σε ρωτήσω για το επόμενο comic που ετοιμάζεις, που θα ακολουθήσει το πρώτο που έχεις ήδη δημοσιεύσει – και για το οποίο θα ήθελα να μας πεις επίσης μερικά λόγια.

Λοιπόν, το πρώτο έχει γενικά άμεση επαφή με τα όσα είπα παραπάνω, όλη μου η δουλειά έχει αυτό το προσωπικό ύφος, την ψυχεδελική, ονειρική και ψυχαναλυτική τάση. Το πρώτο αυτό μέρος, λοιπόν, γεννήθηκε από προσωπικές αμφιβολίες και ερωτήματα, με την εισαγωγή του ειδικά να «ποτίζει» από αυτό το ύφος. Η δουλειά μου γενικά δεν έχει να κάνει με τον θάνατο αλλά με τη μεταμόρφωση, όπως έχεις καταλάβει. Προσπαθώ να αποτυπώσω το ότι όλοι έχουμε δύσκολες στιγμές, αλλά κάπου εκεί υπάρχει ένα φως που λάμπει και μας «ρωτάει» για το παραπάνω, το περισσότερο, για μια αναγέννηση. Στο πρώτο μέρος εξέταζα σαν θεματική περισσότερο την άρνηση, εμπλέκοντάς το φυσικά με το σουρεαλιστικό και ονειρικό κομμάτι. Έχουμε, λοιπόν, έναν άνθρωπο κατά τη στιγμή της αυτοκτονίας, που πηδάει από ένα κτήριο και προσγειώνεται μέσα σε μια τηλεόραση. Αυτό είναι το σουρεάλ. Από ‘κει και έπειτα δεν ψάχνω να δώσω έτοιμες απαντήσεις και μασημένη τροφή. Είναι αυτό ένα όνειρο; Ένα ψυχωτικό επεισόδιο; Η κόλαση; όπως μου είπε κάποιος, δηλαδή η μεταθανάτια ζωή με άλλα λόγια. Είναι ένα τηλεοπτικό σόου και τίποτα από αυτά δεν έχει σημασία; Αυτά τα ερωτήματα απευθύνονται αποκλειστικά στον αναγνώστη-θεατή. Επίσης, η όλη δουλειά «ντύνεται» με μια πολύ όμορφη μουσική παραγωγή, πειραματική και ηλεκτρονική, στοιχείο που νομίζω την κάνει πολύ σινεματική. Όλα αυτά τα στοιχεία, βέβαια, είναι ένα στοίχημα, γιατί στο πρώτο μέρος, όπως θα είναι και στο δεύτερο, έπρεπε να αναπηδούν τα νοήματα από τις λέξεις στην εικόνα κι από την εικόνα στον ήχο – όλο αυτό να γίνει ένα. Εδώ να  αναφέρουμε, φυσικά, για το πρώτο μέρος ότι ο κεντρικός ήρωας βρίσκεται σε ένα θάλαμο με κεφάλια, όπου πολλά από αυτά μοιάζουν με πόρτες, κατά κάποιον τρόπο  το πρώτο, μέσα στο οποίο μπαίνει, μοιάζει παρά πολύ με το Auschwitz. Ένα Auschwitz, που αιωρείται στον τόπο και χρόνο, όπου είναι πάντα νύχτα και όπου εκεί ένα μικρό κορίτσι τον οδηγεί σε ένα εγκαταλελειμμένο μέρος που αρχίζει να γεμίζει με διάφορες παρουσίες. Είναι κάτι από αυτό αληθινό; Είναι αναμνήσεις; Είναι προβολές ενός μυαλού που νοσεί; Είναι ένα όνειρο όλα αυτά; Είναι η κόλαση, όπως είπαμε πριν; Όλα αυτά αρχίζουν και «ποτίζουν» την ιστορία, που εξετάζει τη φύση της άρνησης, του μίσους και της βίας σαν κύκλο, σαν ιστορικό κύκλο, που δυστυχώς δεν λέει να κλείσει ποτέ και δεν ξέρουμε ακόμη πόσοι πρέπει να πεθάνουν τελικά για να κλείσουν αυτοί οι κύκλοι. Δεν θα πω όμως περισσότερά, γιατί θα χαλάσει το νόημα και ο τρόπος που ξεδιπλώνεται η ιστορία. Σ’ αυτό το μοτίβο, λοιπόν, λειτουργεί όλη η σειρά των comics. Στο πρώτο μέρος εξετάζουμε, όπως είπαμε, την άρνηση, το καθαρό προσωπικό στοιχείο της άρνησης και της μη αποδοχής της καταστροφής μέσω της βίας και της άγνοιας. Στο δεύτερο μέρος εξετάζουμε τον θυμό, που αποτελεί το δεύτερο στάδιο αυτής της αποδοχής-πένθους, το οποίο συνδέεται με τον κόσμο της τηλεόρασης στη Νέα Υόρκη, κάπου το 1989. Δεν θέλω να πω πολλά, όμως. Κυρίως είναι αυτό, ένα ιστορικό crime noire‎‎, ένα ψυχολογικό θρίλερ. Και αυτό είναι το χαρακτηριστικό της όλης δουλειάς μου, ότι δηλαδή υπόσχεται ένα μοτίβο μεταμόρφωσης, με το κάθε ένα τμήμα της να είναι ελεύθερο από ειδολογικές δεσμεύσεις. Το δεύτερο μέρος έχει, βέβαια, ακόμη δρόμο για να ξεδιπλωθεί και τις επόμενες μέρες θα ετοιμάσω σταδιακά αυτό το κομμάτι.

 

11) Τι άλλο να περιμένουμε στο μέλλον από σένα, π.χ. σε επίπεδο συμμετοχής σε εκθέσεις;

Σε επίπεδο εκθέσεων, δείχνω κατά καιρούς δουλειές μου στο Delirium Athens. Το Blind Eye είναι, επίσης, ένας χώρος που λαμβάνω μέρος. Στην Αγορά της Κυψέλης, πάλι κάτι υπάρχει που θα έρθει αργότερα. Φυσικά είναι σημαντικό για μένα να μαζέψω όλα αυτά τα μικρά κομμάτια για τα οποία συζητάμε. Επίσης, έχω να αποκαλύψω, σιγά σιγά, και  κάποια εξώφυλλα για κάποιες μπάντες και κάποιους δημιουργούς, που έχω φτιάξει τελευταία και να οργανώσω μια ατομική έκθεση, που θέλω εδώ και αρκετό καιρό αλλά πρέπει να περιμένω να ωριμάσουν πρώτα τα έργα και να μαζευτούν και άλλα κομμάτια, ώστε να είναι αρκετά immersive και να βοηθάει τον θεατή στο να αποδράσει καλύτερα από όλα αυτά που βιώνουμε καθημερινά.

 

12) Αυτά από μένα. Σωκράτη, σε ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σου!

Τα τελευταία λόγια είναι δικά σου.

Ας μη φοβόμαστε τόσο πολύ κι ας πιστεύουμε λίγο περισσότερο στα όνειρα και στους γύρω μας. Ας δείχνουμε αυτό που αισθανόμαστε κι ας φτιάχνουμε πράγματα που θα «φέρουμε» στη ζωή. Όλη η δημιουργία, εξάλλου, ανθίζει μέσα από την ψυχική μας διάθεση.

 

 

Ο Γιώργος Δρίτσας γεννήθηκε το 1994 στην Κόρινθο. Είναι απόφοιτος του Φ.Π.Ψ. (Φιλοσοφία, Παιδαγωγική, Ψυχολογία) της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, στο οποίο και συνέχισε τις μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές του. Το 2016 εξέδωσε την ποιητική συλλογή Η ηχώ του Ζαρατούστρα, σε μορφή αυτοέκδοσης, ενώ από τις εκδόσεις Οδός Πανός κυκλοφορούν οι, κοινής θεματικής, ποιητικές συλλογές του σκιά θανάτου (2022) και το ματωμένο όνειρο (2023), με παλιά και νέα ποιήματά του. Ποιήματα και διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε διαδικτυακά και έντυπα περιοδικά και ανθολογίες.