Μαύρο νερό

Γράφει η Βασιλική Γιάννου

(Για το «Μαύρο Νερό» του Μιχάλη Μακρόπουλου, Εκδόσεις Κίχλη, Αθήνα 2020 Γ έκδοση)

 

Το “Μαύρο Νερό” του Μιχάλη Μακρόπουλου  είναι ένα μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται σε μια δυστοπική πραγματικότητα, όπου η φύση και ο άνθρωπος παρακμάζουν και ερημώνουν. Η ιστορία ενός πατέρα και του ανάπηρου γιου του, που προσπαθούν να επιβιώσουν σε έναν αφιλόξενο τόπο, γίνεται αλληγορία για τη σκληρότητα της ζωής, την ανθρώπινη αντοχή και τη σύνδεση με τη γη που μας γέννησε.

Ο τόπος του μυθιστορήματος είναι ένας ορεινός οικισμός στην Ήπειρο, που έχει πληγεί από μια τεχνολογική καταστροφή. Το νερό είναι δηλητηριασμένο, η φύση έχει υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά και οι εναπομείναντες κάτοικοι είναι γέροντες που αρνούνται να εγκαταλείψουν τη γη τους. Ο μοναδικός νέος είναι ο γιος, ο Χριστόφορος, καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι. Ονειρεύεται να ιππεύσει ένα φτερωτό άλογο, αλλά όταν ξυπνάει ο Πατέρας (μόνο με αυτή την ιδιότητα και χωρίς άλλο όνομα), σαν τον Άγιο Χριστόφορο, τον άγιο που απεικονίζεται να «φέρει» το Χριστό στις πλάτες του, τον μεταφέρει στην πλάτη του από και προς την εκκλησία. Αγόγγυστα. Ο γιος είναι ο μόνος λόγος ύπαρξης για τον πατέρα και αυτός υπάρχει επειδή ζει (ακόμα) ο πατέρας του.  «Ο Πατέρας γερνούσε, το αγόρι ήταν καταδικασμένο να μείνει για πάντα βρέφος που μπουσούλαγε και δυσκολεύονταν να κάνει την ανάγκη του χωρίς βοήθεια…»(σελ. 60) «Με τη δύση, ο ουρανός κοκκίνιζε σε μια μακριά και φαρδιά λωρίδα, τα σύννεφα μάτωναν, κι αυτοί τότε έμοιαζαν, Πατέρας και γιος, οι τελευταίοι άνθρωποι στη γη»(σελ 61).

 Η αφήγηση είναι σκοτεινή, γεμάτη γκρίζες αποχρώσεις, όπως και το νερό του χωριού και του τίτλου. Ο συγγραφέας αποτυπώνει με αδρότητα την απόγνωση, αλλά και την καρτερικότητα αυτών των ανθρώπων που προτιμούν να πεθάνουν στον τόπο τους, παρά να τον εγκαταλείψουν. «Ως και στα πιο ερειπωμένα σπίτια του χωριού ζούσαν ακόμα φαντάσματα, κοιμόταν στα μουχλιασμένα στρώματα, ψηλαφούσαν με άυλα δάχτυλα τις παλιές φωτογραφίες πίσω από το σκονισμένο τζάμι…. Με το κουρασάνι της μνήμης οι ίσκιοι των νεκρών  έστηναν τη μία πέτρα πάνω στην άλλη, και τα χαλάσματα γίνονταν σπίτια ξανά.» (σελ. 29-30)

Ο Μακρόπουλος καταφέρνει να διατηρήσει μια απόσταση από τους χαρακτήρες του, επιτρέποντας στον αναγνώστη να τους κρίνει ή να τους συμπονέσει χωρίς συναισθηματικούς εξαναγκασμούς. Δεν παίρνει θέση για το αν η αντίσταση των ηρώων είναι ηρωισμός ή αυτοχειρία. Αντίθετα, σέβεται τις αποφάσεις τους και μας καλεί να αναλογιστούμε το δικό μας δεσμό με τον τόπο, τη φύση και το παρελθόν.

Ένα ενδιαφέρον στοιχείο είναι η παρουσία της γυναικείας φιγούρας ως στοιχείο λύτρωσης. Η τελική σκηνή, όπου η γυναίκα δηλώνει «Είμαι άρρωστη» και «Όσο κρατήσει…», αποτυπώνει το τέλος όχι ως τραγική κατάληξη, αλλά ως μια μορφή αποδοχής της μοίρας.

Η γραφή του Μακρόπουλου είναι λιτή, αυστηρή, στιβαρή, σχεδόν ορεσίβια, όπως και το τοπίο που περιγράφει και καταφέρνει να ισορροπήσει ανάμεσα στην αφηγηματική οικονομία και τη συναισθηματική φόρτιση. Η χρήση του τοπίου ως αντανάκλαση της ψυχολογίας των χαρακτήρων είναι εντυπωσιακή και συμβάλλει στη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας που μένει χαραγμένη στη μνήμη του αναγνώστη.

Αυτή η αφήγηση, μου έφερε στο νου όλα τα ηπειρώτικα χωριά, μαζί και το  δικό μου, τους Μελισσουργούς Τζουμέρκων, που ζωντανεύουν για μια μέρα, όταν οι απόδημοι επιστρέφουν για να γιορτάσουν την Παναγιά το Δεκαπενταύγουστο, και έπειτα βυθίζονται ξανά στη σιωπή. Έτσι και οι ήρωες του Μακρόπουλου, σκιές μέσα σε έναν εγκαταλειμμένο τόπο, παλεύουν να κρατήσουν ζωντανή την ανάμνηση και την ύπαρξή τους. Όπως οι νεκροί που σύμφωνα με το έθιμο του χωριού μου, τα λάσσα, μνημονεύονται και «επιστρέφουν» για μια ημέρα, την επομένη του πανηγυριού, έτσι και αυτοί ζουν στο μεταίχμιο ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία, αντιμέτωποι με την αμείλικτη φθορά του χρόνου και της φύσης.

Το “Μαύρο Νερό” είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται ως μια σκοτεινή ελεγεία για την απώλεια και την αντοχή, μια νουβέλα που αντηχεί σαν θρήνος, αλλά και σαν μια σκληρή ωδή στην ανθρώπινη επιμονή. Με τη δύναμη της γραφής του, ο Μακρόπουλος μας προσφέρει ένα έργο που δεν καταναλώνεται εύκολα, αλλά απαιτεί την προσοχή και την ψυχική εμπλοκή του αναγνώστη.

 

Η Γιάννου Βασιλική κατάγεται από την Άρτα και ζει στη Θεσσαλονίκη από το 1989. Είναι πτυχιούχος του τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας του ΑΠΘ και κάτοχος ΜΑ στις Σπουδές στην Εκπαίδευση (Συνεχιζόμενη Εκπαίδευση) από το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο της Κύπρου. Υπηρετεί ως Φιλόλογος στη Μέση εκπαίδευση. Είναι μέλος του Ομίλου για την Ιστορική Εκπαίδευση στην Ελλάδα, των ευρωπαϊκών EuroClio και Europeana και του PEN Greece. Έχει δημοσιεύσει σε διάφορα ηλεκτρονικά περιοδικά βιβλιοκριτικές και διηγήματα. Διατηρεί το εκπαιδευτικό και συγγραφικό blog Φιλοblogικό (www.filoblogiko.com).