Η λογοτεχνική κριτική ως μέσο και ως πεδίο
Γράφει ο Μιχάλης Κατσιγιάννης
Εισαγωγικά
Το διόλου ευκαταφρόνητο ζήτημα της λογοτεχνικής κριτικής, έχει πάρει στο παρελθόν – και συνεχίζει να παίρνει – ποικίλες μορφές και σημασίες σχετικά με τον εαυτό της, δηλαδή τον ρόλο που επιτελεί και τους σκοπούς που επιθυμεί το υποκείμενο της κριτικής, δηλαδή αυτός/ή που ασκεί την κριτική δραστηριότητα και τέλος, το αντικείμενο της κριτικής, δηλαδή το ίδιο το κείμενο το οποίο μελετά. Στο πλαίσιο του παρόντος κειμένου, θα ήθελα να αναφερθώ στο κοινωνικο-πολιτισμικό στοιχείο που αναμφίβολα είναι το εγχείρημα της κριτικής, επιχειρώντας γι’ αυτήν μία ανατομία, η οποία ακολουθεί δύο στάδια. Στο πρώτο στάδιο, θα κάνω ένα διαχωρισμό ανάμεσα σε δύο γενικές κατευθύνσεις κριτικής: την κριτική (που λειτουργεί) ως μέσο και την κριτική (που λειτουργεί) ως πεδίο. Στο δεύτερο στάδιο, θα αναπτύξω τρεις πρακτικές κριτικής μέσα από τις οποίες επιτελούνται οι δύο αυτές γενικές κατευθύνσεις κριτικής.
Η λογοτεχνική κριτική ως μέσο και ως πεδίο
Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι στο χώρο της λογοτεχνικής κριτικής υπάρχουν δύο ρεύματα, δύο γενικές κατευθύνσεις/τάσεις. Ας ονομάσουμε τη μία κατεύθυνση, κριτική (που λειτουργεί) ως μέσο και την άλλη, κριτική (που λειτουργεί) ως πεδίο.
Η κριτική ως μέσο είναι χρήσιμο να ιδωθεί ως περίκλειστη δομή – η οποία μάχεται να παραμείνει ως έχει – με καταβολές όπως ο αυταρχισμός, η ιεραρχία, ο πατερναλισμός, η επιτήρηση,η αξιολόγηση, η διαχείριση, η χρηστικότητα, η απολίτικη ενασχόληση και η επιβολή. Εν ολίγοις, πρόκειται για έναν – από τα πάνω – λόγο εξουσίας που ενδιαφέρεται είτε για την (υπερ)προβολή του εαυτού του είτε για την διευθέτηση εμπορικών ζητημάτων σχετικά με ένα βιβλίο– είτε και για τα δύο ταυτόχρονα.
Αντίθετη σε αυτή είναι η κριτική (που λειτουργεί) ως πεδίο. Αυτή η κατεύθυνση λειτουργεί στη βάση μιας ριζωματικής λογικής (βλ. Deleuze & Guattari, 2017̇ Ντελέζ & Παρνέ, 2022), αντιλαμβάνεται τη λογοτεχνία και την κριτική ως ένα χώρο αλληλεπίδρασης, επικοινωνίας και συνύπαρξης, εντός του οποίου οι σχέσεις μεταξύ των υποκειμένων που συμμετέχουν βασίζονται στην ισοτιμία και αλληλεξάρτηση. Ως εκ τούτου, οι πρακτικές που επιλέγει να υιοθετήσει βασίζονται στην πολυφωνία, τον πλουραλισμό, τη διαλογικότητα και την αμοιβαία επικοινωνία.
Στο σημείο αυτό, είναι χρήσιμη μια διευκρίνηση. Τα χαρακτηριστικά που αναφέρθηκαν παραπάνω για τις δύο αυτές γενικές τάσεις της κριτικής, δεν πρέπει να μας κάνουν να νομίσουμε ότι η άρνηση, η διαφωνία και οτιδήποτε άλλο παρεμφερές είναι κάτι που μπορεί να εντοπιστεί μόνο ή ευκολότερα στην κριτική ως μέσο, ούτε ότι η κριτική ως πεδίο πρέπει να γίνεται κατανοητή ως ένας ονειρικός, ειρηνικός, μαγικός χώρος εντός του οποίου όλοι/ες είναι ευχαριστημένοι/ες και τα πάντα βρίσκονται στη ‘σωστή’ τους θέση. Αντίθετα, όπως θα φανεί και παρακάτω, οι όποιες συγκρουσιακές στιγμές είναι πολύ πιο πιθανό να φανούν στην κριτική ως πεδίο ακριβώς γιατί, σε αντίθεση με την κριτική ως μέσο (που αντιμετωπίζει το λογοτεχνικό κείμενο, τον/την συγγραφέα και τον/την αναγνώστη/στρια ως κατώτερο ον), αυτή η κριτική ως πεδίο επιτρέπει την ανεμπόδιστη κυκλοφορία της (λογοτεχνικής και μη) πολυσημίας, της ανοικτότητας, της πλυθηντικότητας και της τριβής, στοιχεία πολύ πιο ευεπίφορα στη συγκρουσιακότητα.
Αυτές τις δύο γενικές κατευθύνσεις κριτικής σκοπεύω να τις σχολιάσω στο εξής ως εκφραζόμενες μέσα από τρεις πρακτικές κριτικής: η κριτική ως μέσο θα θεωρήσω ότι επιτελείται μέσα από δύο πρακτικές κριτικής: την ‘διαφημιστική’ ή ‘βολική’ κριτική και την ‘παρακριτική’ ή ‘μη κριτική’, ενώ η κριτική ως πεδίο θα θεωρήσω ότι επιτελείται μέσα από την πρακτική της ‘προβληματίζουσας’ ή ‘στοχαστικής’ κριτικής.
Διαφημιστική ή βολική κριτική: η επιχειρηματική ηθική
Εδώ δεν έχει και πολλά να πει κανείς/καμιά. Έχουμε να κάνουμε με αυτό που συνήθως αποκαλείται βιβλιοκριτική, με άλλα λόγια, κενή κυρίως προσέγγιση μιας δημιουργίας. Ο/η κριτικός που ασκεί τη διαφημιστική ή βολική κριτική παίρνει τη θέση του/της σχολιαστή/στριας, ενός/μίας σχολιαστή/στριας όμως τεχνοκρατικής λειτουργίας, ο/η οποίος/α ακολουθεί μηχανιστικές πρακτικές πάνω στο – και για το – κείμενό του/της. Το τελευταίο καταλήγει απλώς μια παρουσίαση, μια περίληψη του λογοτεχνικού κειμένου και δημιουργείται κυρίως για να εξυπηρετήσει την επιχειρηματική διάσταση της λογοτεχνίας, ειδικά τα τελευταία χρόνια, αντιλαμβανόμενο τα έργα της ως προϊόντα/εμπορεύματα.
Ένας/μια τέτοιος/α κριτικός δεν ενδιαφέρεται να συνομιλήσει με το λογοτεχνικό κείμενο ούτε καν να το ακούσει. Αντίθετα, ενδιαφέρεται να προσελκύσει πελατεία πρόθυμη στον/στην εκάστοτε συγγραφέα και να προσέλθει με καταναλωτικές προθέσεις στον εκάστοτε εκδοτικό οίκο. Ως συνέπεια, αυτή η πρακτική αποσυσχετίζει τη λογοτεχνική δημιουργία από κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές επιρροές, την εντάσσει σε ένα αμιγώς ιδιωτικό/προσωπικό περιβάλλον, στο οποίο δεν θεωρείται ότι μετέχουν όλοι/ες και όλα, και νομίζει ότι τόσο ο/η κριτικός όσο και ο/η αναγνώστης/τρια οφείλει να την πλησιάζει υπό το φως μιας αποστειρωμένης – για τη λογοτεχνία – και εργαλειακής λογικής.
Παρακριτική ή μη κριτική: η τυραννική ηθική του ναρκισσισμού
Χαρακτηριστικό εργαλείο αυτής της κριτικής είναι η δήθεν αποστασιοποίηση του/της κριτικού από την δημιουργία, η δήθεν αντικειμενική και αμερόληπτη αξιολόγηση – τόσο της μορφής και του περιεχομένου του λογοτεχνικού κειμένου όσο και των ιδεών και της ιδεολογίας του – του λογοτεχνικού κειμένου, που συνήθως στο τέλος καταλήγει να υπερασπίζεται μετά μανίας μια αστική αισθητική. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για μια πρακτική που στοχεύει στην τόνωση της αυτοεικόνας του/της κριτικού, καθώς και στην προώθηση και προβολή των προσωπικών του/της απόψεων μέσα από το κείμενό του/της, επιδεικνύοντας ένα πλαστό και προσχηματικό ενδιαφέρον προς αυτό.
Ένας/μια τέτοιος/α κριτικός αισθάνεται, για κάποιους εξόχως προβληματικούς λόγους, μια ανωτερότητα, μια υπεροχή, η οποία έχει τρεις αποδέκτες: πρώτον, τον/την συγγραφέα, δεύτερον, το λογοτεχνικό κείμενο και, τρίτον, τον/την αναγνώστη/στρια. Με άλλα λόγια, με την κριτική του/της θέλει να δείξει όχι τη σκέψη του/της και τις διαδρομές της, αλλά να βροντοφωνάξει, μάλλον θλιβερά και γραφικά, το μονίμως αδικαίωτο – αφού νομίζει ότι δεν γίνεται ποτέ κατανοητός/ή και αποδεκτός/ή – ‘εγώ’ του/της.
Η κριτική αυτού του είδους δεν γράφεται εξαιτίας κάποιου πραγματικού, αυθεντικού ενδιαφέροντος – αισθητικού, μελετητικού/ερευνητικού, αναγνωστικού κ.λπ. – από μέρους του/της κριτικού και ακριβώς γι’ αυτό δρα με τεχνικές μονομέρειας και απομόνωσης της συγγραφικής φωνής. Αντίθετα, εκκινεί από αφετηρίες απολύτως ιδεολογικοπολιτικές, φροντίζοντας πάντα να καμουφλάρεται πίσω από την ορθολογική σκέψη: σκοπεύει σε μια σκληρή περιχαράκωση του αξιακού συστήματος του υποκειμένου που καταπιάνεται με την κριτική μέσα από μια επί τούτου μονοφωνική και διαστρεβλωτική αντιπαράθεση με τον/την συγγραφέα και το λογοτεχνικό κείμενο.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η παρακριτική ή μη κριτική, προσιδιάζει σε μεγάλο βαθμό σε αυτό που ο Χρυσόπουλος (2016: 197-201) ονομάζει «κριτική της αβαθούς ρητορείας», τα προτάγματα της οποίας είναι, αφενός, η «επανεγγραφή» και, αφετέρου, «ο αποδιοπομπαίος τράγος της μετανεωτερικότητας». Δηλαδή, αφενός, ο/η κριτικός αποφασίζει να «υποδυθεί τον συγγραφέα» και να «γράψει» ο/η ίδιος/α «μια ιστορία εκείνου που ειπώθηκε και άρα να επαναλάβει την έκφραση». Εδώ η κριτική «αλλάζει το κείμενο. Το μεταμορφώνει κάθε φορά σε κάτι νέο» ανάλογα με το πώς τη βολεύει. Αφετέρου πρόκειται θα λέγαμε για μια κριτική που προτιμά τα εύκολα, αυτά που δεν ταράζουν, δεν ξεβολεύουν και δεν ενοχλούν και, επιπλέον, «δεν ανέχεται να αμφισβητούν την αυθεντία της». Όταν αισθάνεται ότι το λογοτεχνικό κείμενο την προσεγγίζει απειλητικά ή/και δεν της κάνει το χατίρι, αυτή «εκνευρίζεται. Δεν θέλει να της χαλάνε τη σούπα. Εξοργίζεται όταν το κείμενο δεν την κολακεύει […] της αρέσουν τα δήθεν δύσκολα, αλλά όχι τα πολύ δύσκολα (δηλαδή εκείνα που απαιτούν ικανότητες που δεν τις κατέχει ήδη η ίδια)». Έτσι, όταν στέκεται αμήχανα μπροστά σε κάτι που δεν κατανοεί ή που κρίνει ως απειλητικό «αντιδρά αναφωνώντας μεγαλοφώνως: μεταμοντέρνα παιχνίδια!»
Όπως μάλλον έχει καταστεί σαφές, o/η κριτικός που ασκεί την παρακριτική ή μη κριτική, δεν είναι παρά ένας/μία αιχμάλωτος του ναρκισσισμού, της ανυπέρβλητης εγωπάθειας, της αναίτιας φιλίας στο εγώ (του/της), που προσπαθεί αγωνιωδώς να τραβήξει πάνω του/της τα βλέμματα των γύρω του/της, ανεξαρτήτως λόγου. Δεν συνδιαλέγεται με το κείμενο ούτε το αφήνει να μιλήσει (και να μιλά). Υπάρχει ένας επιβλητικός και ατέρμονος μονόλογος, μία ακατάσχετη και άνευ πραγματικού νοήματος πολυλογία όπου μιλά μόνο ο/η ίδιος/α και για τον/την ίδιο/α.
Τέλος, το μόνο στοιχείο μιας τέτοιας κριτικής που θα μπορούσε να θεωρηθεί εποικοδομητικό είναι η – έμμεση έστω – παραδοχή ότι όπως η τέχνη, έτσι και η κριτική, είναι εγγενώς πολιτικές διαδικασίες.
Προβληματίζουσα ή στοχαστική κριτική: η ηθική της αμοιβαίας αλληλεπίδρασης
Η προβληματίζουσα ή στοχαστική κριτική είναι η κριτική εκείνη που, μέσα από τον λόγο και τις πρακτικές της, διαμορφώνει όσο και διαμορφώνεται. Δεν αισθάνεται ούτε ανώτερη ούτε κατώτερη. Αντιμετωπίζει τόσο τη λογοτεχνία όσο και τη δημιουργία ως συζήτηση, κάτι που μεταφράζεται ως εξής: το κείμενο που παράγει, τόσο ως αποτέλεσμα όσο και ως διαδικασία, αποτελεί τον καρπό μιας ειλικρινούς συνομιλίας η οποία ενώνει κόσμους, συστήνει πολιτικές και φέρνει σε επαφή θεωρίες, σκέψεις, ιδέες και προθέσεις, καταλήγοντας στην παραγωγή – αφηρημένων και μη – στάσεων.
Συνάπτει με το λογοτεχνικό κείμενο που καταπιάνεται μία ερωτική, ηδονική σχέση, δηλαδή μια σχέση μη ανοχής, απαιτήσεων και υπομονής και οδεύει – όχι μέσα από σταθερές –στην εύρεση σχέσεων και συνδέσεων που, ανεξάρτητα από το αν θα καθιστούν εφικτές, αναζωογονούν τη λογοτεχνική σχέση αλλά και την ερμηνευτική διαδικασία. Αντιλαμβάνεται το κείμενο ως εγγενώς ανοικτό, διάτρητο, μη αδιαπέραστο, και συνεπώς εκλαμβάνει και την κριτική με τον ίδιο τρόπο: ασχολείται με τη διασπορά, την αποκέντρωση του νοήματος, και αναπτύσσει και διευρύνει τις σημασίες του λογοτεχνικού κειμένου, χωρίς ωστόσο να τις προκαταλαμβάνει με τρόπο τουλάχιστον απόλυτο. Το στοιχείο δηλαδή της ενδεχομενικότητας, τόσο στη γραφή του κειμένου της κριτικής όσο και στη γραφή του λογοτεχνικού κειμένου, θεωρείται ίδιον της κατασκευής τους.
Πρόκειται για την κριτική εκείνη που αντιλαμβάνεται το κείμενο της λογοτεχνίας όχι ως αμετάβλητο και μουσειακό αλλά ως σχεσιακό. Τι θα πει όμως αυτό; Για την προβληματίζουσα ή στοχαστική κριτική, η σημασία για το λογοτεχνικό κείμενο δεν εντοπίζεται και δεν εξαντλείται μόνο στην κινητικότητα των έμβιων όντων, στη δραστηριότητα των πλασμάτων αλλά στο οτιδήποτε: τόσο οι συνειδητές κινήσεις που διαγράφονται σε αυτό (δηλαδή τα δρώντα υποκείμενα και πλάσματα γενικότερα) όσο και αυτό που θα ονομάζαμε ως βουβές ενέργειες (παραδείγματος χάριν, αντικείμενα, χώρος, χρόνος, φύση κλπ.), φιλοτεχνούν το πολυδιάστατο και ρευστό μωσαϊκό, που στο τέλος είναι το ίδιο το κείμενο λογοτεχνίας.
Μι τέτοια κριτική λοιπόν δεν ενδιαφέρεται απλώς για την επικύρωση της (κειμενικής) ζωής και του περιβάλλοντός της κι έπειτα ρίχνεται με πάθος στο έργο της μεγάλης (υπερ)ερμηνείας, τον έλεγχο δηλαδή των δρώντων προσώπων, ούτε βέβαια αναμένει κάτι τέτοιο από το εκάστοτε λογοτέχνημα και κατά συνέπεια ούτε από τον/την συγγραφέα και τον/την αναγνώστη/στρια. Με άλλα λόγια, το κάθε επιμέρους στοιχείο από το σύνολο του λογοτεχνικού κειμένου γίνεται αντιληπτό όχι ως αποκομμένο από το σύνολο ή/και τοποθετημένο σε αυτό, παραμένοντας διακριτό και απόλυτο, αλλά βρίσκεται σε σχεσιακή και αλληλοεξαρτησιακή συνθήκη με όλους/ες τους/τις άλλους/ες και όλα τα άλλα (βλ. (Butler, 2017̇ 2022).
Με βάση τα παραπάνω, γίνεται ίσως κατανοητό πώς στην προβληματίζουσα ή στοχαστική κριτική επιτρέπεται, και αναζητείται θα λέγαμε, η παρουσία της σύγκρουσης. Πρόκειται για την κριτική εκείνη που με τους όρους του Χρυσόπουλου (2016: 199), «επιτρέπει τη διαφωνία, την επίκριση (ακόμη και την αντιπαράθεση) με τρόπο που ευνοεί την ανταλλαγή επιχειρημάτων […] πρόκειται για μια συνάντηση επί του κειμένου».
Επομένως, τι ακριβώς κάνει η προβληματίζουσα ή στοχαστική κριτική; Τι ζητά; Μια απάντηση ίσως να είναι η ακόλουθη. Επιθυμεί τη δημιουργία στη δημιουργία, την κριτική στην κριτική, την ανάλυση στην ανάλυση. Με άλλα λόγια, την παρέμβαση (που η ίδια είναι) στην παρέμβαση (που είναι το λογοτεχνικό κείμενο).
Βιβλιογραφία
Butler, J. (2017). Σημειώσεις για μια επιτελεστική θεωρία της συνάθροισης (Μ. Λαλιώτης, Μτφρ., Ρ. Σινοπούλου, Επιμ.). Αθήνα: Angelus Novus.
Butler, J. (2022). Η δύναμη της μη βίας: Ένας ηθικοπολιτικός δεσμός (Γ. Θ. Καράμπελας, Μτφρ., Χ. Σπυροπούλου, Επιμ.). Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
Deleuze, G. & Guattari, F. (2017). Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια 2. Χίλια Πλατώματα (Β. Πετσογιάννης, Μτφρ.). Αθήνα: Πλέθρον.
Ντελέζ, Ζ. & Παρνέ, Κ. (2022). Διάλογοι (Κ. Β. Μπούντας, Μτφρ., Δ. Τουλάτου, Επιμ.). Αθήνα: Εκκρεμές.
Χρυσόπουλος, Χ. (2016). Ο Δανεισμένος Λόγος: Δοκίμιο για την Επιτελεστικότητα της Λογοτεχνίας. Αθήνα: Εκδόσεις Οκτώ.
Ο Μιχάλης Κατσιγιάννης γεννήθηκε στις 30 Μαΐου του 1997 στην Πάτρα όπου και ζει. Είναι προπτυχιακός φοιτητής στο Τμήμα Επιστημών της Εκπαίδευσης και της Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία του Πανεπιστημίου Πατρών. Ασχολείται με την τέχνη της λογοτεχνίας και συγκεκριμένα με την ποίηση, ενώ το ερευνητικό του ενδιαφέρον εντοπίζεται στη μελέτη της λογοτεχνίας (θεωρία, κριτική και διδακτική), στην κοινωνιολογία της εκπαίδευσης και της παιδικής ηλικίας και στις διαδικασίες και τα περιβάλλοντα μάθησης και διδασκαλίας. Κείμενά του κυκλοφορούν σε διάφορα περιοδικά.