Ωδή στα χαμένα όνειρα.

Γράφει ο Γιώργος Δρίτσας

Για το: Ντέμη, Πίνω, Χύνω κι  Αργοσβήνω, εκδ. Καζανάκι, Αθήνα 2024

 

Μπορεί να θεωρηθεί ότι η ποίηση κάθε εποχής εκπροσωπεί για πολλούς ανθρώπους και ξεχωριστές γενιές τη φωνή της πραγματικότητας που βιώνουν. Αυτό δεν αποτελεί μια τόσο μεγάλη και πρωτότυπη «ανακάλυψη» αλλά αντιθέτως αποτελεί μια απλή αντικειμενική διαπίστωση. Έτσι, συχνά βρίσκουμε εντός των έργων, τόσο παλιών όσο και σύγχρονων ποιητών, ουσιαστικούς προβληματισμούς για την κοινωνία μέσα στην οποία αυτοί ζουν· κάτι που, στην τελική, είναι όχι απλά θεμιτό αλλά και απαραίτητο για την τέχνη, ώστε να μην καταντήσει άνευρη.

Πάνω σε αυτή τη βάση κινείται και η νέα ποιητική συλλογή τής Δήμητρας Αναγνωστούλη (ή αλλιώς Ντέμη ή αλλιώς Jessica Hyde), Πίνω, Χύνω κι Αργοσβήνω, (εκδ. Καζανάκι, Αθήνα 2024), βασισμένη (και) στην παράδοση της προφορικής ποίησης slam και του spoken word – στην εγχώρια σκηνή των οποίων εξάλλου ανήκει. Είχε προηγηθεί η εξίσου έντονη και αρκετά προσωπική ποιητική συλλογή post mortem (Θεσσαλονίκη 2022), μέσα στην οποία διακρίνουμε ήδη πολλούς πειραματισμούς που θα ακολουθούσαν. Αλλά αυτό, όμως, που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι οι εικόνες που δημιουργεί μέσω της ποίησής της: εικόνες καθημερινές, που περιπλέκονται με εύφλεκτους συλλογισμούς, χωρίς εξωραϊσμούς, γεμάτους αυτοπεποίθηση για την προσωπική τους αλήθεια. Συλλογισμούς για τα προδομένα όνειρα μιας ολόκληρης γενιάς, που περιφέρονται ακρωτηριασμένα μέσα στα τσιμέντα των ελλαδικών μεγαλουπόλεων.

Πιο συγκεκριμένα, και ξεκινώντας από την ίδια την τέχνη της ποίησης, αυτή παρουσιάζεται σαν μια μορφή στιγμιαίας αποτύπωσης όλων εκείνων των προσωπικών γεγονότων, που βαδίζουν ακέφαλα μέσα στα δευτερόλεπτα και τα οποία δεν μπορούν να εκφραστούν και να κατανοηθούν πλήρως από κανέναν πρόσκαιρο αναγνώστη (βλ. ποίημα «Χείριστες σχέσεις»). Τα βιώματα, εξάλλου, του εκφραστή της πάντα «περίεργης» ποίησης γίνονται γεγονότα μόνο μέσα στις παραγράφους της, προτού διαμελιστούν και αυτά μέσα σε αναμνήσεις άλλων, που φαντάζουν χαμένες, όπως χαμένος φαντάζει και ο εαυτός μας (βλ. ποίημα «Καδένα»)· η ποίηση, λοιπόν, ως μια προσφώνηση νεκρών.

Συνεχίζοντας, όσον αφορά την ίδια την πραγματικότητα ως έχει, αυτή εκφράζεται ρεαλιστικά μέσα από τα μάτια προφανώς της ποιήτριας. Μια βιωμένη πραγματικότητα που αποτυπώνεται τέλεια στο ομώνυμο ποίημα της συλλογής. Εικόνες από μια δυστοπική πόλη όπου το πλήθος συμπορεύεται -χωρίς σωτηρία και κάθαρση- με τον βούρκο των ξεφτισμένων ιδεών και νοημάτων. Μέσα σε μια τέτοια συνθήκη η διάλυση του εαυτού στο τώρα, στο παρόν, μέσω του διασκορπισμού, φαντάζει ως η μοναδική πιθανότητα να βρει το άτομο τα χαμένα του μέρη (βλ. ποίημα «Atlantis»). Εξάλλου, στο τέλος της ημέρας οι ίδιες οι εμπειρίες του παρόντος είναι ακριβώς αυτές που προσφέρουν μια συνέχεια στη ζωή (βλ. ποίημα «Ich cham ajaw»), μέσα από τα θραύσματα των στιγμών που δομούν αυτόν τον κόσμο.

Κλείνοντας, όπως είδαμε και παραπάνω περιληπτικά, η παρούσα συλλογή πορεύεται με μια νεανική ζωντάνια και ταυτόχρονα μελαγχολική πολεμική μέσα σε όλα αυτά τα απορρίμματα που σκιαγραφούν τη ζωή μας. Μια ζωή που γέμισε απογοήτευση από τη σταδιακή αποσύνθεση ενός ολόκληρου συστήματος και τα αδιέξοδα των ξύλινων συνθημάτων. Μέσα, λοιπόν, στα ερείπια αυτά που ζέχνουν καπνό και δάκρυα αποδεικνύεται ότι μπορούν να γραφτούν ακόμη ανυπόκριτες λέξεις και στίχοι, θυμίζοντας μας όλα τα προδομένα όνειρα της γενιάς μας.

 

ΠΛΑΝΗΤΕΣ

Μερικοί άνθρωποι είναι φτιαγμένοι να ταξιδεύουν
Το βλέπεις στα μούτρα τους, στα χέρια τους και τα μάτια τους
Υπάρχουν κι άλλοι που δεν είναι, αλλά το κάνουν
Έχουν ένα πείσμα που σε τσακίζει αν βρεθείς μπροστά τους
Από τον Μπωντλαίρ στον Κέρουακ και από κει στην Τοκάτσουρκ
Υπάρχουν άνθρωποι που λατρεύουν τις αίθουσες αναμονής,
το κακό φαγητό
και δεν τους νοιάζει να πεθάνουν
Τριγυρνάνε χαράματα σε στάσεις μήπως και περάσει τίποτα
μήπως και νιώσουν την αίγλη του χρόνου
Μερικοί άνθρωποι παλεύουν να τους αρέσει η ζωή
Γι’ αυτό αμαρτάνουν, πληγώνουν βαθιά, λατρεύουν άλλους και
ποτέ τον εαυτό τους
Τρακάρουν αμάξια με τα χέρια τους, παραμιλάνε, το μυαλό τους
είναι χίλια κομμάτια
Ξέρουν από χρόνο
Δεν υπάρχουν μέρη που να μας χωράνε ακριβώς
Δεν υπάρχουν σημαίες και σύνορα
Μόνο γλώσσες άλλες που αν τις ακούσεις καλά μοιάζουν όλες
μεταξύ τους
Υπάρχουν άνθρωποι, μόνο άνθρωποι
Επιθυμίες αγνές και οι τρόποι να φτάσεις κάπου

Τα ξαναλέμε,
στον Δρόμο

 

Ο Γιώργος Δρίτσας γεννήθηκε το 1994 στην Κόρινθο. Είναι απόφοιτος του Φ.Π.Ψ. (Φιλοσοφία, Παιδαγωγική, Ψυχολογία) της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, στο οποίο και συνέχισε τις μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές του. Το 2016 εξέδωσε την ποιητική συλλογή Η ηχώ του Ζαρατούστρα, σε μορφή αυτοέκδοσης, ενώ από τις εκδόσεις Οδός Πανός κυκλοφορούν οι, κοινής θεματικής, ποιητικές συλλογές του σκιά θανάτου (2022) και το ματωμένο όνειρο (2023), με παλιά και νέα ποιήματά του. Ποιήματα και διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε διαδικτυακά και έντυπα περιοδικά και ανθολογίες.