Η οικοδόμηση και το γκρέμισμα του κόσμου σε συντελεσμένο μέλλοντα
Γράφει η Αυγή Λίλλη
(Για το βιβλίο της Ευτυχίας Παναγιώτου, Μύθοι για το τέλος του κόσμου, Κέδρος, Αθήνα 2023)
Το κείμενο επαναδημοσιεύεται από τη Νέα Εποχή (Λευκωσίας) (τχ. 362 – Φθινόπωρο 2024) και είχε εκφωνηθεί, σε ελαφρώς παραλλαγμένη μορφή,στην παρουσίαση του βιβλίου στο Καφενείο Πρόζακ, στη Λευκωσία, στις 5 Ιουνίου 2024.
Το πολυαναμενόμενο τέταρτο βιβλίο της Ευτυχίας Παναγιώτου, το οποίο κυκλοφόρησε μετά από σχεδόν δέκα χρόνια εκδοτικής σιωπής με τον τίτλο Μύθοι για το τέλος του κόσμου (Κέδρος, Αθήνα 2023), επιβεβαίωσε σε λιγότερο από έναν χρόνο παρουσίας ότι η παρατεταμένη απουσία και οι μη επιπόλαιες εκδοτικές κινήσεις επιβραβεύουν εν τέλει συγγραφέα και αναγνωστικό κοινό. Το βιβλίο έλαβε πολυάριθμες ευμενείς κριτικές και βρίσκεται ήδη στη δεύτερή του έκδοση, επιβεβαιώνοντας αβίαστα ό,τι διαμείβεται ανάμεσα σε κριτικούς και αναγνώστες: ότι πρόκειται για ένα βιβλίο αξιοθαύμαστης ποιητικής εξέλιξης, όπου παρατηρείται, προσθέτουμε, η ωρίμανση του νοήματος εν γένει, του νοήματος δηλαδή ως οντότητας. Με άλλα λόγια πρόκειται ίσως για το καλύτερο βιβλίο της Παναγιώτου, και μάλιστα ενώ έχουν προηγηθεί άλλα τρία βιβλία με προοδευτική εξέλιξη, ένα από τα καλύτερα ποιητικά βιβλία των τελευταίων ετών στα νεοελληνικά —και τα κυπριακά— γράμματα.
Ο αναγνώστης των Μύθων θα αντιληφθεί από νωρίς μία από τις πολλές αρετές αυτής της άκρως πυκνής ποιητικής σύνθεσηςˑ το γεγονός δηλαδή ότι κάθε ποίημα φέρει ολόκληρο το νοηματικό και αισθητικό φορτίο της σύνθεσης. Με άλλα λόγια, κάθε ποίημα συμπυκνώνει τον λόγο της ποιήτριας, με κάθε σημασία που φέρει τούτη η λέξη σήμερα, και τη διάνοιά της, κατά την αριστοτελική έννοια. Και έτσι, διόλου τυχαία, το βιβλίο αρχινά με ένα ποίημα προγραμματικό, το οποίο φέρει τη στάση της δημιουργού του – υπαρξιακή, πολιτική, καλλιτεχνική. Μια κίνηση όχι πρωτότυπη, αλλά πάντοτε στιβαρή:
ΓΚΡΕΜΙΣΜΕΝΗ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ ΕΠΟΧΗΣ
Στον τοίχο αχνοφέγγει ομοίωμα προσώπου.
Κάποιου στον κόσμο που αγαπήθηκε πολύ.
[ Έργο γλύπτη. ]
Πόθησε κι έπλασε,
πόθησε κι έσκαψε τις κόρες των ματιών της
θυμώνοντας όλους
τους ανέμους.
Έργο κάποιου που θέλησε να αγαπηθεί.
Όπως σε κάποιες φθαρμένες αγιογραφίες
σε πολύπαθα νησιά της ορθοδοξίας
όπου ο θαυμασμός μπερδεύεται με την καλοσύνη
και όταν κοιτάζεις βαθιά στη ρίζα των ματιών
του ανθρώπου που <λες ότι> αγαπάς
στο μέτωπό σου σχηματίζεται ένα ερωτηματικό.
Σε αυτή τη σύνθεση η κατά τα άλλα «αινιγματική», «δύσκολη»,«σκοτεινή» ποίηση της Παναγιώτου αναδεικνύει και φωτίζει αυτό ακριβώς που της προσάπτουν: το αίνιγμα (της ζωής), τη δυσκολία (της ύπαρξης), το σκοτάδι (των επιθυμιών). Ωστόσο, όλες αυτές οι αναγνωστικές και ερμηνευτικές “δυσχέρειες” συναντιούνται με ισορροπία —και ενδεχομένως, πιο “εύκολα” από ό,τι στα προηγούμενα βιβλία της ποιήτριας—, κάτω από το οδυνηρό ερωτηματικό που θα σχηματιστεί κάποια στιγμή πάνω από το κεφάλι μας. Σε αυτή την τοιχογραφία του αιώνια γκρεμισμένου κόσμου μας, που συνθέτει καθείς μας με το εφήμερο πέρασμά του από τον πλανήτη, οι αισθήσεις και αγωνίες των ανθρώπων είναι καθολικές: Πόσο αληθινή είναι η αγάπη που λέμε ότι έχουμε για τους άλλους; Πόσο κοντά ή μακριά είναι ένας άνθρωπος που αγαπήθηκε πολύ, από έναν που δεν αγαπήθηκε πολύ; Πόσο διαφέρουν τελικά οι άνθρωποι μεταξύ τους, αφού είναι δημιουργήματα του ίδιου γλύπτη, του ίδιου «κοσμοχαλαστή πού χρίστηκε τεχνίτης» («Μαρτυρίες για την προσέλευση του κόσμου»); Τι προλαβαίνουμε να αφήσουμε πίσω μας, όταν αντιλαμβανόμαστε ότι αποτελούμε θνητά θραύσματα ενός κόσμου που χάνεται ή είναι καταδικασμένος να χαθεί, αφού χανόμαστε και θα χαθούμε όλοι εμείς, αλλά και όσοι αγαπήσαμε και αγαπάμε; Τι αφήνει ο καθένας από εμάς πίσω του, και, κυρίως, γιατί να το κάνει, αφού μας κυβερνά η τύχη; Γιατί συνεχίζουμε, αφού όλοι προς τον ίδιο προορισμό βαδίζουμε, στον θάνατο, όπου «είμαστε εντελώς μόνοι» («Τα σώματα, όταν κοιμούνται μαζί»); Και γιατί, η Ευτυχία Παναγιώτου, με ό,τι επήλθε στον κόσμο την τελευταία δεκαετία, αποφασίζει να εκδώσει εννέα χρόνια μετά τους Χορευτές ακόμη μια ποιητική σύνθεση;
Μετά τον καταιγισμό των ερωτημάτων που γεννά πάντα η ποίηση της Παναγιώτου —βαθιά και συνειδητά φιλοσοφική· αυτή είναι η ζωτική πηγή της—το συμπέρασμα μοιάζει πάντα ίδιο: Η (φαινομενικά ή και όχι) «δύσκολη» ποίηση θέτει τα πραγματικά δύσκολα ερωτήματα. Αυτά που δεν τολμούμε να απαντήσουμε, αυτά που δεν τολμούμε να θέσουμε. Όπως συμβαίνει στο ποίημα «Οι τεχνίτες (Περί της ποιητικής ανατομίας)»:
[…] Άραγε σου φτάσαν τρία δάχτυλα να κάνεις τον σταυρό σου;
Ή, όπως είπε ο ποιητής που ήταν και ζωγράφος:
«Δουλεύετε με τα υλικά του φόβου;»
Δεν θα ’ταν πράγματι αφόρητο να πει
(στ’ ανοιχτά)
φοβάστε; […]
Τα παραπάνω ερωτήματα όμως, τα οποία λειτουργούν και ως συμπεράσματα, όπως αντιλαμβάνεται σύντομα ο αναγνώστης, δεν τίθενται με πανικό, δεν τίθενται με θυμό ή οργή, με απογοήτευση ή παραίτηση. Και αυτό είναι που συγκινεί ίσως περισσότερο σε αυτό το βιβλίο: η τρυφερότητα που ανιχνεύει κανείς πίσω από την όποια απελπισία. Μετά την υπαρξιακή αγωνία ή ακόμη και τον φόβο, βρίσκεται η έγνοια για τον άνισο κόσμο που θα αφήσουμε στα παιδιά μας, τον λαβωμένο πλανήτη, την άδικη ανθρωπότητα: την έγνοια για τον κόσμο που θα είναι χωρίς εμάς. Η έγνοια για τον κόσμο ως συνέχεια δική μας, με το νόημα εδώ να είναι πολλαπλό: ο κόσμος συνεχίζει εξαιτίας μας, ο κόσμος συνεχίζει εμάς τους ίδιους ως συμπαντικά στοιχεία και ο κόσμος συνεχίζεται από εμάς. Η έγνοια για τον κόσμο ως τον «Locus desperatus» όπου όλοι σχεδόν επιθυμούμε να ζήσουμε «δίχως πόνο», τον «Locus desperatus» όπου, τελικά, απλώς «ήρθα[με] για να συναντηθούμε», όπου υπάρχουμε όλοι, ίδιοι στο είδος, γιατί, όπως και το κοριτσάκι στο οποίο αφιερώνεται το βιβλίο, υπήρξαμε ως αόρατες υπάρξεις του σύμπαντος (από) πάντα· με απώτερο σκοπό να φτιάξουμε με την ύπαρξή μας στον κόσμο, και να τον καταστρέψουμε. Γιατί, από ό,τι φαίνεται, δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς: «Δεν είμαστε ό,τι καλύτερο πέρασε από δω. / Τέτοια τέρατα δεν θα ξαναβρείς» ομολογεί η ποιήτρια και η δήλωσή της συγκλονίζει. Η ανθρωπότητα λειτουργεί με βάση την αντίθετη καταστροφική αρχή: ο άνθρωπος, αυτό το μακροσκοπικά αθέατο όν, νομίζει ότι ο κόσμος του ανήκει, και για αυτό η ευθύνη για την ευημερία του ανήκει σε άλλους. Ο κόσμος όμως είναι δημιούργημα όλων μας και για αυτό ακριβώς δεν μας ανήκει. «Οι Ουρανοί <μας> ανήκαν» όχι επειδή τους διασχίζουμε ή επειδή άνω θρώσκουμε, με το παρόν να γίνεται κάθε στιγμή παρελθόν (εξ ου και ο [φαινομενικός] παρατατικός), αλλά επειδή εκεί (θα) πάμε· εμείς τους φτιάχνουμε, με την αθέατη σκόνη μας. Εμείς, οι άνθρωποι, χωρίς διακρίσεις ή διακριτικά συγκροτούμε σε συντελεσμένο μέλλοντα τον κόσμο.
Στους Μύθους για το τέλος του κόσμου, το ποιητικό υποκείμενο δεν αμφισβητεί το αναπόφευκτο τετελεσμένο που πλησιάζει, δεν αντιστέκεται στην αλυσίδα των συμβάντων. Δεν επιλέγει τον μύθο της προσωπικής βούλησης, δεν επιλέγει τον μύθο της θείας δίκης ή της δικαιοσύνης ούτε τον μύθο της αποτελεσματικής προσπάθειας, τον μύθο της εμπεριστατωμένης ή όχι εξήγησης, δεν επιλέγει καν τον μύθο της αθάνατης ελπίδας. Επιλέγει —και μας το λέει, με τρυφερότητα, επαναλαμβάνουμε, και αγάπη— την πίστη για μια καλή τύχη, ότι θα προλάβει να δει και να παραδώσει την ουράνια λάμψη στον «βραχύβιο κόσμο» μας/σας/τους («Ρεπορτάζ») – να αγαπήσει, να φιλήσει, να αγκαλιάσει, να συγχωρέσει, να ζήσει. Πριν από το τέλος του κόσμου επιλέγει την επιστροφή στην καλοσύνη, να θυμόμαστε «να γέρνουμε απαλά στον άλλο, /σώματα που τρίβονται, πέτρες που ανάβουν» («Πίστη»):
[…]
Και τι να έκανες τα παγωμένα μέλη,
τι να έκανες τον πόνο τού τίποτα.
Μετά τη μνήμη, μετά τη γνώση, μετά τον πόνο
θα υπάρχει κάτι
σε ένα χωράφι με ξεριζωμένα στάχυα
σε ένα λιβάδι πανοραμικών απωλειών
μέσα στο βουβό δράμα
της αμφιβολίας
με ρίζες
– κάτι
που να πιστεύουμε <για να αφηγηθούμε>
ότι
μένει.
Οι φωνές που διασώζει ο αντιγραφέας του βιβλίου κατά το μεσαιωνικό πρότυπο δεν είναι άλλες από τις δικές μας φωνές, τις δικές μας γλώσσες και τις γραφές μας – μια διεκδίκηση της ύπαρξης από ανώνυμα όντα «Αγνώστου προελεύσεως». Το ταξίδι μας στον Πλανήτη είναι μια «Μυστική διαδρομή». Όχι μυστική κρυφή, αλλά μια διαδρομή για τους μύστες, για όλους εμάς, τους μέτοχους του μυστηρίου της ζωής, χωρίς ονόματα, χωρίς ταυτότητες, για όλους εμάς, επειδή «Στην άκρη του κόσμου», εκεί όπου το «χέρι που σου νεύει» είναι «μια χαραμάδα φως», εκεί «κάποιος από εμάς είναι <τώρα> ζωντανός» («Μυστική διαδρομή»). Και για αυτό ο αντιγραφέας αντιγράφει τον αέναο λόγο, για αυτό ο φιλόλογος αποκαθιστά το κείμενο, για αυτό η ποιήτρια εκδίδει ένα βιβλίο μετά από εννέα χρόνια ποιητικής σιωπής. Γιατί «σε κάθε νέα αφήγηση / η προσδοκία <για ζωή> είναι αληθινή», όπως αναφέρεται στην “εκδοτική σημείωση” στις πρώτες σελίδες του βιβλίου. Για αυτό οι Μύθοι είναι ίσως το καλύτερο βιβλίο της Παναγιώτου· για το καθολικό και το προσωπικό, για την πυκνότητα και την ισορροπία, για τη σκληρότητα και την τρυφερότητα, για την επίγνωση και την πίστη, για τη συνέχεια του κόσμου.
Τέλος, το ισχυρό αποτύπωμα της έμφυλης αυτοσυνειδησίας, το οποίο βεβαίως δεν ακολουθεί μια τάση ή πόζα της εποχής, αλλά είναι ουσιαστικό και οργανικό όχι μόνο στους Μύθους αλλά στο σύνολο του έργου της Παναγιώτου, χρήζει εκτενέστερης μελέτης. Η πολιτική στάση στην τέχνη δεν είναι ζήτημα έντασης ή εκδοτικού ή ψηφιακού ακτιβισμού, αλλά ζήτημα συνέχειας, συνέπειας και πράξης, ακόμη και αλλαγής. Ένα τρυφερό ή συγκινησιακά φορτισμένο βιβλίο ή ένα «προσωπικό» βιβλίο, όπως συχνά λέμε, και όπως μπορεί να λεχθεί για τους Μύθους δεν αποστασιοποιείται από τον πολιτικό λόγο ούτε αντιστέκεται σε αυτόν. Τον ορίζει και τον καθορίζει. Εν προκειμένω, το ποίημα «Απόσπασμα (Περί της ψυχικής εξουσίας)», διόλου τυχαία ένα «<χειρόγραφο που τσακίστηκε>» από την εξουσία —έμφυλη, πολιτική, καλλιτεχνική ή άλλη—αποτελεί βασικότατο ποίημα αυτοσυνειδησίας, ποίημα πολιτικής και ποιητικής στάσης. Το ποίημα αυτό διαβάζεται οριζόντια —αφού πρόκειται για χειρόγραφο που τσακίστηκε— και όχι με κάθετη στιχουργική διάταξη που συνεχίζεται από τη μια σελίδα στην άλλη, όπως εκ πρώτης όψεως ίσως να νομίζει κανείς. Ωστόσο, ακόμη και με τον ανορθόδοξο τρόπο ανάγνωσης, χωρίς τη φιλολογική του αποκατάσταση και χωρίς τη διορθωμένη “ορθή” στιχουργική του διάταξη, ακόμη και με ανασύνταξη λέξεων και νοημάτων, ο λόγος του φέρει τη δυναμική και συνειδητή στάση της δημιουργού του για την ανθρώπινη ύπαρξη, για τη γυναίκα, για την κοινωνία, για την ποίηση, καθιστώντας τους Μύθους για το τέλος του κόσμου ένα εν προόδω απόσπασμα του κόσμου μας και ένα προόδω απόσπασμα του εν όλω έργου της ποιήτριας.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
τα τελευταία λόγια μου
αναστοχασμός,
με πνοή ανθρωπιάς
και ελαττώματα,
μιας ζωής ολόφρεσκης που
τη σπατάλησα,
θα σας εξηγήσω γιατί,
ως το τέλος, για να με κρίνετε,
σύμφωνα με τις κοινωνικές προσδοκίες,
καθώς ενόψει του θανάτου είμαι·
διορθώνω, διορθώνω.
Δεν θα αναφερθώ σε φήμες
και προπαντός προθέσεις,
σε μια γυναίκα που ανδρώθηκε
και με το δάχτυλο τώρα δείχνει
τα λόγια θέλετε να ’ναι αληθινά,
στην κόψη του χρόνου,
εφόσον μετανιώνω για πράξεις
για τις ατυχείς στιγμές,
σπαρταρούσε στα χέρια μου και
την πέταξα σε λάβα δυστυχίας,
θέλετε να σας αφηγηθώ απ’ την αρχή
να προκύπτει ερμηνεία
χρήσιμη για τις στατιστικές του κόσμου,
γράφοντας
έργα,
προκαλώντας αταξία
ενώπιον της Αρχής
για να με δείτε
Η Αυγή Λίλλη γράφει ποίηση, μικροδιηγήματα και σενάρια μικρού μήκους. Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές Πρόχειρες σημειώσεις πάνω σ’ ένα σωσίβιο (Αρμίδα, Λευκωσία 2011), Η Σφαγή του Αιώνα (Θράκα 2018∙ β΄ εκδ. 2020) και Στην Άκρη μια Ουρά (Θράκα 2021∙ β΄ εκδ. 2023), καθώς και τη συλλογή μικροδιηγημάτων Ρυζόχαρτο και άλλες μικρο-ιστορίες (Ποταμός 2023: Βραβείο Πεζογραφίας του Χάρτη [εξ ημισείας]). Έχει μεταφράσει και ανθολογήσει την ποίηση του Georgi Gospodinov (Εκεί όπου δεν είμαστε, Ίκαρος 2022). Ποιήματα και μικροδιήγηματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα ισπανικά, τα ιταλικά και τα τουρκικά. Έχει επίσης γράψει θεατρικά κείμενα και μονόπρακτα, τα οποία έχουν
παρουσιαστεί στην Κύπρο. Βιβλιοκριτικές της δημοσιεύονται κατά καιρούς σε
έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά. Σπούδασε Κλασική και Νεοελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η υπό έκδοση διδακτορική διατριβή της αφορά στο έργο του Αλέξανδρου Κοτζιά.
Γεννήθηκε το 1980 στη Βουλγαρία. Ζει και εργάζεται στη Λευκωσία.