Αφιέρωμα στο Καρναβάλι, μέρος ενδέκατο:
S= Kien vi iras, viro?

Γράφει ο Δημητριάκος

S= Kien vi iras, viro?

Στην απέναντι σκηνή ένας άγνωστος με τατουάζ από ερωτικά χαϊκού άνοιξε την ρούχινη είσοδο. Από μέσα βγήκε μια ψαρίσια ατμόσφαιρα κι ο τύπος προχώρησε με ένα βλέμμα ακύμαντης απροσεξίας, πατώντας σε πράγματα των υπολοίπων. Πάτησε μερικές μάσκες, που έσπασαν με άηχο βόμβο μες στη νύχτα. Εγώ τον κοίταγα ημιαναίσθητος από την ντρόγκα. “Kien vi iras, viro?” εξασθένησα σαν ηχώ, μα δεν έδειχνε να ανταποκρίνεται. Είχε το παγερό βλέμμα αυτών που είναι σίγουροι για τον εαυτό τους και κατευθυνόταν προς την σκηνή με τους ιππόκαμπους. Μάλλον – νόμισα – θα ήταν ένας εξ αυτών.

 

Σ= Mi venis por trovi vin, knabo.

Η Κλειώ έκλαιγε με οδυρμούς, η μάσκαρα άρχισε να στάζει σαν κερί από επιτάφιο και τα νεύρα μου ήταν έτοιμα να πάθουν την λιποαναρρόφηση του αιώνα.  Εξάλλου η Κλειώ ήταν πιο έξυπνη, πιο σημαντική και κυρίως πιο αισθηματοποιημένη από μένα. Ήξερε πώς να απαντήσει όταν έλεγαν κάτι που ακουμπούσε στην προσωπικότητά της, δεν άφηνε κάποιον να υπονοήσει ή να προσβάλει την ακεραιότητά της. Τις περισσότερες φορές δεν καταλάβαινα καν από που πήγαζε η τόση βεβαιότητα στα όσα έλεγε, δεν αμφέβαλλα ότι είχε δίκιο, αγνοούσα το πόσο βαθιά μπορούσε κάποιος, και άμεσα, να σκεφτεί και να αντιρρήσει σε έναν φευγαλέο άγνωστο – και συνήθως – βλάκα. Στη σκηνή μπήκε, μεταμφιεσμένος σαν γυρίνος. Mi venis por trovi vin, knabo. Όλοι εκεί μέσα μιλούσαν αυτή την ηλίθια, made up, γλώσσα κι εγώ προσπαθούσα με τα σπαστά ισπανικά μου να συνεννοηθώ. Κβο βάντις, Ντόμινε, του απάντησα, κι απορήσαμε κι οι δυο, από την σβελτάδα μου εγώ, κι από την σιχασιά και την αφ’ υψηλού στάση του ο άλλος.

 

ß= Mi malestimas vin, sed mi ŝatas viajn piedfingrojn.

Είχαμε βάλει κάτι σκισμένα ρούχα της γιαγιάς μου, κάτι μπότες του παππού μου και παριστάναμε τα ψάρια. Η γιορτή γινόταν κάπου σε ένα χωριό, λίγο έξω απ’ την πόλη που μένω στη Γαλλία (δε θα αναφέρω την πόλη). Ο τύπος ξαναμπήκε στη σκηνή, μετά βγήκε, έφερε κάτι στον ώμο του περίεργο, και αναφώνησε έξω απ’ την σκηνή, προς το μέρος μου: Mi malestimas vin, sed mi ŝatas viajn piedfingrojn. Δεν είχαμε καν γνωριστεί. Αυτός ήταν ντυμένος – θεώρησα – μπαρμπούνι ή κάποιο ψάρι με αστείο όνομα, εν τέλει ήταν ντυμένος χέλι (και ορθότερα ένα παχύχελο, είπε). Ήταν έγκαυλος. Δεν τον γνώριζα και δε με γνώριζε, δεν ξέρω σε τι αναφερόταν.

 

ς= Stéphane Belzère estis via onklo?

Είχε δει μια έκθεση σε ένα μουσείο, δε θυμάται σε ποια πόλη, είναι πιθανόν πανίβλακας. Ψιθύριζε ενώ ήμασταν μόνοι μας, διορθώνω δεν ήταν πανίβλακας, αλλά δεν ήμουν σε καλή κατάσταση για να πω τα πράγματα ως είχαν. Η μουσική ήταν βίαιη σε σημείο που έτρεμαν τα δάχτυλά μου, κι η ομήγυρη είχε μια πανοπλία από σαχνιασμένη πούδρα στα χείλη και στα βλέφαρα. Δεν έψαξα και πολύ να καταλάβω, ο άγνωστος μου είπε Stéphane Belzère estis via onklo? Τι; Τι θες; του λέω. Δεν καταλάβαινε ούτε αυτός. Φιληθήκαμε.

 

σ= Fiŝa jes, sed ankaŭ via hararo estas bela

Η Κλειώ βρέθηκε ανάμεσα σε δυο τύπισσες να τρώνε πορτοκάλια. Στο κτήριο κυριαρχούσε απόλυτη ησυχία, μα το πιο διαστρεβλωμένο αίσθημα εκεί μέσα ήταν οι ανοιχτές κούτες και τα ενυδρεία χωρίς νερό. Προσπάθησα να καταλάβω αν υπήρχε κάποιος λόγος που βρίσκονταν εκεί αφημένα ακόμα να ερημώνουν τα αντικείμενα αυτά, που ήταν δίχως άλλο διαρυθμισμένα με ιατρική ακρίβεια, κι εγώ, εγώ είχα λόγο που βρισκόμουν εκεί. Fiŝa jes, sed ankaŭ via hararo estas bela, άκουσα να λένε στην Κλειώ οι δυο τενιόπτερες σκάροι, η Κλειώ δεν άφησε ούτε δευτερόλεπτο να περάσει αυτή η προσβόλα κι είπε με τη σειρά της: τι λες μωρή μαλάκω, λες και θα καταλάβαιναν. Φύγαμε άρον-άρον από το κτήριο, μες στην τόση βουβαμάρα που επικράτησε αίφνης, φοβήθηκε μη για να σπάσει το άγχος μας έσπαγαν τα σαγόνια αυτές οι καρχαρίες.

 

ʃ= La akvario

Ο χώρος ήταν ένα εγκαταλελειμμένο ενυδρείο, σε μια κοιλάδα, λίγο έξω από το χωριό Ωριγιάκ-ντε-Μπαν, στην Άνω-Ωβέρνη (χρειάστηκε να ψάξω το όνομα στα Ελληνικά). Θα μέναμε εκεί τρία βράδια, εξοπλισμένοι την τελευταία στιγμή από ένα μαγαζί που πουλούσε εξαρτίσεις και εξαρτύσεις. Το όλο σκηνικό είχε προβλεφθεί ώστε τα πάντα να θυμίζουν θαλασσινά, πιστεύω είχαν αφήσει ψάρια να μουχλιάζουν δυο βδομάδες πριν καταφθάσουμε σε αυτό το χρέπι. Οι τέντες έξω είχαν στηθεί από τους διοργανωτές, που ήταν κάτι μασημένοι τύποι και τύπισσες. Το ποτάμι παραδίπλα που βρύχονταν ανά διαστήματα προσέδιδε μια εσπερινή εσάνς κατακλυσμού.  La akvario ήταν το όνομα του μαγαζιού, το οποίο απ’ ό,τι φαίνεται διοργάνωνε εξορμήσεις στη φύση, για ένα κοινό κυρίως πολυπολιτισμικό. Τίποτα δε με ξάφνιαζε πλέον από τα μέρη που συχνάζαμε, είχαμε μάθει να μη μας ενοχλεί κανενός είδος πολιτικοποίηση των εξόδων μας, οι φίλοι μας ήταν ενίοτε ρατσιστές. Το καρναβαλίστικο παρατράγουδο στο οποίο συμμετείχαμε είχε για μπαγκράουντ την αντιρατσιστική, φεμινιστική, αντισπισιστική, κουήρ δράση μιας κοινότητας της πόλης μας (δε θυμάμαι καν το όνομα), εμείς πήγαμε εκεί γιατί θέλαμε να φλερτάρουμε, αλλά ξέραμε να είμαστε σωστοί ως προς όλα αυτά τα ρεύματα. Επιπλέον, πόσο αντιειδιστική κίνηση το να ντυθούμε ψάρια ήταν, δεν το γνωρίζω μετά βεβαιότητος (μάλλον δεν ήταν;).

Ś= Esperanto estis nia maniero senti sin libera, sed ne vere.

Ήμασταν όλοι στη μεγάλη τέντα, με τα δερμάτινα, με τις μάσκες από υποθαλάσσια όργια μαλακίων, καρκινοειδών, οστρακοειδών και άλλων κατηγοριών που βαριέμαι να αναφέρω (δεν τα ξέρω πολύ καλά) < καταφέραμε να βρούμε ένα σποτ με την Κλείω, όχι πολύ χάλια, σχετικοκεντρικά στην πίστα, > μα δε μας καθησύχαζε το γεγονός ότι ήμασταν περιτριγυρισμένοι από τόνους. Είχε κάνει και κικ-ιν οπότε ό,τι θυμάμαι γράφω τώρα. Φώτα κλειστά, μια ανισόπεδη ντίσκο, ιδρωμένοι, δεν ήταν τα έιτυς, αλλά η καθολική, συλλογική συνείδηση ήταν έτοιμη να το αποδεχτεί ως τετελεσμένο γεγονός. Καμμία αντίρρηση στα έιτυς (εμότικον εμετούκλη). Μπρεφ, μιλάω με εκνευρισμό, αλλά ενδεχομένως διότι ο τύπος εξαφανίστηκε ανάμεσα σε άλλους ιππόκαμπους. Χορέψαμε με άτομα που δε θα ξαναδούμε στη ζωή μας, τι κρίμα! Ήταν μια εξαίρετη περίπτωση νοσταλγίας εν δράσει. Ζούσα τη μελλοντική θύμηση, κι αυτό μου την έσπαγε. Είχα γίνει πολύ ιντροσπεκτίφ, άρχισα να σκέφτομαι μισά γαλλικά μισά ελληνικά, οι σκέψεις μου θόλωναν και απογοητευόμουν όλο και περισσότερο από τη ζωή (συνηθισμένο φαινόμενο).

 

Εκεί που δεν το περίμενα, εμφανίστηκε ο χαϊκού! Μου ένεψε, με ένα αδιόρατο κούνημα της κεφαλής, που όμως άφηνε μηδέν αμφιβολία ως προς το ότι προερχόταν κι απευθυνόταν σε αυτό που κι οι δύο αλληλοαντιλαμβανόμασταν. Δεν ήθελα να βυσσοδομήσω την παράσταση, το λόγο που ήμασταν εκεί, το καρναβάλι, δεν ήθελα να ήταν μόνο σεξ και ερωτισμός, γι’ αυτό τον άφησα να κινείται παράλληλα με εμένα, αλλά έδινα (τουλάχιστον στο κεφάλι μου) περισσότερο σημασία στο τι φορούσαμε, πως αλληλοεπιδρούσαν οι στολές και τα σώματά μας. Δεν το κατάλαβε και βιάστηκε να με αγγίξει, δεν το κατάλαβα και βιάστηκα να τον απωθήσω. Ήμουν λυπημένος, εντάξει, κι αφού μας άφησε η νύχτα να ξερνάμε δίπλα από φλούδες πορτοκαλιών, τώρα δε μπορούσα να ελπίζω σε κάτι φαεινότερο από την εσπερινή απελπισία. Άρχισα να σκέφτομαι γρήγορα, εντάθηκα, η σκέψη μου κορδόνι, σκεφτόμουν ήδη αν θα γράψω ένα ποίημα ή μια παλαβή ιστορία (ό,τι βλέπω εδώ τώρα), αγχώθηκα, του είπα : Esperanto estis nia maniero senti sin libera, sed ne vere, και το ένιωσε πως ήμουν αποστασιοποιημένος από την έξαρση, με πολύ σεβασμό και άπειρη απογοήτευση, με άφησε! Χα χα ρε τσόγλανε, είσαι πολύ εντάξει παιδάκι, αν με διαβάσεις ποτέ έλα να ξαναπιούμε μια μπίρα μακαρονάδα.

 

Την επομένη πήγαμε με τα ποδήλατα στο χωριό με την Κλειώ, να πιούμε έναν καφέ, γύρω στις 3 το απόγευμα θα ήταν. Το κυριακάτικο ενδιαίτημα ενός τυπίκ χωριού της Γαλλίας είναι η απόλυτη απουσία κινήσεως στους δρόμους. Κανένα μαγαζί ανοιχτό, καμμία ψυχή να περπατάει. Καφέ δε βρήκαμε, πετύχαμε όμως μερικά άτομα από το καρναβάλι, που μας υπέδειξαν που μπορούσαμε να βρούμε έναν αξιολύπητο καφέ, σε μια μπουλανζρί που εξέτιε καθήκοντα ταχυδρομείου, ταχυφαγείου, καφεκοπτείου, πώληση ταμπάκο, εφημερίδων κι άλλων εφήμερων. Η διάθεση για λεξιπλασίες και νεολογισμούς μου είχε φύγει προ πολλού. Ήπιαμε έναν εσπρέσο, bien dégueulasse, πήραμε τα ποδήλατα και γυρίσαμε στη σκηνή. Δε θυμάμαι να μιλήσαμε με την Κλειώ, οι κινήσεις μας ήταν αυτοματοποιημένες, μια κρυφή συνεννόηση ως προς τον κοινό μας στομαχόπονο (παλινδρομούσαμε). Bon, ύστερα έκατσα να γράψω αυτή την ιστορία, κι εδώ την τελειώνω.

 

Ο Δημητριάκος γεννήθηκε το 1996 στη Λευκωσία. Σπούδασε στο Στρασβούργο Μαθηματικά και εργάζεται και διαμένει στη Λυών ως software engineer. Ασχολείται με την ποίηση και τη γραφή στα Ελληνικά και στα Γαλλικά, ένα ποίημα του δημοσιεύτηκε στον Φαρφουλά το δύο χιλιάδες δεκά κάτι. Παίζει σαξόφωνο κι αγοράζει πόστερς από λόκαλ καλλιτέχνες.