Πιέρ Πάολο Παζολίνι, Αλάνια (Μτφ. Γιώργος Κεντρωτής)
του Νίκου Κουρμουλή.
Επιμέλεια: Γιώργος Κωνσταντίνος Μιχαηλίδης.

 

Το παλίμψηστο που ονομαζόταν Πιέρ Πάολο Παζολίνι, έγινε συνώνυμο της καλλιτεχνικής-αμφισβητησιακής διανόησης στη μεταπολεμική Ιταλία. Μια χώρα που τότε προσπαθούσε να βρει τη ταυτότητα της ανάμεσα σε πολλών ειδών συντρίμμια, διχασμένη όσο ποτέ. Ο νεαρός Παζολίνι μεγαλώνει στην περιοχή του Φρίουλι, κοντά στα σύνορα με την τότε Γιουγκοσλαβία. Ο πατέρας του στρατιωτικός και η μητέρα δασκάλα. Με τον πρώτο βρίσκονται συνέχεια σε κόντρα, με τη δεύτερη υπάρχει ένα απελπισμένο πάθος.

Η οικογένεια μετακινείται συχνά κι ο αδερφός του σκοτώνεται σ’ ενέδρα Γιουγκοσλάβων ανταρτών. Ένας θάνατος που θα σημαδέψει τη ζωή του. Ο Παζολίνι είναι ένα εύστροφο, ατίθασο και πολυσχιδές παιδί. Αντιλαμβάνεται την ομοφυλοφιλία του από πολύ μικρός και μάλιστα εκδίδει τα πρώτα του ποιήματα, ενώ δεν έχει τελειώσει καν το σχολείο. Παράλληλα ξεκινά να ζωγραφίζει. Στην επαρχία θα συνδεθεί με τους ανθρώπους του μόχθου και θα δει κατάματα την ανισότητα. Έρχεται σ’ επαφή με τις ιδέες του κομμουνισμού.

Με το δίπλωμα φιλολογίας από το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια–με διατριβή πάνω στον εμβληματικό κλασσικό ποιητή Τζιοβάνι Πασκόλι– έρχεται στη Ρώμη. Εκεί θα αρχίσει να παρατηρεί στενά το κόσμο του προλεταριάτου στους συνοικισμούς της αιώνιας πόλης. Εγγράφεται στο Κομμουνιστικό Κόμμα και μετά διαγράφεται λόγω της ομοφυλοφιλίας του και των διαφωνιών του πάνω σε καταστατικές αρχές. Για κείνον η κουλτούρα πρέπει να επεμβαίνει στα δρώμενα, στηρίζοντας νέες αξίες. Ο ίδιος ήταν κατά της αλαζονίας και των προκαταλήψεων.

Η πρώτη συλλογή ποιημάτων που έκανε αίσθηση ονομαζόταν: «Οι στάχτες του Γκράμσι» και περιελάμβανε ποιήματα που γράφτηκαν από το 1951 έως και το 1956 και δημοσιεύθηκαν στον Τύπο της εποχής. Tα «poemetti» όπως σημειώνεται στον υπότιτλο, έχουν άμεσα δαντικές επιδράσεις και προσπαθούν να ορίσουν ένα καινούργιο κοινωνικό πεδίο, όπου έχει ως άξονες την περιρρέουσα αμφιθυμία και την επαναξιολόγηση των συμβόλων.

Εκείνη τη περίοδο και συγκεκριμένα το 1955, κυκλοφορούν τα «Αλάνια» (μτφρ: Γιώργος Κεντρωτής, Gutenberg). Είναι ουσιαστικά το μυθιστόρημα που βάζει τον Παζολίνι δυνατά στον χάρτη της πεζογραφίας. Το βιβλίο ευθύς αμέσως μπήκε στο στόχαστρο της λογοκρισίας και κατηγορήθηκε για χυδαιότητα, άσεμνη γλώσσα και προώθηση ανδρικής πορνείας.

Ο Παζολίνι από την πρώτη κιόλας σελίδα, κατασκευάζει ένα αφηγηματικό πλαίσιο «αυτοσχεδιασμού». Με λίγα λόγια αφήνει κυριολεκτικά τους πρωταγωνιστές να αναλάβουν τα ηνία της «πλοκής». Ο συγγραφέας αποσύρεται ή γίνεται ένα με τους πρωταγωνιστές του –όλοι τους νεαρά παιδιά στη μετεφηβική ηλικία– στο φιλμ της καθημερινότητας τους όπως ξετυλίγεται ώρα την ώρα. Ο Παζολίνι απεκδύεται τον ρόλο και ουσιαστικά την υπόσταση του συγγραφέα-αφηγητή, αφήνοντας τα πιτσιρίκια να γράψουν εν λευκώ το δικό τους ημερολόγιο.

Η γραφή του μυθιστορήματος θα τη χαρακτηρίζαμε αργότερα, «ντοκιμενταρίστικη πρόζα» ή «αφήγηση ντοκουμέντο». Κατά τη διάρκεια και μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, η δημοσιογραφική γλώσσα –περιεκτική, λιτή και μ’ ένταση– των ανταποκριτών που αργότερα ή παράλληλα πέρασαν και στη συγγραφή, επηρέασε ένα μεγάλο μέρος της πεζογραφικής έκφρασης. Παράλληλα, ο Παζολίνι παρακολουθεί από κοντά την ανάπτυξη του κινηματογραφικού φαινομένου, που ονομάστηκε ιταλικός νεορεαλισμός. Με πυλώνες τους Ρομπέρτο Ροσελίνι, Βιτόριο Ντε Σίκα, Τσέζαρε Ζαβατίνι, Τζουζέπε Ντε Σάντις κ.α, η κινηματογραφική αφήγηση φεύγει από τη θαλπωρή των στούντιο και αρχίζει να περιπλανάται ανάμεσα στους δρόμους, ανάμεσα στην απελπισία, τη φτώχεια, τα όνειρα και τις ερωτικές ανησυχίες της καθημαγμένης εργατικής τάξης και του προλεταριάτου.

Σ’ αυτή τη μεταστροφή της συλλογικής θα λέγαμε ιταλικής συνείδησης, ο ποιητικός ρεαλισμός, οι αρχές του μαρξισμού, η ψυχαναλυτική θεωρία κι ο χριστιανικός ουμανισμός, εμπλέκονται με τρόπο διαλεκτικό στον συγγραφέα. Απόσταγμα όλης αυτής της διαδρομής της νιότης του Παζολίνι, αποτυπώνεται πεζογραφικά τουλάχιστον στα «Αλάνια». Ο ποιητής και μετέπειτα σκηνοθέτης, σπάει την ποιητική συνθήκη-κατά τα ακαδημαϊκά πρότυπα- και μετέρχεται της ποίησης του δρόμου. Δηλαδή γίνεται ωτακουστής των χαρακτήρων του.

Ένας πιτσιρικάς με το παρατσούκλι «Σγουρομάλλης», προΐσταται της συμμορίας των νεαρών που τριγυρίζουν στους λόφους, στα προάστια, στα υπόγεια και στις αλάνες της αιώνιας πόλης. Ο μικρόκοσμος του υποπρολεταριάτου, ανοίγει τα βρώμικα φτερά του σε κάθε σελίδα. Τα παιδιά ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας και για να βγάλουν χρήματα, είναι ικανά να κάνουν τα πάντα: θα λιώσουν σίδερα από καπάκια των υπονόμων, θα πουλήσουν λάστιχα, θα βγάλουν χαλκό από οτιδήποτε, θα κλέψουν αν τους δωθεί η ευκαιρία, θα μάθουν τον έρωτα στο πεζοδρόμιο. Τριγυρίζουν αυτοσχέδια, σαν σμάρια από αδέσποτες ψυχές, στρίβοντας κάθε φορά και σε ένα νέο μονοπάτι.

Ένας ασταμάτητος ρυθμός μεταδίδεται μέσα από τους ξέφρενους, καθημερινούς διαλόγους και την αδιάκοπη κίνηση των προσώπων. Στα 18 του χρόνια ο Σγουρομάλλης έχει ξεσπιτωθεί και μένει με τους πολυάριθμους συγγενείς του- μαζί με την παρέα του έχουν ως σημείο αναφοράς και συνάντησης, το ποτάμι. Αυτό το συμβολικό σημείο όπου η ζωή αναγεννάται και δίπλα ο θάνατος κάνει λογαριασμό. Τα «παιδιά» του Παζολίνι δεν είναι τα θύματα μόνο ή οι «χτίστες» του μέλλοντος. Είναι γεννήματα του πολέμου και κάτω από τις συνέπειες του, υπάρχουν. Τα όνειρα τους είναι η μανία του κάθε μέρα. Κι εκεί σφυρηλατούνται οι προσωπικές αξίες και το ψυχικό μέγεθος. Πάνω στην «άσκοπη» δράση της επιβίωσης.

Ο Παζολίνι στα «Αλάνια» πέρα από μια τοιχογραφία της προλεταριακής κουλτούρας, δε γίνεται διδακτικός. Αυτό το στοιχείο είναι από τα βασικά στο να διαφοροποιηθεί το συγκεκριμένο έργο από τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό ή το μελόδραμα. Οι ήρωες του σφύζουν από ζωή και περνούν ερήμην στην ενηλικίωση. Η χώρα ίσως ακολουθήσει, ίσως όχι. Ο Παζολίνι δεν ψάχνει λύτρωση, αλλά τη φλέβα της απείθειας και του πρώτου σκιρτήματος στα βαθιά νερά του γίγνεσθαι. Σίγουρα τα «Αλάνια» τα συναντούμε σε παραλλαγές σήμερα, στα παιδιά των πολεμικών μετώπων και του ξεριζωμού.

 

Ο Νίκος Κουρμουλής γεννήθηκε στον Πειραιά τον Μάρτιο του 1972. Σπούδασε Κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ, με ειδίκευση στην παραβατικότητα ανηλίκων. Όταν γύρισε στην Ελλάδα, σπούδασε κινηματογράφο και σενάριο στη σχολή Σταυράκου. Κατόπιν δούλεψε για μια δεκαετία γεμάτη στην εφημερίδα Ο Κόσμος του Επενδυτή ως πολιτιστικός συντάκτης. Διετέλεσε σύμβουλος προγράμματος στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου. Εν συνεχεία συνεργάστηκε με την εφημερίδα Αυγή ως κριτικός βιβλίου, ενώ εδώ και έξι χρόνια συνεργάζεται με τον ραδιοφωνικό σταθμό «Στο Κόκκινο 105,5» σε θέματα πολιτισμού και βιβλίου. Είναι συντάκτης στην εφημερίδα Τα Νέα.