Μανώλης Αναγνωστάκης

Για τα Ποιήματα 1941-1971 (Εκδ. Νεφέλη, 2000)

Γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης

Τα ογδόντα δύο ποιήματα που περιλαμβάνονται στα άπαντα του αείμνηστου Μανώλη Αναγνωστάκη, ποιητή της Α’ Μεταπολεμικής Γενιάς, είναι το μεγαλύτερο μέρος της ποιητικής του παραγωγής, το οποίο αποτελείται από εννιά συλλογές: Εποχές, 1, 2, 3, Παρενθέσεις, Συνέχεια 1, 2, 3 και Στόχος. Ο Στόχος είναι η τελευταία δημοσιευμένη ποιητική συλλογή του. Ήδη από τους τίτλους των συλλογών υποδεικνύεται ότι το ποιητικό του έργο χαρακτηρίζεται από μιαν αδιάσπαστη συνέχεια, κάτι που ενισχύεται από τις αυτοαναφορικές φράσεις του ίδιου, από προηγούμενα σε επόμενα ποιήματα. Τα θέματά του διακατέχονται από κατοχικό και μετεμφυλιακό κλίμα. Φυλακές, εκτελέσεις, πεινασμένα παιδιά στους δρόμους και βηματισμοί στρατιωτών είναι τα κύρια μοτίβα που επανέρχονται συχνά στα ποιήματα αυτά. Οι στίχοι του, συνειδητά αποστασιοποιημένοι από τις εκφράσεις της Γενιάς του ’30, έχουν καταγγελτικό, κάποιες φορές ειρωνικό χαρακτήρα και κάποιον έμμεσα «διδακτικό» τόνο, ενώ το κοινωνικοπολιτικό στοιχείο συνδυάζεται με το ερωτικό, ενώνοντας το προσωπικό βίωμα με την κοινωνική κατάσταση μιας ολόκληρης περιόδου. Το αποτέλεσμα είναι μιας απαισιόδοξη αίσθηση προδοσίας, μοναξιάς και γενικότερης παρακμής. Ωστόσο, ο διδακτικός τόνος προσδίδει στα ποιήματα μια σταθερή πίστη για ελπίδα και αξιοπρέπεια στον άνθρωπο. «Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα», γράφει ο Αναγνωστάκης χαρακτηριστικά σ’ ένα πασίγνωστο ποίημά του. Ας δούμε εγγύτερα το ποίημα του «Μιλώ». Πρόκειται για ένα ποίημα στενά συνδεδεμένο με την ιστορική του προέλευση: πρόκειται για τη μεταπολεμική εποχή του ελληνικού Εμφυλίου. Αυτό το ποίημα λοιπόν μπορεί κατά βάση να προσεγγιστεί είτε φιλολογικά είτε υποκειμενικά. Μια«υποκειμενική» προσέγγιση και ανάλυση όλων αυτών θα μπορούσε να έγκειται στην ταύτιση με το συναισθηματικό περιεχόμενο του ποιήματος: ο αναγνώστης θα προσπαθήσει να ταυτιστεί με τα γεγονότα του Εμφυλίου στα οποία αναφέρονται οι σκληρές εικόνες του (π.χ. «Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα», «Μιλώ για τις ξυπόλυτες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα». «Για τις φλεγόμενες πόλεις τα σωριασμένα κουφάρια στους δρόμους»), παραβάλλοντάς τα με προσωπικά του αντίστοιχα βιώματα κοινωνικής ανέχειας και παρακμής. Ίσως να εστιάσει ακόμη στους ηρωικούς «ψαράδες» του ποιήματος και να τους συγκρίνει με περιπτώσεις αφανών ηρώων που γνωρίζει ο ίδιος. Θα κατανοήσει τους στίχους ως δείγμα έκφρασης ενός βασανισμένου ανθρώπου της εποχής του 1950 που πολέμησε, δικάστηκε, φυλακίστηκε και στο τέλος καταδικάστηκε σε θάνατο. Σε τελική ανάλυση θα νιώσει αποστροφή για τη φρίκη του πολέμου και ειδικότερα του Εμφυλίου. Από την άλλη πλευρά, μια αμιγώς φιλολογική προσέγγιση θα κινηθεί πολύ διαφορετικά. Αρχικά, θα αναζητήσει τον«ρυθμό» του ποιήματος (ή την απουσία του). Ύστερα, θα εστιάσει στις λέξεις που χρησιμοποιούνται. Κατόπιν, θα αναζητήσει τις επιρροές που διαμόρφωσαν το ύφος του ποιητή. Δε θα αναζητήσει όμως «ποιητή» αλλά «ποιητικό υποκείμενο», αφού ο ποιητής είναι ένα εξωκειμενικό ον που ζει την πραγματικότητα, ενώ το ποιητικό υποκείμενο είναι το ενδοκειμενικό ον, δηλαδή αυτό που δημιουργεί. Θα εξεταστεί επίσης ο τίτλος του ποιήματος (για παράδειγμα, το «Μιλώ») ως αυτοαναφορά σε στίχο ενός προηγούμενου ποιήματός του («Μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;»), αλλά και η απάντηση ενός επόμενου («Και τώρα μιλώ πάλι σαν ένας άνθρωπος που γλίτωσε από το λιμό»). Θα παρατηρηθεί λοιπόν η συνέχεια που διέπει το ποιητικό έργο. Στη συνέχεια θα εντοπιστούν και άλλα επί μέρους στοιχεία που καθιστούν το έργο αξιοπρόσεκτο από φιλολογική σκοπιά. Με λίγα λόγια, θα μπορούσαμε πούμε κάπως απλά, η φιλολογική μελέτη αναζητά «αυτό που θέλει να πει ο ποιητής», σε αντίθεση με την υποκειμενική που αναζητά αυτό που «προκαλεί το ποίημα στον εκάστοτε αναγνώστη». Υπάρχει όμως και μια ακόμη προσέγγιση: η πολιτικοϊδεολογική. Ένα παράδειγμα ιδεολογικής προσέγγισης είναι ο μαρξισμός. Μια ιδεολογική προσέγγιση θα μελετήσει το έργο όχι αναζητώντας «τι θέλει να πει ο ποιητής» ούτε τι συναισθήματα δημιουργεί στον αναγνώστη, αλλά γενικότερα το τι εκφράζει για την εποχή και την κοινωνία που το έθρεψε. Δεν πρόκειται δηλαδή ούτε για την αναζήτηση «προθέσεων» του δημιουργού ούτε και για την υποκειμενική πρόσληψη του αποδέκτη. Η ιδεολογική ανάγνωση είναι η καταγραφή της συμπτωματολογίας της κοινωνίας και, στη συνέχεια, η πρόταση για τη μεταβολή της. Αυτή είναι μια καίρια διαφορά της από τις δύο άλλες προσεγγίσεις: αντί να θέλει απλώς να κατανοήσει το ποίημα, το εντάσσει σε ένα συνολικό πλαίσιο με σκοπό πάντα την αλλαγή της κοινωνίας. Για παράδειγμα, ο μαρξιστής κριτικός ίσως αντιμετώπιζε το ποίημα ως δείγμα έκφρασης μιας αστικής κοινωνίας η οποία γνωρίζει την παρακμή του αστικού κόσμου. Σε κάθε περίπτωση, στόχος του ιδεολόγου κριτικού είναι να εξετάσει το καλλιτεχνικό έργο ως σύμπτωμα για το που βρίσκεται η κοινωνία και για το πώς μπορεί να αλλάξει. Καθεμιά προσέγγιση έχει εξειδικευτεί να εντοπίζει ορισμένες παραμέτρους στην τέχνη, θέτοντας τους δικούς της στόχους, την αισθητική απόλαυση, τον κοινωνικό μετασχηματισμό κ.λπ.. Καμία προσέγγιση δεν μπορεί ν’ απαλείψει, πάντως, ένα στοιχείο: το ταλέντο του καλλιτέχνη. Και αν εκλείψει το ταλέντο, αυτό που τον καθιστά δημιουργό, τότε όλα τα άλλα χάνονται.

 

 

Ο Μύρων Ζαχαράκης γεννήθηκε το 1995 στην Αθήνα και σπούδασε Φιλοσοφία στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, συνεχίζοντας με μεταπτυχιακές σπουδές στην ιστορία της Φιλοσοφίας, στο ίδιο πανεπιστήμιο. Είναι υποψήφιος διδάκτωρ Φιλοσοφίας στο τμήμα Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης (ΙΦΕ) του ΕΚΠΑ. Άρθρα και βιβλιοπαρουσιάσεις του έχουν δημοσιευτεί σε επιστημονικά περιοδικά και σε ιστοτόπους.