Πρώιμη πεταλούδα
Νίνα Κόκελ
Μτφ. Νικόλας Κουτσοδόντης
Το τρένο κατευθυνόταν προς τη λίμνη Ούβς Νουρ με μια αίσθηση νοσταλγίας· οι μέρες του ταξιδιού πλήθαιναν σαν ακρίδες και τα παράθυρα είχαν πιάσει ολόγυρα μια δαντέλα πάγου. Σωροί από χιόνι, διαλυμένα φώτα σε μια λουσμένη στο κόκκινο αίθουσα αναμονής, όπου έβραζε το νερό για το τσάι.
Ζητούσε να τον δει.
Είχε πάρει το αυτί της γι’ αυτόν σε διάφορα μέρη: στην Άλμα- άτα, στην Ισταμπούλ, στη Ρίγα μιλούσαν γι’ αυτόν με πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Σαν να επρόκειτο ακόμη να έρθει. Σαν να βρισκόταν ήδη καθ’ οδόν. Δεν τον είχαν ακόμη αντικρίσει, Πρώιμη Πεταλούδα, κι ωστόσο πυρπολούσε τις καρδιές των γυναικών σε όλες τις πεδιάδες.
Έλεγαν το πόσο ευγενής, σαν παραμυθένιος, ήταν.
Ζητούσε να τον δει.
Ο Τρελός Τίμοθι της μίλησε για εκείνον την στιγμή που έκοβε τον λαιμό του κόκορα. Της είχε πει πού θα μπορούσε να τον αναζητήσει, Πρώιμη Πεταλούδα, ακουμπώντας τα δάχτυλα του στα χείλη του:
–Σσσττ, η γη κοιμάται.
Εκείνη έγνεψε.
–Σ’ ευχαριστώ, Τίμοθι. Θα πάω. Θα πάω.
Η κοιμωμένη γη την κατάπιε· η γη την έκλεισε στην αγκαλιά της και μαζί ανάσαναν τον φλογερό χειμωνιάτικο αέρα,
Κοιμόνταν και κοιμόνταν.
Κοιμόνταν μέσα στο λευκό κέντημα των γυναικείων ονείρων.
Ζητούσε να τον δει.
Της είχανε πει πως μέσα σε μια μόνο, διαυγή, έναστρη νύχτα είχε πετάξει από το Κίεβο στη Μόσχα, παρότι το φτερό του ήταν φθαρμένο. Τόση ήταν η δύναμη του. Στα χαρτιά τραβάει πάντα την κόκκινη ντάμα, τραγουδά, παίζει πιάνο, του είναι όλα κατανοητά γιατί βρήκε την αιωνιότητα τρία χρόνια πριν στο Άμστερνταμ.
Γνωρίζει αυτό που υπάρχει.
Πίσω απ’ το βινύλιο μιας περίκλειστης βεράντας, κάτω απ’ τα φτερά μιας μέλισσας, στη λάμψη μιας καμπυλωτής λάμπας του δρόμου.
Κι έρχεται πάντα νωρίς, πάντοτε του πρώτος, Πρώιμη Πεταλούδα. Έτσι μιλούσαν γι’ αυτόν. Η αυγή κάτω απ’ τη φτερούγα του είναι τόσο επικίνδυνη όσο η ανάβαση σ’ ένα βουνό.
Λαχταρούσε οίκτο, τον δικό του οίκτο, μια χειρονομία σιωπηλή.
Μια μεθυστική συμπόνοια.
Στο τρένο γινόταν τόσος χαμός όσο και στην αγορά· ο άντρας με τη μακριά γενειάδα πίσω από την θέση της Μπέσα άνοιξε το τρανζίστορ και ξεχύθηκαν από μέσα τραγούδια αγάπης. Ρουφούσε σναπς από ένα φλασκί, ακουμπώντας πάνω σε ένα φτυάρι και χαρούμενα τραγουδούσε:
–Πράσινα ήταν τα μάτια μου…
Ένας νεαρός Κινέζος με μια αλογοουρά στο σβέρκο του, άρχισε να υποκλίνεται.
Τα ψάρια στη γυάλα πάνω στα γόνατα μιας κοπελιάς από το Κιργιστάν σαλέψανε.
–Μόνο τρώνε, τα όνειρά μου δεν τα πραγματοποιούν…;
–Ένα όνειρο που γίνεται πραγματικότητα παύει να είναι πλέον όνειρο. Να φοβάσαι τους εκπληρωμένους πόθους. Τους ακολουθεί η οδύνη της κοινής λογικής. Φέρτε μου πίσω τον ανεκπλήρωτο μου έρωτα!
Η κοπελιά από το Κιργιστάν μισοχαμογέλασε και πρόσφερε στην Μπέσα μια πλεκτή εσάρπα.
–Σκεπάσου, είσαι πολύ λεπτά ντυμένη, κάνει κρύο του θανατά.
Ρόδα ψύχους άνθιζαν επάνω στο παράθυρο.
Όταν η Μπέσα ήταν ένα νεαρό κορίτσι, είχε τη συνήθεια να κρύβει ψιψίνια στον αχυρώνα. Τα γρασίδια ήταν πάντα φιλικά μαζί της· όταν περιπλανιόταν κατά μήκος τους σε μια μοναχική περισυλλογή, όταν ζοριζόταν να κυλίσει στη μέση της το χούλα χουπ.
Και βρέθηκε μπλεγμένη σ’ έναν θάμνο άρκευθου.
Με τη μακριά της φούστα, ένα όμορφο κουβαδάκι στα χέρια της, ένα κεντημένο μαντήλι μέσα τους.
Μια καρακάξα πλησίασε· η Μπέσα έμεινε ακίνητη. Το πουλί στάθηκε· μύριζε σαν μανιτάρια, κι έπειτα έκλεψε το μαντήλι της.
–Σκουπίζεις το δάκρυ μου απ’ το πρόσωπό σου.
Το δάκρυ ήταν μεγάλο και καυτό. Μέσα στο δάκρυ αναβόσβηνε μια μικρή, αδιάκοπη, τουρκουάζ φλόγα.
Πάνω στο τραπέζι υπήρχε μια λιμνούλα γάλα· τρεμόπαιζε η χιονισμένη λευκότητα, η λιμνούλα λίγο λίγο μεγάλωνε, έσταξε από το χείλος του τραπεζιού και τότε μέσα της, μια διαρροή κόκκινου, μπλε, κίτρινου, χρώματα που εισέβαλλαν το ένα μέσα στο άλλο, σαν πεινασμένες αμοιβάδες.
Ένα πυροτέχνημα χρωμάτων.
Ζητούσε να τον δει.
Ένα γιγάντιο χέρι άρπαξε το ανακατεμένο πινέλο. Βύθισε το πινέλο σε ένα ελαιώδες υγρό και ζωγράφισε, σαν να το οδηγούσε μια δυνατή επιθυμία·
Μια κεραία με ένα δάκρυ στην άκρη της, μια τριμμένη φούστα και χέρια κρυμμένα σε ένα μανσόν από ασημί αλεπουδόδερμα.
–Βοήθεια, κάποιος! Βοήθεια! Βοήθεια!
Άνθρωποι γλιστρούσαν πανικόβλητοι έξω απ’ το εκτροχιασμένο τρένο, ουρλιάζοντας γεμάτοι φρίκη, το κρύο ήταν ένας άσπλαχνος φίλος.
–Κυρία!
Η Κιργίζια κοπέλα σκούντηξε την Μπέσα ξυπνώντας την
–Σας παρακαλώ, πείτε μου οτι κοιμάστε, κυρία!
Την σκέπασε γι’ ακόμη μια φορά στοργικά με την εσάρπα.
–Είναι τόσο ζεστά.
–Κυρία, σας πήρε ο ύπνος… Ελάτε, τα σωστικά συνεργεία έρχονται ήδη… Δεν είναι ασφαλές να κοιμάστε σε μια κοιμωμένη χώρα… Eλάτε!
Ζητούσε να τον δει.
Πέρα απ’ τη λίμνη, κινούσε για ταξίδι.
Ζητούσε να τον δει.
Μέσα απ’ το δάσος, οδηγούσε.
Ζητούσε να τον δει.
Η κοιμωμένη χώρα κουβαλούσε γοργά ψάρια στα ρυάκια, ελάφια γρύλιζαν στην ψυχρή μοναξιά.
Στο παράθυρο του ξενώνα, ένα πρόσωπο στρογγυλό.
–Καλή σου μέρα, μπάμπκα.
–Κάθε μέρα είναι καλή, αν βρίσκεται η καρδιά στο σωστό μέρος.
–Ήρθα στο σωστό μέρος;
–Πού αλλού θα μπορούσες να βρίσκεσαι, αγαπητό μου κορίτσι, μήπως βλέπεις πουθενά καμιά άλλη αξιοθρήνητη γριά μπάμπκα;
–Είσαι ολομόναχη.
–Η μοναξιά είναι σαν ζώο. Τη συνηθίζεις. Έλα σιμά μου, μπες μέσα, ξέπλεξε τα μαλλιά σου.
Τα κλωσόπουλα τσιρτσιρίζουν.
Στο πάτωμα, υφαντά χαλιά. Στη γωνία του δωματίου, ένας κουβάς. Απ’ το ταβάνι δέρματα ζώων κρέμονταν όπως οι απαγχονισμένοι.
–Τίγρης της Σιβηρίας…
–Νεαρή κυρία, για έναν ευτυχισμένο γάμο τίποτα δεν είναι καλύτερο από ένα γούνινο καπέλο.
Η γούνα ταλαντεύτηκε.
Ήταν τρία από δαύτα, τίγρεις, τους κυνηγούσαμε τρεις χειμώνες.
–Λένε πως…
–Ναι. Οι λέξεις χάνονται σαν φτερά γαλοπούλας στον άνεμο. Η αλήθεια, μα…
–Τι είναι αλήθεια, μπάμπκα;
–Η Ούβς Νουρ.
Οι δυο τους πήγαν εκεί.
Η ομίχλη ήταν σαν τα υγρά σεντόνια.
Τα ξηρά, αλμυρά ψάρια ήταν ένα αστραφτερό ασήμι.
–Ήταν πελώρια η τίγρης. Την τραυμάτισε ο σύζυγός μου, την πεντηκοστή τρίτη ημέρα του γάμου μας.
–Πέθανε;
–Ο θάνατος είναι καλός.
–Πιστεύεις…
–Περιμέναμε την πεταλούδα, περιμέναμε βοήθεια για τον σύζυγό μου, για το θρόισμα ενός ξεφτισμένου φτερού.
–Τι πράγμα;
–Δεν ήταν γραφτό να συμβεί.
Η μπάμπκα καταπιάστηκε με τα ξερά κλαδιά.
–Μπάμπκα…
–Τι συμβαίνει νεαρή κυρία;
–Θα ήθελα να τον δω.
Η μπάμπκα έκανε από απόσταση:
–Δες στον ξενώνα, στο τελευταίο δωμάτιο. Είναι ξεκλείδωτα.
Η Μπέσα έτρεξε.
Μέσα στην κορνίζα, μια φωτογραφία.
Μια κεραία με ένα δάκρυ στην άκρη της, μια τριμμένη φούστα και χέρια κρυμμένα σε ένα μανσόν από ασημί αλεπουδόδερμα.
Την Μπέσα την έπιασε ένας γλυκός τρόμος.
–Εκείνος!
–Ναι, παιδί μου. Είναι εκείνος, Πρώιμη Πεταλούδα.
–Εδώ…
–Κι εδώ επίσης. Όταν γίνεται σίγουρη η doaiva , τότε συμβαίνει
–Doaiva…
–Η ελπίδα.
–Θα ήθελα να τον δω.
–Θα ήθελε να σε δει.
Έκανε νόημα στην Μπέσα, ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά στις σκάλες που οδηγούσαν στη σοφίτα.
–Το πιστεύεις…
–Θα ήθελε να σε δει.
–Τώρα;
–Δεν ήρθες άδικα ως εδώ, αν και θα φύγεις μόνη σου.
–Η ξύλινη σοφίτα ανέδυε τη μυρωδιά τσαγιού.
Καθόταν πάνω σε ένα μικρό μπαούλο: μια κεραία με ένα δάκρυ στην άκρη της, μια τριμμένη φούστα και χέρια κρυμμένα σε ένα μανσόν από ασημί αλεπουδόδερμα.
Εκείνος έκλαψε.
Εκείνη ξέσπασε σε λυγμούς.
Η Νίνα Κόκελ (Nina Kokelj) γεννήθηκε το 1972 και είναι συγγραφέας, δημοσιογράφος και performer. Το 1998, ο εκδοτικός οίκος Beletrina εξέδωσε το μυθιστόρημά της Milovanje (Χάρις), το οποίο της χάρισε το βραβείο Finest Debut Novel Award και μια υποψηφιότητα για το καλύτερο μυθιστόρημα της χρονιάς (Kresnik Award). Τα επόμενα μυθιστορήματά της είναι: Sviloprejka (Μεταξοσκώληκας), Poletje s klovnom (Καλοκαίρι με έναν κλόουν) και Slamnata dežela (Αχυρένια χώρα). Γράφει επίσης για παιδική λογοτεχνία: το εικονογραφημένο βιβλίο της Deček na belem oblaku (Αγόρι σε ένα λευκό σύννεφο) συμπεριλήφθηκε στον περίφημο κατάλογο White Raven της αξιόλογης λογοτεχνίας στη Διεθνή Έκθεση Παιδικού Βιβλίου στην Μπολόνια. Η Nina Kokelj συνεργάζεται με πολυάριθμα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης ως δημοσιογράφος, γράφει για το θέατρο και την τηλεόραση και παρουσιάζει τα έργα της μέσα από ποικίλες παραστάσεις για παιδιά και αξιόλογες παραστάσεις. Επί του παρόντος είναι διευθύντρια προγράμματος της Ένωσης Σλοβένων Συγγραφέων.