γραμμές, χέρια, σώμα,
όλα μαζί το έψιλον της ευτυχίας που αρχίζει από εσένα.

δεν πίστευα ποτέ πως θα παραδοθώ άνευ όρων στα αγγίγματά σου
να νιώθω την ανάσα σου να μου καίει τον λαιμό,
τα χείλη σου να ταξιδεύουν μικρές αποστάσεις
αφήνοντάς με ξέπνοη.

περπάτησες χειμώνες ολόκληρους ανάμεσα στα βυθισμένα βουνά της πλάτης μου
βούτηξες στις λίμνες που σχηματίζονται κοντά στους ώμους
αφέθηκες στα νερά τους να σε οδηγήσουν απαλά στην άκρη του λαιμού μου
εκεί, πριν το στέρνο.

περπάτησες ώρες ώσπου να φτάσεις σε εκείνο το ανεπαίσθητο σημάδι στο μέτωπό μου
σου πήρε καιρό…
βλέπεις, εμφανίζεται μόνο όταν θέλω να κλάψω.

είχα παραλύσει,
οι μύες του αυχένα ατρόφησαν.

η θέρμη της ανάσας σου και το άγγιγμα της ουλής μου με γύρισαν πίσω
τότε που νεογέννητο ακόμα δεν μπορούσα να στηρίξω το κεφάλι σε όρθια θέση.

και όταν ήρθε εκείνη η υγρασία η λογική έλεγε
«γλώσσα»
όλα ήταν μουδιασμένα
μου ήταν αδύνατο να το αντιληφθώ με τις αισθήσεις
έπρεπε να σε ρωτήσω
«με τι το κάνεις αυτό;»

με μια ανάσα συνέρχονταν το σημείο στον αυχένα
εκείνο, το πιο χαμηλό σημείο του εγκεφάλου όπου βρίσκονται τα αρχέγονα ένστικτά μας
αυτά που, όπως μου είπες, δημιουργούνται από την 33η μέρα της ενδομήτριας ζωής μας.

μετά, ξανά παραλυσία.

τα φώτα της πόλης μου υπενθύμιζαν πως πρέπει να επισπεύσω το ταξίδι της επιστροφής.

«απόψε, δεν θα φύγεις»

τα μάτια σου…
τα μάτια σου ήταν τόσο όμορφα.
πώς επιζούν, άραγε, όσες σε κοιτούν βαθιά στα μάτια τις νύχτες;

τα χέρια σου στην πλάτη μου με είχαν κυριεύσει.
θυμάμαι πήρες το χέρι μου και το έβαλες στις φτερούγες σου.
προσπάθησα να τις πιάσω σαν φέτες ολάκερες
να βεβαιωθώ πως είναι αυτές.

ένα σπίτι βρέθηκε στον δρόμο μας.
είχε ανοιχτές τις πόρτες και καθίσαμε λιγάκι στην αυλή του.

με μια επείγουσα τρυφερότητα
έσμιξαν αδιάκοπα τα χείλια σου
με το αυτί μου
τον κρόταφο
τα μάτια
τα δικά μου χείλια.

η γλώσσα σου είχε μια ξεχωριστή υφή
τα δόντια σου ένα-ένα στη θέση τους
μετρημένα το ένα δίπλα στο άλλο.

κι ύστερα,
αναδυθήκαμε στον πολιτισμό του χωριού

από εκεί, φτάσαμε σε μια πλατεία
πιο ήσυχη
πιο μεγάλη
πιο απόμακρη.

εκεί, σε άγγιξα πολύ.
έψαξα φευγαλέα να δω αν έχεις αφαλό.

λένε πως οι άγγελοι δεν έχουν.
όταν δεν τον βρήκα, μπόρεσα να συνεχίσω.

το σώμα μας στα δύο τρίτα του αποτελείται από νερό
το δικό σου, εκείνο το βράδυ, καιγόταν σαν φωτιά.